Της Δομνίκης Καράντζιου
"Αφιερωμένο στους γονείς μου, Μαρία Καλού και Χρήστο Καράντζιο,
Φυσιογνώστες, συνταξιούχους καθηγητές Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης,
για τη μεγάλη αγάπη τους για τα ορυκτά, τα απολιθώματα και τους αμμωνίτες!"
Η Μαρία, ένα κοριτσάκι δέκα χρόνων, είχε μαγευτεί από το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, στο οποίο εργαζόταν η μητέρα της, η Νίκα. Όποτε δεν είχε σχολείο, επισκεπτόταν το μουσείο και σεργιάνιζε στους διαδρόμους των αιθουσών. Ήταν το αγαπημένο παιδί του μουσείου. Οι εργαζόμενοι την γνώριζαν και υποκλίνονταν στο πέρασμα της λέγοντας «Καλώς την εκλεκτή του Μουσείου».
Παρίστανε την ξεναγό και παρουσίαζε στους επισκέπτες τα εκθέματα, τις πεταλούδες, τα βότανα, τα άγρια ζώα, τα σπάνια ορυκτά. Αγαπημένη της αίθουσα ήταν αυτή των κοχυλιών. Γνώριζε την επιστημονική ονομασία του κάθε εκθέματος, τον τόπο προέλευσης, την περίοδο που συλλέχθηκε. Με τη φαντασία της έπλαθε ιστορίες θαλασσινές και όταν ήταν μόνη, καθόταν σε ένα σκαμνάκι και τις αφηγούταν στα κοχύλια. Κάποιες φορές ένιωθε πως αυτά ανταποκρίνονταν και ανοιγόκλειναν τα κελύφη τους για να την ευχαριστήσουν, όμως αυτό δεν το είχε πει σε κανέναν. Προτιμούσε να το κρατήσει μυστικό. Φοβόταν μην την παρεξηγήσουν ή μην θεωρήσουν πως τα κοχύλια είναι μαγεμένα.
Ένα απόγευμα, μόλις είχε φθάσει στο μουσείο και είχε αφήσει τη σάκα της στην άκρη του διαδρόμου με τα κοχύλια, άκουσε τον διευθυντή να την καλεί.
-Ξέρεις, Μαράκι, τα κοχύλια θα ξαναβρεθούν πλάι στον βασιλιά που χρόνια τώρα αναζητούσαν, της είπε χαμηλόφωνα.
-Βασιλιά! Έχουν τα κοχύλια βασιλιά; αναρωτήθηκε.
-Έχουν, αλλά αυτό θα το μάθεις αν έρθεις αύριο, στην εκδήλωση υποδοχής του απολιθώματος.
Η Μαρία κοίταξε τον διευθυντή.
-Μπορώ να το πω στα κοχύλια; Είμαι σίγουρη πως θα χαρούν αν το μάθουν, είπε η μικρή, αλλά σύντομα μετάνιωσε που έκανε μια τέτοια ερώτηση στον διευθυντή. Δεν έπρεπε με κανέναν τρόπο να καταλάβει την ιδιαίτερη σχέση που είχε με τα κοχύλια.
-Και βέβαια μπορείς να τους το πεις, της απάντησε και χάιδεψε το κεφαλάκι της. Εσείς τα παιδιά έχετε υπερβολική φαντασία! της είπε και την αποχαιρέτησε.
Ανακουφίστηκε που ο διευθυντής δεν έδειξε να καταλαβαίνει. Εξάλλου οι μεγάλοι σπάνια αντιλαμβάνονται την επικοινωνία των παιδιών με πλάσματα της φύσης, πόσο μάλλον με πλάσματα ενός μουσείου. Έτρεξε αμέσως προς τα κοχύλια.
-Το ακούσατε; Έρχεται ο βασιλιάς σας, ο Αμμωνίτης!
Τα κοχύλια ανοιγόκλεισαν αυθόρμητα τα κελύφη. Ένα δάκρυ φάνηκε να κυλά σε κάθε όστρακο. Γενιά με γενιά, εκατό εκατομμύρια χρόνια, είχαν ακούσει για τον βασιλιά Αμμωνίτη, για τον δίκαιο αυτό βασιλιά που η μνήμη του δεν χάθηκε στο πέρασμα τόσων χρόνων και έμεινε χαραγμένη στα όστρακα όλου του κόσμου.
-Θέλεις να σου πούμε την αληθινή ιστορία του βασιλιά Αμμωνίτη; Εσύ είσαι η εκλεκτή μας, εσύ θα μάθεις την αλήθεια για τον βασιλιά μας, της είπαν με μία φωνή.
Κοίταξε δεξιά και αριστερά, να σιγουρευτεί πως ήταν μόνη και έγνεψε καταφατικά. Ένα από τα πολλά κοχύλια, μία πίνα συγκεκριμένα, ξεκίνησε την εξιστόρηση.
-Πριν πολλά, πολλά χρόνια, λένε πως είναι πάνω από εκατό εκατομμύρια χρόνια, στο βυθό μιας ρηχής και ζεστής θάλασσας, ζούσαν πολλά, πάρα πολλά κοχύλια, το καθένα μοναδικής ομορφιάς. Άλλα είχαν χρώμα κάτασπρο, εκθαμβωτικό σαν το φως του ήλιου, άλλα κίτρινο σαν τις ανεμώνες, άλλα είχαν μακρόστενο κέλυφος με ρίγες πολύχρωμες και άλλα σχήμα βεντάλιας με κόκκινες βούλες. Μέσα στα όστρακα ζούσαν τα πιο γλυκά πλάσματα του βυθού, τα μαλάκια, ευαίσθητα και σεμνά.
Μια μέρα όπως έπιναν νερό και ό,τι άλλο φαγώσιμο έπλεε σε αυτό, τους επισκέφτηκε ένας αμμωνίτης. Τον υποδέχτηκαν με χαρά και του έδωσαν την κεντρική θέση στην κοινότητά τους. Εντυπωσιάστηκαν με το πορφυρό χρώμα του οστράκου και τη μεγαλειώδη σπείρα του. Συμπάθησαν τον κάτοικο του εντυπωσιακού αυτού κελύφους, ένα έξυπνο πλασματάκι με μαστίγια, δηλαδή ποδαράκια που το βοηθούσαν να κολυμπάει γρήγορα και να επιτίθεται σε οποιονδήποτε εχθρό.
Ο αμμωνίτης συγκινήθηκε με την κοινότητα των κοχυλιών και τη φιλοξενία που του παρείχαν και για ανταπόδοση, σε κάθε επίθεση ξένου οργανισμού, έδινε μάχες για την προστασία των κοχυλιών. Έτσι, μέρα με τη μέρα έγινε τόσο αγαπητός που δέχθηκε πρόταση να μείνει για πάντα κοντά τους. Ο αμμωνίτης χάρηκε με την τιμή που του έκαναν τα κοχύλια και κάθε μέρα φρόντιζε για την ασφάλεια της κοινότητας, για την ευημερία όλων των κοχυλιών, από το πιο νεαρό έως το γηραιότερο.
Όμως αυτή η ευτυχία δεν έμελλε να κρατήσει για πολύ. Ένας ξαφνικός σεισμός σήκωσε ψηλά το βυθό, η θάλασσα τραβήχτηκε και τα κοχύλια με τον αμμωνίτη βρέθηκαν εκτεθειμένα στον αέρα. Ο αμμωνίτης, χωρίς να το πολυσκεφτεί, ρούφηξε μέσα στην σπείρα του τα μωρά κοχύλια, προσφέροντάς τους νερό για να αναπνεύσουν.Τα μεγαλύτερα κοχύλια ευχαρίστησαν τον αμμωνίτη και αυτός τους αποχαιρέτησε και έφυγε, με τα κοχύλια στην σπείρα του, να βρει φιλόξενη θάλασσα, να αποικήσει νέα μέρη, για δεύτερη φορά πρόσφυγας στη ζωή του. Από τότε, τον ονόμασαν Βασιλιά Αμμωνίτη, γιατί η πράξη του ήταν ηρωική και ιπποτική. Λένε πως όσα κοχύλια κλαίνε όταν θυμούνται τον βασιλιά Αμμωνίτη προέρχονται από εκείνα τα κοχύλια που προστάτεψε ο γενναίος αυτός μαχητής στη σπείρα του.
-Δηλαδή εσείς…ψέλλισε η μικρή.
-Ναι, εμείς προερχόμαστε από εκείνα τα κοχύλια που έσωσε με τη γενναιότητά του ο βασιλιάς Αμμωνίτης και όπως καταλαβαίνεις νιώθουμε ανείπωτη χαρά που θα έρθει δίπλα μας, όπως τότε, πριν εκατό εκατομμύρια χρόνια, που επισκέφθηκε την κοινότητα των κοχυλιών, τους προγόνους μας κι έγινε αγαπητός σε όλους.
Η Μαρία συγκινήθηκε με την ιστορία του βασιλιά Αμμωνίτη. Δάκρυσε και αυτή.
-Αύριο, πρωί πρωί, θα προφασισθώ πως είμαι άρρωστη και θα πω της μαμάς μου πως πρέπει να έρθω στο μουσείο, για να είμαι κοντά της και να με προσέχει. Έτσι θα μπορέσω να είμαι κοντά σας τη στιγμή που θα υποδεχθείτε τον βασιλιά αμμωνίτη.
Τα κοχύλια χάρηκαν. Όμως δεν ήταν και τόσο καλή ιδέα να πει ψέματα. Ήταν προτιμότερο να εξηγούσε στη μητέρα της την μεγάλη επιθυμία που είχε να παρακολουθήσει τον ερχομό του αμμωνίτη. Θα την καταλάβαινε όμως; Και αν αρνιόταν να ικανοποιήσει το θέλω της; Και αν επέμενε πως δεν πρέπει να χάσει τα μαθήματα του σχολείου;
-Πρέπει να πεις την αλήθεια, κι αν σε αγαπάει αληθινά θα συμφωνήσει, να είσαι σίγουρη.
Η Νίκα και η Μαρία επέστρεψαν σπίτι, κουρασμένες από τη δουλειά η μία και τις σχολικές υποχρεώσεις η άλλη. Η μικρή, λίγο πριν πέσει να κοιμηθεί, εξήγησε στη μητέρα της πως θέλει με όλη της την ψυχή να παραβρεθεί στην άφιξη του βασιλιά Αμμωνίτη. Η απάντηση που πήρε ήταν αυτή που περίμενε, η μητέρα της δέχθηκε με προθυμία.
-Πάνω που ήθελα να σου το πω κι εγώ, συνεννοήθηκα με τη δασκάλα σου, θα έρθει όλη η τάξη σου στο μουσείο, είναι μια καλή ευκαιρία να μεταδώσεις τις γνώσεις σου για τα εκθέματα του μουσείου στους συμμαθητές σου, τι λες;
Η Μαρία δεν πίστευε στα αυτιά της. Ενθουσιάστηκε τόσο πολύ που δύσκολα την πήρε ο ύπνος. Σκεφτόταν τον βασιλιά Αμμωνίτη με τη γενναιόδωρη ψυχή του, τα πολύχρωμα κοχύλια του βυθού που λαμπύριζαν με τα παιχνιδίσματα του ήλιου στο νερό, τα κοχύλια του μουσείου, που ήταν απόγονοι των κοχυλιών που περιέσωσε ο θρυλικός βασιλιάς. Προβληματιζόταν αν θα αποκάλυπτε την ιστορία που άκουσε από τα κοχύλια ή αν θα την κρατούσε μυστική από όλους. Φοβόταν μην την κοροϊδέψουν κάποιοι συμμαθητές της ότι έχει παράξενες συνήθειες και συνομιλεί με κοχύλια. Κατέληξε πως δε θα έλεγε σε κανέναν ό,τι είχε ακούσει και πως θα κρατούσε κρυφό το παρελθόν του βασιλιά.
-Ίσως αυτό να ήθελε κι ο ίδιος ο βασιλιάς αν ζούσε, ήταν ταπεινός και σεμνός, δεν του άρεσαν τα μεγαλεία, ήταν απλός και τόσο γενναιόψυχος! σκέφτηκε και έκλεισε τα ματάκια της. Ο ύπνος την πήρε αμέσως και της χάρισε όμορφα όνειρα, γεμάτα θαλασσινές ιστορίες, με κοχύλια και αμμωνίτες!
Όταν ξύπνησε το πρωί έβαλε τα καλά της για την επίσημη εκδήλωση. Ξεκίνησαν με τη μητέρα της για το μουσείο και σε όλη τη διαδρομή του λεωφορείου οργάνωνε στο μυαλό τις γνώσεις που είχε αποκτήσει τόσον καιρό για το μουσείο Φυσικής Ιστορίας, μην παραλείψει να πει σημαντικές πληροφορίες για τα εκθέματα. Αδημονούσε να συναντήσει τον βασιλιά και όταν θα έμενε μόνη με τα κοχύλια της, να ακούσει και από το δικό του στόμα την ιστορία του. Όλα εξελίχθηκαν όπως το είχε προβλέψει, η εκδήλωση υποδοχής του βασιλιά Αμμωνίτη ήταν ξεχωριστή, ο Διευθυντής μίλησε για το είδος των αμμωνιτών που εξαφανίστηκαν πριν εξήντα εκατομμύρια χρόνια γιατί οι θάλασσες έγιναν ψυχρές και αφιλόξενες για το είδος τους, και πως την περίοδο που ζούσαν στη θάλασσα, που ονομάζεται Μεσοζωική περίοδος, ήταν εντυπωσιακοί και πολυάριθμοι. Οι συμμαθητές της ενθουσιάστηκαν από το μουσείο, κυρίως όμως από τα υπέροχα ‘κοχύλια της Μαριώς’, έτσι τα ονόμασαν. Όταν οι πόρτες έκλεισαν και τα φώτα έσβησαν, η Μαρία πλησίασε τον βασιλιά.
-Ποτέ δεν περίμενα πως θα σας συναντούσα κύριε Αμμωνίτη, είστε ένα τόσο όμορφο απολίθωμα, με τόσο γενναία ψυχή!
-Εκείνη την εποχή μικρή μου, γίνονταν μεγάλες αλλαγές στη μορφολογία της γης. Η γη ταρακουνιόταν συνεχώς από σεισμούς, οι θάλασσες φούσκωναν και ξεφούσκωναν, ο αέρας είχε παράξενη μυρωδιά και τα πλάσματα της φύσης ήταν διαφορετικά, όχι όπως τα εκθέματα που θαύμασα στις αίθουσες.
Η Μαρία γύρισε πίσω της και αναγνώρισε τον Διευθυντή, τον κύριο Χρήστο.
-Και οφείλω να παραδεχτώ μικρή μου, συνέχισε ο κύριος Χρήστος με παραλλαγμένη φωνή, καθώς κάθισε κατάχαμα δίπλα της, πως στη δική σας εποχή τα πλάσματα της φύσης είναι πραγματικά πανέμορφα!
-Πώς το εξηγείτε αυτό κύριε Χρήστο; ρώτησε όλο περιέργεια η Μαρία.
-Για όλα φταίει η εξέλιξη των ειδών. Χρειάστηκαν όλα αυτά τα εκατομμύρια χρόνια να περάσουν για να δημιουργηθούν τόσα πολλά είδη, για να στολιστεί η γη κι η θάλασσα με αυτόν τον πλούτο φυτών και ζώων. Τα απολιθώματα μας θυμίζουν και μας διδάσκουν, μικρή μου, πως η φύση μεταμορφώνεται και γίνεται συνεχώς ολοένα και πιο πολύπλοκη, ολοένα και πιο πλούσια.
Η Μαρία κοίταξε τον αμμωνίτη και ο διευθυντής συνέχισε.
-Πρέπει να γνωρίζεις πως οι αμμωνίτες ζούσαν στις βαθιές και ζεστές θάλασσες. Ο βασιλιάς αμμωνίτης είχε χαθεί από το κοπάδι του και βρέθηκε να κολυμπάει ολομόναχος στη ρηχή θάλασσα των κοχυλιών. Όταν ρούφηξε τα κοχύλια στο εσωτερικό του, κατευθύνθηκε στα ανοιχτά, εκεί όπου θα μπορούσε να επιβιώσει. Εκεί τα απελευθέρωσε από την σπείρα και στάθηκε δίπλα τους, τα μεγάλωσε, τα φρόντιζε σαν αληθινός μπαμπάς τους.
Η μικρή κατάλαβε πως ο διευθυντής γνώριζε την ιστορία των κοχυλιών και του αμμωνίτη.
-Εσύ και εγώ ξέρουμε αυτήν την ιστορία, μας την εκμυστηρεύθηκαν τα κοχύλια γιατί τα αγαπάμε αληθινά, είπε ψιθυριστά ο κύριος Χρήστος.
Η Μαρία χαμογέλασε.
-Και η ιστορία αυτή είναι αληθινή ή μήπως είναι μόνο στη φαντασία μας; αναρωτήθηκε.
Και τότε ο διευθυντής της έκλεισε το μάτι.
-Όπως κι αν έχει, είτε είναι αληθινή είτε φανταστική, ένα είναι το σίγουρο, πως αυτός ο βασιλιάς Αμμωνίτης έζησε πριν περίπου εκατό εκατομμύρια χρόνια και το απολίθωμά του μας θυμίζει πως τα πλάσματα εκείνης της εποχής έκαναν τον δικό τους αγώνα για επιβίωση και ίσως βοήθησαν κι άλλα πλάσματα να επιβιώσουν.
Η Μαρία συμφώνησε, δεν μπορούσαν να γνωρίζουν, όμως δεν είχε τόση σημασία. Η αγάπη της για τα απολιθώματα και την ιστορία της φύσης την είχε συνεπάρει και αυτό θα επέλεγε να σπουδάσει όταν θα μεγάλωνε. Όπως ο διευθυντής, που ήταν γεωλόγος και γνώριζε απ’ έξω κι ανακατωτά όλα τα ορυκτά, αλλά και όλα τα απολιθώματα.
Μια μέρα όπως έπιναν νερό και ό,τι άλλο φαγώσιμο έπλεε σε αυτό, τους επισκέφτηκε ένας αμμωνίτης. Τον υποδέχτηκαν με χαρά και του έδωσαν την κεντρική θέση στην κοινότητά τους. Εντυπωσιάστηκαν με το πορφυρό χρώμα του οστράκου και τη μεγαλειώδη σπείρα του. Συμπάθησαν τον κάτοικο του εντυπωσιακού αυτού κελύφους, ένα έξυπνο πλασματάκι με μαστίγια, δηλαδή ποδαράκια που το βοηθούσαν να κολυμπάει γρήγορα και να επιτίθεται σε οποιονδήποτε εχθρό.
Ο αμμωνίτης συγκινήθηκε με την κοινότητα των κοχυλιών και τη φιλοξενία που του παρείχαν και για ανταπόδοση, σε κάθε επίθεση ξένου οργανισμού, έδινε μάχες για την προστασία των κοχυλιών. Έτσι, μέρα με τη μέρα έγινε τόσο αγαπητός που δέχθηκε πρόταση να μείνει για πάντα κοντά τους. Ο αμμωνίτης χάρηκε με την τιμή που του έκαναν τα κοχύλια και κάθε μέρα φρόντιζε για την ασφάλεια της κοινότητας, για την ευημερία όλων των κοχυλιών, από το πιο νεαρό έως το γηραιότερο.
Όμως αυτή η ευτυχία δεν έμελλε να κρατήσει για πολύ. Ένας ξαφνικός σεισμός σήκωσε ψηλά το βυθό, η θάλασσα τραβήχτηκε και τα κοχύλια με τον αμμωνίτη βρέθηκαν εκτεθειμένα στον αέρα. Ο αμμωνίτης, χωρίς να το πολυσκεφτεί, ρούφηξε μέσα στην σπείρα του τα μωρά κοχύλια, προσφέροντάς τους νερό για να αναπνεύσουν.Τα μεγαλύτερα κοχύλια ευχαρίστησαν τον αμμωνίτη και αυτός τους αποχαιρέτησε και έφυγε, με τα κοχύλια στην σπείρα του, να βρει φιλόξενη θάλασσα, να αποικήσει νέα μέρη, για δεύτερη φορά πρόσφυγας στη ζωή του. Από τότε, τον ονόμασαν Βασιλιά Αμμωνίτη, γιατί η πράξη του ήταν ηρωική και ιπποτική. Λένε πως όσα κοχύλια κλαίνε όταν θυμούνται τον βασιλιά Αμμωνίτη προέρχονται από εκείνα τα κοχύλια που προστάτεψε ο γενναίος αυτός μαχητής στη σπείρα του.
-Δηλαδή εσείς…ψέλλισε η μικρή.
-Ναι, εμείς προερχόμαστε από εκείνα τα κοχύλια που έσωσε με τη γενναιότητά του ο βασιλιάς Αμμωνίτης και όπως καταλαβαίνεις νιώθουμε ανείπωτη χαρά που θα έρθει δίπλα μας, όπως τότε, πριν εκατό εκατομμύρια χρόνια, που επισκέφθηκε την κοινότητα των κοχυλιών, τους προγόνους μας κι έγινε αγαπητός σε όλους.
Η Μαρία συγκινήθηκε με την ιστορία του βασιλιά Αμμωνίτη. Δάκρυσε και αυτή.
-Αύριο, πρωί πρωί, θα προφασισθώ πως είμαι άρρωστη και θα πω της μαμάς μου πως πρέπει να έρθω στο μουσείο, για να είμαι κοντά της και να με προσέχει. Έτσι θα μπορέσω να είμαι κοντά σας τη στιγμή που θα υποδεχθείτε τον βασιλιά αμμωνίτη.
Τα κοχύλια χάρηκαν. Όμως δεν ήταν και τόσο καλή ιδέα να πει ψέματα. Ήταν προτιμότερο να εξηγούσε στη μητέρα της την μεγάλη επιθυμία που είχε να παρακολουθήσει τον ερχομό του αμμωνίτη. Θα την καταλάβαινε όμως; Και αν αρνιόταν να ικανοποιήσει το θέλω της; Και αν επέμενε πως δεν πρέπει να χάσει τα μαθήματα του σχολείου;
-Πρέπει να πεις την αλήθεια, κι αν σε αγαπάει αληθινά θα συμφωνήσει, να είσαι σίγουρη.
Η Νίκα και η Μαρία επέστρεψαν σπίτι, κουρασμένες από τη δουλειά η μία και τις σχολικές υποχρεώσεις η άλλη. Η μικρή, λίγο πριν πέσει να κοιμηθεί, εξήγησε στη μητέρα της πως θέλει με όλη της την ψυχή να παραβρεθεί στην άφιξη του βασιλιά Αμμωνίτη. Η απάντηση που πήρε ήταν αυτή που περίμενε, η μητέρα της δέχθηκε με προθυμία.
-Πάνω που ήθελα να σου το πω κι εγώ, συνεννοήθηκα με τη δασκάλα σου, θα έρθει όλη η τάξη σου στο μουσείο, είναι μια καλή ευκαιρία να μεταδώσεις τις γνώσεις σου για τα εκθέματα του μουσείου στους συμμαθητές σου, τι λες;
Η Μαρία δεν πίστευε στα αυτιά της. Ενθουσιάστηκε τόσο πολύ που δύσκολα την πήρε ο ύπνος. Σκεφτόταν τον βασιλιά Αμμωνίτη με τη γενναιόδωρη ψυχή του, τα πολύχρωμα κοχύλια του βυθού που λαμπύριζαν με τα παιχνιδίσματα του ήλιου στο νερό, τα κοχύλια του μουσείου, που ήταν απόγονοι των κοχυλιών που περιέσωσε ο θρυλικός βασιλιάς. Προβληματιζόταν αν θα αποκάλυπτε την ιστορία που άκουσε από τα κοχύλια ή αν θα την κρατούσε μυστική από όλους. Φοβόταν μην την κοροϊδέψουν κάποιοι συμμαθητές της ότι έχει παράξενες συνήθειες και συνομιλεί με κοχύλια. Κατέληξε πως δε θα έλεγε σε κανέναν ό,τι είχε ακούσει και πως θα κρατούσε κρυφό το παρελθόν του βασιλιά.
-Ίσως αυτό να ήθελε κι ο ίδιος ο βασιλιάς αν ζούσε, ήταν ταπεινός και σεμνός, δεν του άρεσαν τα μεγαλεία, ήταν απλός και τόσο γενναιόψυχος! σκέφτηκε και έκλεισε τα ματάκια της. Ο ύπνος την πήρε αμέσως και της χάρισε όμορφα όνειρα, γεμάτα θαλασσινές ιστορίες, με κοχύλια και αμμωνίτες!
Όταν ξύπνησε το πρωί έβαλε τα καλά της για την επίσημη εκδήλωση. Ξεκίνησαν με τη μητέρα της για το μουσείο και σε όλη τη διαδρομή του λεωφορείου οργάνωνε στο μυαλό τις γνώσεις που είχε αποκτήσει τόσον καιρό για το μουσείο Φυσικής Ιστορίας, μην παραλείψει να πει σημαντικές πληροφορίες για τα εκθέματα. Αδημονούσε να συναντήσει τον βασιλιά και όταν θα έμενε μόνη με τα κοχύλια της, να ακούσει και από το δικό του στόμα την ιστορία του. Όλα εξελίχθηκαν όπως το είχε προβλέψει, η εκδήλωση υποδοχής του βασιλιά Αμμωνίτη ήταν ξεχωριστή, ο Διευθυντής μίλησε για το είδος των αμμωνιτών που εξαφανίστηκαν πριν εξήντα εκατομμύρια χρόνια γιατί οι θάλασσες έγιναν ψυχρές και αφιλόξενες για το είδος τους, και πως την περίοδο που ζούσαν στη θάλασσα, που ονομάζεται Μεσοζωική περίοδος, ήταν εντυπωσιακοί και πολυάριθμοι. Οι συμμαθητές της ενθουσιάστηκαν από το μουσείο, κυρίως όμως από τα υπέροχα ‘κοχύλια της Μαριώς’, έτσι τα ονόμασαν. Όταν οι πόρτες έκλεισαν και τα φώτα έσβησαν, η Μαρία πλησίασε τον βασιλιά.
-Ποτέ δεν περίμενα πως θα σας συναντούσα κύριε Αμμωνίτη, είστε ένα τόσο όμορφο απολίθωμα, με τόσο γενναία ψυχή!
-Εκείνη την εποχή μικρή μου, γίνονταν μεγάλες αλλαγές στη μορφολογία της γης. Η γη ταρακουνιόταν συνεχώς από σεισμούς, οι θάλασσες φούσκωναν και ξεφούσκωναν, ο αέρας είχε παράξενη μυρωδιά και τα πλάσματα της φύσης ήταν διαφορετικά, όχι όπως τα εκθέματα που θαύμασα στις αίθουσες.
Η Μαρία γύρισε πίσω της και αναγνώρισε τον Διευθυντή, τον κύριο Χρήστο.
-Και οφείλω να παραδεχτώ μικρή μου, συνέχισε ο κύριος Χρήστος με παραλλαγμένη φωνή, καθώς κάθισε κατάχαμα δίπλα της, πως στη δική σας εποχή τα πλάσματα της φύσης είναι πραγματικά πανέμορφα!
-Πώς το εξηγείτε αυτό κύριε Χρήστο; ρώτησε όλο περιέργεια η Μαρία.
-Για όλα φταίει η εξέλιξη των ειδών. Χρειάστηκαν όλα αυτά τα εκατομμύρια χρόνια να περάσουν για να δημιουργηθούν τόσα πολλά είδη, για να στολιστεί η γη κι η θάλασσα με αυτόν τον πλούτο φυτών και ζώων. Τα απολιθώματα μας θυμίζουν και μας διδάσκουν, μικρή μου, πως η φύση μεταμορφώνεται και γίνεται συνεχώς ολοένα και πιο πολύπλοκη, ολοένα και πιο πλούσια.
Η Μαρία κοίταξε τον αμμωνίτη και ο διευθυντής συνέχισε.
-Πρέπει να γνωρίζεις πως οι αμμωνίτες ζούσαν στις βαθιές και ζεστές θάλασσες. Ο βασιλιάς αμμωνίτης είχε χαθεί από το κοπάδι του και βρέθηκε να κολυμπάει ολομόναχος στη ρηχή θάλασσα των κοχυλιών. Όταν ρούφηξε τα κοχύλια στο εσωτερικό του, κατευθύνθηκε στα ανοιχτά, εκεί όπου θα μπορούσε να επιβιώσει. Εκεί τα απελευθέρωσε από την σπείρα και στάθηκε δίπλα τους, τα μεγάλωσε, τα φρόντιζε σαν αληθινός μπαμπάς τους.
Η μικρή κατάλαβε πως ο διευθυντής γνώριζε την ιστορία των κοχυλιών και του αμμωνίτη.
-Εσύ και εγώ ξέρουμε αυτήν την ιστορία, μας την εκμυστηρεύθηκαν τα κοχύλια γιατί τα αγαπάμε αληθινά, είπε ψιθυριστά ο κύριος Χρήστος.
Η Μαρία χαμογέλασε.
-Και η ιστορία αυτή είναι αληθινή ή μήπως είναι μόνο στη φαντασία μας; αναρωτήθηκε.
Και τότε ο διευθυντής της έκλεισε το μάτι.
-Όπως κι αν έχει, είτε είναι αληθινή είτε φανταστική, ένα είναι το σίγουρο, πως αυτός ο βασιλιάς Αμμωνίτης έζησε πριν περίπου εκατό εκατομμύρια χρόνια και το απολίθωμά του μας θυμίζει πως τα πλάσματα εκείνης της εποχής έκαναν τον δικό τους αγώνα για επιβίωση και ίσως βοήθησαν κι άλλα πλάσματα να επιβιώσουν.
Η Μαρία συμφώνησε, δεν μπορούσαν να γνωρίζουν, όμως δεν είχε τόση σημασία. Η αγάπη της για τα απολιθώματα και την ιστορία της φύσης την είχε συνεπάρει και αυτό θα επέλεγε να σπουδάσει όταν θα μεγάλωνε. Όπως ο διευθυντής, που ήταν γεωλόγος και γνώριζε απ’ έξω κι ανακατωτά όλα τα ορυκτά, αλλά και όλα τα απολιθώματα.