Τρίτη 12 Απριλίου 2016

Η αποκατάσταση της αλήθειας για τον λύκο. Το τέλος (Το 4ο μέρος)

Η αποκατάσταση της αλήθειας για τον λύκο. Το τέλος (Το 4ο μέρος)

Της Δομνίκης Καράντζιου

Μόλις τέλειωσε τις απειλητικές φωνές του, κατευθύνθηκε προς τη βελανιδιά. Ήθελε να δει αν έχει κάποια ενδιαφέρουσα ανακοίνωση. Είχε αρχίσει να βραδιάζει και ίσα που προλάβαινε να διαβάσει, πριν πέσει το απόλυτο σκοτάδι. Πάλι μαζί του τα είχαν βάλει. Το όνομά του είχε στιγματιστεί, το ίδιο και το είδος του.
Διάβαζε την ανακοίνωση της αλεπούς και τον έπιασαν τα κλάματα. Τί κλάματα δηλαδή. Έκλαιγε με λυγμούς. Την καημένη την αλεπού! Τί μεγάλη αδικία!

Κάποια στιγμή σκούπισε τα δάκρυά του.
Και τότε θυμήθηκε την αδικία εις βάρος του με τα εφτά κατσικάκια! Τα άτιμα τα κατσικάκια! Ωραίος μεζές μεν, αλλά του βγήκε ξινός. Και αυτά πια, πώς έκαναν έτσι; Αυτός είπε να τα απασχολήσει λίγο, όσο έλειπε η μάνα τους. Τον είχε παρακαλέσει η μαμά-κατσίκα βγαίνοντας από το σπίτι.

-Πάω στην πόλη, μπορείς να προσέχεις τα κατσικάκια μου; Κυκλοφορούν πολλοί κλέφτες, τώρα που κοντεύει το Πάσχα. Τα έχω ενημερώσει τα μικρά μου, αλλά καλού κακού βάλε λίγο αλεύρι στο πόδι σου για να μοιάζει με το δικό μου.

E, αυτό έκανε ο λύκος. Έριξε λίγο αλεύρι στο πόδι του, χτύπησε την πόρτα και τα κατσικάκια την άνοιξαν. Δεν πρόλαβε καλά καλά να μπει στο σπίτι και αυτά, σαν αλαφιασμένα, εξαφανίστηκαν. Τρόμαξαν ενστικτωδώς. Ξαφνικά, χτύπησε η πόρτα. Το χτύπημα ήταν απειλητικό. Πήγε να δει από το ματάκι της πόρτας. Και τί είδε; Τον ιδιοκτήτη ενός σφαγείου, που ήθελε να κλέψει και τα εφτά κατσικάκια για να τα πουλήσει σε κρεοπώλες το Πάσχα.
Ο λύκος θεώρησε καθήκον του να τα προστατέψει. Τί να κάνει και αυτός. Τα κυνήγησε στο σπίτι. Τα έβαλε στην κοιλιά του για να τα εξαφανίσει προσωρινά και να γλιτώσουν από τη σούβλα. Μόνο το μικρότερο δεν μπόρεσε να βρει. Ο λύκος άνοιξε την πόρτα και ο ιδιοκτήτης του σφαγείου με το που τον είδε, σάστισε και το έβαλε στο πόδι. Το μικρότερο κατσικάκι που δεν πρόλαβε να το βάλει στην κοιλιά του βγήκε από την κρυψώνα του.

-Ξέρεις μικρό μου κατσικάκι, εγώ δεν έφαγα τα αδελφάκια σου, μόνο τα έκρυψα στην κοιλιά μου. Θα δεις, μόλις έρθει η μαμά σου θα με βοηθήσει να τα βγάλω πάλι έξω.

Έλα όμως που αυτό το άτιμο το μικρό, είχε μια μανία, άλλα να του λες και άλλα να καταλαβαίνει. Έπλαθε συνεχώς ιστορίες με τη φαντασία του. Όταν η μαμά-κατσίκα γύρισε, πήγε και της είπε ότι ο λύκος έφαγε τα αδελφάκια του με μανία και πως μόνο αυτό, το μικρότερο, τη γλίτωσε. Έκλαιγε τόσο, μα τόσο πειστικά! Η μαμά του απόρησε. Νόμιζε πως ο λύκος την πρόδωσε. Αυτός πάλι, είχε ξαπλώσει κάτω από το δέντρο, γιατί έξι κατσικάκια δεν είναι λίγο να τα κουβαλάς στην κοιλιά σου. Το μικρό κατσικάκι τής έδωσε την ιδέα να του ανοίξουν την κοιλιά και να του βάλουν πέτρες. Η μαμά του, παρασυρόμενη συναισθηματικά από το καμάρι της, υπάκουσε χωρίς να σκεφτεί πως με αυτήν την πράξη ο λύκος θα κινδύνευε να πνιγεί.
Τέλος πάντων. Τέλος καλό όλα καλά. Γιατί τα κατσικάκια βγήκαν σώα και αβλαβή από την κοιλιά του. Ο λύκος, όπως τον ρίξανε στο ποτάμι, ξύπνησε στον ύπνο του. Ευτυχώς που το ποτάμι ήταν ρηχό και βγήκε μουσκεμένος έξω. Κοίταξε το μικρότερο που χοροπηδούσε. Το κοίταξε απειλητικά, γιατί αυτό που είχε κάνει δεν ήταν καθόλου, μα καθόλου σωστό. Τα υπόλοιπα έξι κατσικάκια τον ευχαρίστησαν για την καλή του πράξη. Δεν τα πίστεψε όμως η μάνα τους και φρόντισε, στην αγνωμοσύνη της, να διαλαλήσει παντού ότι ο λύκος κατάφερε και έφαγε στην καθισιά έξι κατσικάκια. Όποιος και να το άκουσε απόρησε. Αλλά τί να έκαναν; Αφού το έλεγε η μαμά-κατσίκα, την πίστεψαν. Και κατηγόρησαν, ευθαρσώς και αβάσιμα, τον λύκο.
Μετά από αυτό το περιστατικό και τις συκοφαντίες της μαμάς-κατσίκας ακολούθησαν πολλά, πάρα πολλά παραμύθια που τον κατέκριναν. Ποιο να πρωτοθυμηθεί. Τα τρία γουρουνάκια, που το μόνο που ήθελε ήταν να εξετάσει τη στατική των σπιτιών τους; Που το τούβλινο σπίτι, μετά την συγγραφή του παραμυθιού, έπεσε με τον πρώτο σεισμό; Αλλά αυτό δεν το κατέγραψε κανείς. Ή να θυμηθεί την κοκκινοσκουφίτσα που της άρεσε να παίζει μαζί του μεταμφιέζοντάς τον με ρούχα της γιαγιάς της….
Κατέγραψε όλες τις σκέψεις του σε τρεις κόλλες χαρτί, μία δεν τον έφτανε, είχε πολλά απωθημένα να γράψει. Τις αδιαβροχοποίησε με το σάλιο τριών σαλιγκαριών και δενδροκόλλησε την ανακοίνωσή του. Όσοι πρόλαβαν να δουν την ανακοίνωση την είδαν.


Γιατί, μετά από λίγες μέρες, φύσηξε  ένας δυνατός αέρας και σκόρπισε τα χαρτιά. Τα πήγε μακριά, μέχρι την πόλη. Τα διάβασαν τα παιδάκια κι οι μεγάλοι. Χαμογέλασαν. Στην ανακοίνωσή του έβαλε και τις περιλήψεις του τζίτζικα, του λαγού και της αλεπούς. Από τότε, κανείς μα κανείς δεν ξανακατηγόρησε τα τέσσερα ζωάκια. Όλοι είχαν να λένε τα καλύτερα λόγια για τους τέσσερις αυτούς αληθινούς, ειλικρινείς και συμπαθέστατους ήρωες….


Διαβάστε τα προηγούμενα τρία μέρη της ιστορίας:

Η αποκατάσταση της αλήθειας για τον τζίτζικα (1ο μέρος)