«Το επαναστατικό μήνυμα των Τριών Ιεραρχών διαχρονικό και επίκαιρο .»
Κυρίες και Κύριοι ,
Συναδέλφισσες-συνάδελφοι ,
Φίλες και φίλοι μαθητές
Γιορτάζοντας κάθε χρόνο τέτοιες μέρες τους τρεις Ιεράρχες, διατρέχουμε τον κίνδυνο να πάρει κι αυτή η μνήμη το δρόμο κάθε «επετείου». Να θεωρήσουμε ότι είναι απλά μια μέρα για να «χαθεί» μάθημα όπως χαρακτηριστικά λέγεται από τους μαθητές και να μείνουμε εκεί..... Αποκτούν όμως νόημα οι γιορτές της Εκκλησίας όταν φωτίζουν την καθημερινή μας ζωή, τις σχέσεις και τις αγωνίες μας.
Χωρίς αμφιβολία η εποχή μας έχει πολλά κοινά με την εποχή του Μεγάλου Βασιλείου ,του Γρηγορίου του Θεολόγου και του Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Πόλεμοι , βία , κοινωνικά αδιέξοδα, μεγάλα οικονομικά προβλήματα, εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, κοινωνικές διακρίσεις, θρησκευτικές διαμάχες κλπ. Σαν να μη πέρασε μια μέρα….
Το μήνυμα των τριών Πατέρων της Εκκλησίας μας πάντα επίκαιρο και επαναστατικό, έρχεται να μας θυμίσει τη χριστιανική αυθεντικότητα, να προτείνει λύσεις και να δώσει κατευθύνσεις, που γεμίζουν ελπίδα και απελευθερώνουν τον άνθρωπο.
Οι τρεις Ιεράρχες υπήρξαν ολοκληρωμένες προσωπικότητες που δε διακρίθηκαν μόνο σε ένα τομέα αλλά σε όλους τους τομείς. Όλοι τους χαρακτηρίζονταν για τη θεολογική αλλά και την ευρύτερη συγκρότηση, τη ριζοσπαστική κοινωνική τους παρουσία, την ανοικτότητα του πνεύματος και την κριτική στάση τους απέναντι σε κάθε μορφής εξουσία. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι την επιστημονική τους κατάρτιση οι Τρεις Ιεράρχες δεν τη χρησιμοποίησαν για να προβληθούν, αλλά για προσφορά προς τον αδύναμο συνάνθρωπό τους.
Ο Μέγας Βασίλειος δεν είναι μόνο αναχωρητής και μέγας θεολόγος, είναι ταυτόχρονα άνθρωπος της δράσης, απόλυτα ρεαλιστής και κοινωνικά ευαίσθητος. Βοηθούσε πάντοτε τους αδικημένους και κουρασμένους, τους πεινασμένους και τους αρρώστους, ανεξάρτητα από το γένος, τη φυλή και το θρήσκευμα. Το όραμά του το έκανε πραγματικότητα ιδρύοντας ένα πρότυπο και για τις μέρες μας κοινωνικό και φιλανθρωπικό σύστημα, την περίφημη «Βασιλειάδα». Ένα ίδρυμα που λειτουργούσε νοσοκομείο, ορφανοτροφείο, γηροκομείο και ξενώνας για την φροντίδα και ιατρική περίθαλψη των φτωχών αρρώστων και ξένων. Τις υπηρεσίες το ίδρυμα τις πρόσφερε δωρεάν.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναπτύσσει ευρύτατο ποιμαντικό, κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο. Κύριο μέλημα του είναι η ηθική καλλιέργεια του ποιμνίου, όμως δεν περιορίζεται μόνο σε αυτό, αλλά ιδρύει και σειρά ευαγών ιδρυμάτων με σκοπό την ανακούφιση των φτωχών, ορφανών, ξένων και αρρώστων. Οργανώνει ημερήσιο συσσίτιο με το οποίο θρέφει 7000 απόρους της Πόλης. Καταργεί κάθε πολυτέλεια στην εκκλησία, περιορίζει στο ελάχιστο τα έξοδα διατροφής του κλήρου, εκποιεί διάφορα πολύτιμα σκεύη και τιμαλφή που δεν ήταν απαραίτητα και δίνει τα χρήματα σε έργα αγάπης. Αυτό όμως που αποτελεί μεγάλο του προσόν, είναι το άφθαστο χάρισμα του λόγου. Στις περίφημες ομιλίες του θεολογεί, στηλιτεύει την ανηθικότητα και τη διαφθορά, καταγγέλλει την κοινωνική αδικία, στιγματίζει τη σπατάλη, την επίδειξη των πλουσίων και των αρχόντων, καταδικάζει τις αυθαιρεσίες του πολιτικού συστήματος. Στέκεται δίπλα στους αδυνάτους, τους ταπεινούς, τους αδικημένους, που η υπεροψία και η αδικία των δυνατών συχνά καταδυνάστευε.
Όμως και ο τρίτος της χορείας των Αγίων, ο από τη φύση του μελαγχολικός Γρηγόριος, ο ευαίσθητος λυρικός, ο αυτοβιογραφικός ποιητής της απομόνωσης και του αναστοχασμού, όταν βρίσκεται ενώπιον του διλήμματος «πράξη ή αναχώρηση» επιλέγει τελικά την εμπλοκή με τα δημόσια πράγματα μόνο και μόνο από αγάπη για την Εκκλησία και το λαό που τον χρειάζεται. Ένθερμος θιασώτης του «θεωρητικού βίου» υπακούει στις προτροπές του φίλου Βασίλειου και αποδέχεται απρόθυμα τον αυτοκρατορικό διορισμό στον Πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης, μόνο και μόνο επειδή τον θεωρεί ως ευκαιρία προσφοράς προς τον συνάνθρωπο και την Εκκλησία του Χριστού.
Οι τρεις Ιεράρχες στηρίζουν με κάθε τρόπο τους φτωχούς, τους κυνηγημένους και τους απροστάτευτους της εποχής τους. Θεωρούν αυτονόητο να θυσιαστούν για τον κάθε έναν από αυτούς. Η περιθωριοποίηση των κοινωνικά αδύνατων δεν συνάδει με το ορθόδοξο ήθος. Κάθε άνθρωπος αποτελεί ανεπανάληπτη προσωπικότητα, είναι εικόνα του Θεού. «Με ποιο δικαίωμα» αναρωτιέται ο Χρυσόστομος «μπορεί κανείς να περιφρονεί εκείνους τους οποίους ο Θεός τόσο τιμά ώστε τους δίνει το Σώμα και το Αίμα του Υιού του».
Η επιμονή του μάλιστα να κτίσει το λεπροκομείο στην πλουσιότερη συνοικία έξω από την πόλη, εκεί που ζούσαν μεγάλοι γαιοκτήμονες και οι οποίοι έβλεπαν την οικονομική αξία των πολυτελών οικημάτων να μειώνεται λόγω της γειτνίασης με το κτίριο αυτό, αποτέλεσε και την οριστική δίωξη του, που θα τον οδηγούσε στην εξορία και τελικά στο θάνατο. Ο Χρυσόστομος υποστηρίζει κάθε έναν που απειλείται από την πολιτική εξουσία, φτάνοντας στο σημείο να συγκρουστεί με την αυτοκράτειρα, όταν εκείνη καταπατά το κτήμα μιας φτωχής χήρας. Ο ίδιος ζει λιτά και ασκητικά, όπως αρμόζει σε έναν ιεράρχη, προκαλώντας το θαυμασμό του απλού λαού, αλλά και την περιφρόνηση των πλουσίων και κοινωνικά ισχυρών αντιπάλων του. Οι τρεις Ιεράρχες ζητάνε από τους χριστιανούς της εποχής τους, να ανακαλύψουν την αυθεντική θρησκευτικότητα, αυτή που απελευθερώνει τον άνθρωπο, μακριά από δεισιδαιμονίες, προλήψεις και φοβίες. Ενδιαφέρονται για την ερμηνεία των Γραφών, βοηθώντας έτσι τους χριστιανούς όχι μόνο της εποχής τους αλλά και διαχρονικά στην κατανόηση και εμπέδωση των ιερών κειμένων. Οι τρεις τους δεν μπορούν να συμβιβαστούν με την υποκρισία των βολεμένων χριστιανών: «ξέρω πολλούς» λέει ο Χρυσόστομος ,«που νηστεύουν και προσεύχονται και κάνουν μεγάλους σταυρούς, επιδεικνύοντας κάθε λογής αδάπανη ευλάβεια. Ενώ δε δίνουν στους αδύναμους ούτε μια ελάχιστη βοήθεια.. Τι κέρδος έχουν από την υπόλοιπη αρετή τους; Γι αυτούς η βασιλεία των ουρανών είναι κλειστή». Και ο Γρηγόριος συμπληρώνει: «Μη τεντώνεις τα χέρια στον ουρανό αλλά στα χέρια των φτωχών. Αν εκτείνεις τα χέρια σου στα χέρια των φτωχών, έπιασες την κορυφή του ουρανού». Οι κοινωνικές θέσεις τους είναι τόσο σύγχρονες και ριζοσπαστικές που νομίζει κανείς πως γράφτηκαν πριν λίγα χρόνια. Για τους τρεις Ιεράρχες το πρόβλημα της ανισοκατανομής των αγαθών δεν αποδίδεται στο θέλημα του Θεού, ούτε σε φυσικές αιτίες και τυχαία γεγονότα αλλά σε συγκεκριμένες ενέργειες αυτών που κατέχουν την εξουσία και τον πλούτο. «Οι κοινωνικές ανισότητες δεν είναι θέλημα Θεού» λέει ο Γρηγόριος «ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο ελεύθερο… Με την πτώση θρυμματίστηκε η αρχική ενότητα και ισοτιμία μεταξύ των ανθρώπων, οι θρασύτεροι με τη βοήθεια του πολιτικού νόμου, τον οποίο κατέστησαν όργανο καταδυνάστευσης, επιβλήθηκαν στους ασθενέστερους και έτσι οι άνθρωποι χωρίστηκαν σε πλούσιους και φτωχούς, ελεύθερους και δούλους και σε πολλές άλλες κατηγορίες. Εμείς όμως οι χριστιανοί οφείλουμε να αποβλέπουμε και να τείνουμε στην αρχική ενότητα και όχι στην κατοπινή διαίρεση, στο νόμο του Θεού και όχι στο νόμο του ισχυρού». Είναι πασιφανές ότι ο νόμος του Θεού , δηλαδή ο νόμος της αγάπης , της ισότητας, της ελευθερίας, της ειρήνης, δεν έχει τίποτα κοινό με το νόμο των ισχυρών κάθε εποχής.
Οι τρεις Πατέρες πιστεύουν ξεκάθαρα πως η μανία του πλούτου και τα συμφέροντα των ισχυρών ευθύνονται για την κατάντια των κοινωνιών, για την πείνα, την εγκατάλειψη, τους πολέμους. «Οι πόλεμοι» γράφει ο Χρυσόστομος «γίνονται από έρωτα για τα χρήματα» , ενώ ο Βασίλειος διερωτάται «έως πότε θα κυβερνά ο πλούτος που είναι η αιτία πολέμων για τον οποίο κατασκευάζονται όπλα και ακονίζονται ξίφη;». Οι εξοπλισμοί συμπληρώνει «γίνονται για την απόκτηση του πλούτου» . Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος συμπληρώνοντας τον προβληματισμό του Μ. Βασιλείου λέει: « Μητέρα των πολέμων είναι η πλεονεξία, οι πόλεμοι που με τη σειρά τους γεννούν την υψηλή φορολογία, που είναι η αυστηρότερη καταδίκη των πολιτών.
Μελετώντας κανείς τις θέσεις των τριών Ιεραρχών για τα θέματα αγωγής των νέων, συναντά στα κείμενα τους προβληματισμούς και προτάσεις, όμοιες με τις πλέον προωθημένες της εποχής μας στις επιστήμες της παιδαγωγικής και της ψυχολογίας. Οι ίδιοι αγαπούν τα γράμματα και τις επιστήμες και μας καλούν μαθητές και εκπαιδευτικούς να κάνουμε το ίδιο γιατί θεωρούν ότι η κριτική σκέψη και ο στοχασμός είναι απαραίτητη προϋπόθεση όχι μόνο για την πνευματική και ψυχική ωρίμανση του ανθρώπου, αλλά και για την ορθή πρόσληψη και βίωση της χριστιανικής πίστης ,δεν ήθελαν τους χριστιανούς νέους ανθρώπους χωρίς κριτική σκέψη, χωρίς ευρύτητα γνώσεων , χωρίς γενικότερο προβληματισμό. Τους ήθελαν μέσα στην κοινωνία και τη ζωή, μέτοχους των κοινωνικών ανησυχιών και φιλοσοφικών ρευμάτων . Ο Χρυσόστομος τους προτείνει να σπουδάσουν πρώτα στα δημόσια ειδωλολατρικά σχολεία , ενώ ο Μ. Βασίλειος στέλνει στον εθνικό Λιβάνιο φτωχούς χριστιανούς νέους για να σπουδάσουν κοντά του, ενώ δε χάνει ευκαιρία να υμνήσει την αξία της φιλοσοφίας και της προσφοράς της στη διατύπωση των χριστιανικών δογμάτων.
Η παιδεία κατά τους Τρεις Ιεράρχες πρέπει να αποτελεί δρόμο απελευθέρωσης προσωπικής και κοινωνικής , όχι διαδικασία εξαναγκασμού και ανελευθερίας. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος θεωρεί ότι πρωτεύοντα ρόλο στην εκπαιδευτική διαδικασία παίζει η προσωπικότητα του δασκάλου καθώς επίσης και η σχέση αγάπης και αλληλοσεβασμού. Το να αγαπά ο δάσκαλος το μαθητή και να αγαπιέται από αυτόν είναι ακριβώς το στοιχείο εκείνο που βοηθάει ουσιαστικά να γίνει αποδοτική η διδασκαλία. Ο καλός δάσκαλος κατά το Χρυσόστομο εμπνέει , προσελκύει και πείθει. Δεν είναι εγωιστής ούτε αλαζόνας , δε διακατέχεται για το εξουσιαστικό του ύφος, έχει πνεύμα μαθητείας , δεν περιαυτολογεί. Είναι ταπεινός έχοντας συναίσθηση των ατελειών και αδυναμιών του. Γνωρίζει καλά ότι « η επιείκεια είναι πιο δυνατή από τη βία» Ο παιδαγωγός πρέπει να επιδεικνύει δημοκρατικό πνεύμα και να σέβεται τη γνώμη των μαθητών του. Απέναντι τους να είναι απλός και ειλικρινής, να αποφεύγει την ειρωνεία και την υποκρισία. Τα βασικά στοιχεία της αληθινής παιδείας για τους τρεις Ιεράρχες είναι : η αγάπη , η ελευθερία και ο σεβασμός του προσώπου. Και οι τρεις τονίζουν πως η σχέση παιδαγωγού μαθητή είναι μια σχέση ελευθερίας και δημιουργίας. Ο διάλογος είναι το καλύτερο μέσον για να επιτευχθεί ο σκοπός της αγωγής. Ο εκπαιδευτικός οφείλει πρώτιστα να σέβεται το δώρο της ελευθερίας που χάρισε ο δημιουργός στα παιδιά και να μη φυλακίζει τις ανησυχίες τους , αλλά να τους ανοίγει δρόμους. Με απλά λόγια οι τρεις Ιεράρχες υποστηρίζουν πως η παιδεία πρέπει να είναι στην υπηρεσία του ανθρώπου και όχι του συστήματος , όπως δυστυχώς έχει καταντήσει . Το ζητούμενο , δυστυχώς στις ημέρες μας δεν είναι να φτιάξουμε ελεύθερους ανθρώπους με συγκροτημένη προσωπικότητα αλλά εξαρτήματα για να λειτουργήσει η μηχανή της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας.
Η αγάπη, λέει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος, είναι πιο γλυκιά και από τη ζωή. Προσφέρουμε σήμερα παιδεία αγάπης; Αν ναι τότε θα προσφέρουμε και παιδεία ζωής. Η παιδεία για να είναι πετυχημένη πρέπει να μιλάει στις ψυχές και να τις κάνει να χαίρονται, να ονειρεύονται, να δημιουργούν. Να είναι όπως προτείνουν οι Τρεις Ιεράρχες «δρόμος απελευθέρωσης και όχι διαδικασία εξαναγκασμού και ανελευθερίας» Αν θέλουμε να τιμήσουμε τους τρεις Ιεράρχες δε χρειάζεται να το κάνουμε μέσα από τις τυπικές γιορτές. Απαιτείται μελέτη του έργου τους ,αλλά κυρίως η μίμηση της στάσης ζωής τους σε καθημερινή βάση. Τέτοιοι υπήρξαν οι ιεράρχες που σήμερα τιμούμε: φωτεινές προσωπικότητες συμφιλιωμένες με το Θεό, τον άνθρωπο και τη φύση. Συνδύασαν γνήσια και δυναμικά : Τη θεωρία με την πράξη, τη σοφία των ανθρώπων με τη γνώση του Θεού, τη φιλανθρωπία με την κοινωνική δικαιοσύνη, την παρηγοριά του αδύνατου με τον έλεγχο του ισχυρού, τη λιτή ζωή με το ξόδεμα της αγάπης. Έλαμψαν ως ασκητές και σοφοί θεολόγοι, αναδείχτηκαν ως φιλόσοφοι, αποδείχτηκαν σπουδαίοι απολογητές και ακούραστοι κοινωνικοί εργάτες, αγαπήθηκαν ως ποιμένες. Γι’ αυτό και έμειναν στην ιστορία και στην καρδιά του λαού μας.
Χρόνια πολλά !
Καλή πρόοδο !
Κατερίνη 30-1-2017