Μπορεί η Πιερία να μην είναι μια περιοχή γνωστή για τα παραδοσιακά πέτρινα γεφύρια, όπως συμβαίνει με άλλα μέρη της Μακεδονίας, ωστόσο και εδώ έχουν κατασκευαστεί ορισμένα και σώζονται μέχρι τις μέρες μας.
Ένα άγνωστο για τον πολύ κόσμο Μεταβυζαντινό λιθόκτιστο γεφύρι, που δυστυχώς μόνο οι ντόπιοι το ξέρουν, υπάρχει κοντά στο χωριό Μοσχοπόταμος της Πιερίας.
Το χωριό Μοσχοπόταμος. βρίσκεται στις παρυφές των Πιερίων Ορέων σε υψόμετρο 460 μέτρων και 20,6 χιλ. απόσταση από την Κατερίνη. Ο Μοσχοπόταμος ήταν κάποτε μια ακμάζουσα πολιτεία καθώς αποτελούσε κεφαλοχώρι στην περιοχή και, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, ονομαζόταν ¨Δρυάνιστα¨. Το σημαντικό στοιχείο της οικονομικής και κοινωνικής εξέλιξης του Μοσχοποτάμου στάθηκε η αξιοποίηση του δάσους των Δρυών -εξού και η ονομασία του χωριού Δρυάνιστα (Ίσταμαι υπό Δρυός)- με την παραγωγή ξυλοκάρβουνων και αργότερα με την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων λιγνίτη ο οποίος υπήρχε στους γύρω λόφους έξω από το χωριό. Μεγάλος ευεργέτης για τον Μοσχοπόταμο υπήρξε ο Λιβαδιώτης Επίσκοπός Πέτρας Ολύμπου, Αγαθάγγελος, όπου στα χρόνια της Αρχιερατείας του (1854 - 1870) με τις πρωτοβουλίες που είχε πάρει, κατάφερε ώστε το χωριό, από τσιφλίκι που ήταν, να γίνει κεφαλοχώρι.
Το άγνωστο πέτρινο γεφύρι του Μοσχοποτάμου, απομεινάρι μιας άλλης εποχής, είναι ένα παραδοσιακό μονότοξο πέτρινο γεφύρι, όπου η ύπαρξή του χρονολογείται στη μεταβυζαντινή εποχή ενώ, ως προς τη σημερινή του μορφή, δομήθηκε στο τελευταίο μισό του 19ου αιώνα (Εικ. 2). Βρίσκεται βόρεια του χωριού, σε κοντινή απόσταση από αυτό, (10 λεπτά με το αυτοκίνητο σε χωματόδρομο) σε ένα όμορφο καταπράσινο τοπίο, κρυμμένο μέσα στο ρέμα του ποταμού Βεργιόδρομου (αναφέρεται και ως Βεροιόδρομος). Το γεφύρι στέκει περήφανο και -σε πείσμα των καιρών- ενώνει μέχρι σήμερα τις όχθες του ποταμού, γι’ αυτό και προκαλεί ακόμη και σήμερα τον θαυμασμό μας για την τεχνική της κατασκευής του και την αξιοθαύμαστη αντοχή του. Ο ποταμός Βεργίοδρομος ενώνεται στην πορεία του με μικρότερα ποτάμια και ρυάκια, διαρρέοντας τα όρια της Κατερίνης -γνωστός ως Πέλεκας- (στα αρχαία χρόνια, Λεύκος ποταμός).
Με βάση τη γεωγραφική του θέση και τις ανάγκες της επικοινωνίας που εξυπηρετούσε, ανήκει στην κατηγορία των γεφυριών τα οποία βρίσκονται κοντά σε οικισμό, γεφυρώνουν ποταμό σε ορεινή διάβαση η οποία δεν χρησιμοποιείται σήμερα, αλλά στο παρελθόν αποτελούσε τμήμα βασικής ορεινής οδού επικοινωνίας. Σήμερα μπορεί να μη κατανοούμε την ύπαρξη της γέφυρας στο συγκεκριμένο σημείο καθώς έχουμε διαφορετική αντίληψη του χώρου, ωστόσο η παρουσία του γεφυριού αποτελεί απόδειξη για την πορεία ενός παλιού δρόμου που σήμερα έχει σχεδόν εξαφανιστεί. Τα ορεινά μονοπάτια (δρόμοι) είχαν στο παρελθόν τη δική τους λογική. Είναι πολύ φυσιολογικό σήμερα να φαίνονται δύσβατα και μακρινά, όμως παλαιότερα θεωρούνταν εξόχως απαραίτητα καθώς ανταποκρίνονταν απόλυτα στις ανάγκες των ορεινών κοινοτήτων.
Μύθοι και Αλήθειες
Ήταν μεγάλη η σημασία της κατασκευής των πέτρινων γεφυριών για τη ζωή των κατοίκων και των κοινοτήτων, τα παλαιά χρόνια. Πλήθος δυσκολιών έπρεπε να ξεπεραστούν κατά τη διάρκειά της κατασκευής τους, που είχε σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία πολλών μύθων και θρύλων. Το λιθόκτιστο γεφύρι του Μοσχοποτάμου συμπυκνώνει, μέσα από μύθους και θρύλους, τις ανάγκες που το δημιούργησαν, τη σημειολογία και τέλος την αισθητική που συχνά συνοδεύει την κατασκευή του. Με αυτόν τον τρόπο εναρμονίζεται στο τοπίο και ενώνει στις δύο άκρες του, το χθες και το σήμερα.
Ο Μοσχοπόταμος (Δρυάνιστα) αποτελούσε κεφαλοχώρι των Πιερίων επί τουρκοκρατίας, γι’ αυτό είχε και σταθμό Τούρκων χωροφυλάκων (Ζαπτιέδων) και ειρηνοδίκη (Καδή). Το γεφύρι εκείνα τα χρονιά είναι μέρος του Βεργίοδρομου, τμήμα του κεντρικού δρόμου, της Βεροιόστρατας. Ο Βεργιόδρομος που είναι συνώνυμος με τον ποταμό ο οποίος ζεύει το γεφύρι, ήταν ένας δρόμος - μονοπάτι που εξυπηρετούσε τους κατοίκους για να πηγαίνουν με τα ζώα τους από την πλευρά της Πιερίας στη Βέροια μέσω Κολινδρού ή μέσω Ελαφίνας-Πολυδενδρίου, μιας και τότε η Κατερίνη δεν ήταν καν πόλη. Επί τουρκοκρατίας, η Βέροια ήταν διοικητική έδρα της ευρύτερης περιοχής.
Το γεφύρι, βρίσκεται ακριβώς στο σημείο που ενώνεται ο Βεργίοδρομος ποταμός με τον μικρό ποταμό Μπουριά, που οι κάτοικοι τον ονομάζουν «Βούλγαρο», απέναντι από τον βράχο Μελισσόπετρα ή "μιλτσόπιτρα" (υπήρχαν μέλισσες στις σχισμές του βράχου) (Εικ. 3). Για να φτάσει κανείς στη γέφυρα, εκείνα τα παλιά χρόνια, αν ήταν πεζός μπορούσε να πάρει το καλντερίμι (λιθόστρωτο μονοπάτι) (Εικ. 4) από το χωριό που τον οδηγούσε κατευθείαν εκεί, ή αν ήταν με το ζωντανό, έπαιρνε το μονοπάτι περιμετρικά του χωριού. Η διαδρομή με το ζώο διαρκούσε περίπου 30 λεπτά. Σήμερα δεν υπάρχει το καλντερίμι, ελάχιστα μόνο σημεία του σώζονται μέσα στο χωριό, ενώ έχουμε δύο χωμάτινα μονοπάτια να οδηγούν σε αυτό.
Όπως συμβαίνει συχνά, σε κάθε πέτρινο γεφύρι υπήρχε κοντά του και κάποιο κτίσμα που ήταν σημαντικό για τους κατοίκους -όπως ένας μύλος ή ένα χάνι- εδώ έχουμε την ύπαρξη ενός νερόμυλου. Σήμερα βλέπουμε δίπλα του ακριβώς να βρίσκονται τα απομεινάρια του Βακούφικου νερόμυλου (Εικ. 4), καθώς το μεγαλύτερο μέρος του νερόμυλου έχει πέσει ενώ το υπόλοιπο μέρους του έχει θαφτεί από προσχώσεις και έχει γίνει ένα με τη χλωρίδα της περιοχής. Ο Βακούφικος μύλος άνηκε στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Μοσχοποτάμου όπου οι μυλωνάδες έδιναν το ενοίκιο στην επιτροπή της εκκλησίας. Τα έσοδα αυτά ήταν ειδικώς καθορισμένα για τη λειτουργία του Δημοτικού σχολείου (είναι γνωστό ότι στην Πιερία, ένα από τα πρώτα σχολεία που έγιναν ήταν και αυτό του Μοσχοποτάμου, το 1904, το οποίο σώζεται και λειτουργεί μέχρι σήμερα). Ο κόσμος έφερνε τα γεννήματα του με τα υποζύγια πάνω από το πέτρινο γεφύρι στον μύλο και χάρη σε αυτό το γεφύρι ο μύλος μπορούσε να αλέθει όλο τον χρόνο καθώς η πρόσβαση ήταν δυνατή.
Ο μύλος σταμάτησε να αλέθει στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Τελευταίοι μυλωνάδες ήταν η οικογένεια του Ιωάννη Βραχνού (1957-1962) και του Βασιλείου Τσιτσιώνη (1963-1965). Έτσι το γεφύρι εξυπηρετούσε τους κατοίκους στο πέρασμα για να φτάσουν στον μύλο και στις κτηνοτροφικές και γεωργικές τους εργασίες. Στην ευρύτερη περιοχή υπήρχαν και άλλοι δύο μικρότεροι νερόμυλοι καθώς και ένα γεφύρι, από τα οποία δεν σώζεται σχεδόν τίποτα. Επίσης έχει παραμείνει ένα μικρότερο ξύλινο γεφύρι, (τώρα καλυμμένο με τσιμέντο). Αυτό το αριστουργήματα της ελληνικής λαϊκής αρχιτεκτονικής μαρτυρά την έντονη δραστηριότητα στην περιοχή εκείνη την περίοδο και στάθηκε αποφασιστικός παράγοντας για την οικονομική ζωή των κατοίκων της.
Η ιστορία της κατασκευή της γέφυρας χάνεται μέσα στο μυστήριο του χρόνου. Έργο μεταβυζαντινής εποχής που συνέβαλε αποτελεσματικά στο να βελτιωθούν οι επικοινωνίες ανάμεσα στους ορεινούς οικισμούς. Από προφορικές πληροφορίες που έχουν μεταφερθεί από γενιά σε γενιά και απηχούν πραγματικά γεγονότα, το γεφύρι πήρε τη σημερινή μορφή κατά τη δεκαετία 1870-1880 από οικογένεια Γρεβενιωτών τεχνιτών, που έφεραν το επίθετο «Θυμιόπουλος», οι οποίοι βρήκαν καταφύγιο και φιλοξενία στο χωριό. Η οικογένεια αυτή, επειδή είχαν κατηγορηθεί για κάποιες παράνομες πράξεις στον τόπο τους, κατασκεύασαν στον Μοσχοπόταμο κάποια σημαντικά και απαραίτητα κοινωφελή έργα για να εξιλεωθούν και να ανταποδώσουν τη φιλοξενία. Έτσι έφτιαξαν το γεφύρι, τον μύλο και λίγο αργότερα το δημοτικό σχολείο του χωριού (αρχές της δεκαετίας του 1890) τόσο ως τεχνίτες όσο και εν μέρει ως χρηματοδότες.
Έτσι για την δημιουργία του μονότοξου γεφυριού του Μοσχοποτάμου υπάρχουν όλα τα κατάλληλα, υλικά για να κτιστή το όμορφο παραμύθι του. Μια πολιτεία αναπτυγμένη, έναν ορεινό οδικό άξονα, έναν ποταμό, έναν νερόμυλο, τα κτήματα των κατοίκων της πολιτείας, αλλά και χρηματοδότες μαστόρους που κτίζουν το γιοφύρι για λόγους άφεσης των αμαρτιών και έκφρασης της ευγνωμοσύνης τους προς τους κατοίκους του χωριού.
Η Αρχιτεκτονική δομή του πέτρινου γεφυριού
Αναφορικά με την αρχιτεκτονική κατασκευή του πέτρινου γεφυριού του Μοσχοποτάμου Πιερίας -ως προς τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν καθώς και ως προς το μήκος της γέφυρας- σχετίζονται με την ελληνική τεχνική κατασκευή γεφυρών, γνωστή ως «Αρχιτεκτονική της Πέτρας». Βασικά σημεία αυτής της τεχνικής είναι το γεγονός ότι η πέτρα και η όλη κατασκευή είναι απόλυτα εναρμονισμένη με το φυσικό περιβάλλον. Για την κατασκευή των παραδοσιακών γεφυριών εργάζονταν παραδοσιακά εξειδικευμένοι τεχνίτες, οι λεγόμενοι «μάστορες», με τα μπουλούκια τους.
Το μονότοξο πέτρινο γεφύρι του Μοσχοποτάμου έχει μία αψίδα με ημικυκλικό τόξο, διατηρείται σε πολύ καλή, σχεδόν αυθεντική κατάσταση, με άριστα διατηρημένη δομή. Οι διαστάσεις που έχει είναι: Μήκος 23 μ., πλάτος 2,10 μ., ύψος 5,30 μ. και άνοιγμα τόξου 8,80 μ.. (Εικ. 6). Το πέτρινο γεφύρι είναι χτισμένο εξ ολοκλήρου με τη χρήση τοπικής πέτρας και μπουριών – πωρόλιθου (ελαφρόπετρα), δεσπόζει δε στην πορεία του ποταμού Βεργιόδρομου. Θυμίζει πολύ, έστω και σε μικρότερη κλίμακα, τα μικρά μονότοξα γεφύρια των Γρεβενών και της Ηπείρου.
Είναι στερεωμένο σε βράχους που υπάρχουν στη κοίτη του ποταμού έξω από τη ροή του νερού. Η κατηγορία του πετρώματος στο σημείο της γέφυρας είναι «κατώτερα κροκαλοπαγή» και όπως διακρίνουμε είναι συνεκτικά, καλά στρωμένα, πολυγενετικά, σε πάγκους μεγάλου πάχους, με καλά αποστρογγυλωμένες κροκάλες. Η συνδετική τους ύλη είναι ψαμμιτική και οι κροκάλες τους, προερχόμενες από τους υποκείμενους σχηματισμούς, παρουσιάζουν ποικιλία μεγέθους (από μερικά cm έως και 50 cm) και σύστασης (κυρίως ανθρακική και λιγότερο οφιολιθική και ψαμμιτική). Κατά θέσεις μέσα στα κροκαλοπαγή παρεμβάλλονται ενστρώσεις ψαμμιτών και ψαμμούχων μαργών, καστανέρυθρου χρώματος. Δεν υπάρχει υψομετρική διαφορά στα δύο σημεία έδρασης των βάθρων. Στο σημείο της έδρασης στους βράχους, χρησιμοποιήθηκαν μεγάλου μεγέθους πέτρες, από πωρόλιθο.
Σε ύψος 1,6 μ. από την βάση της αψίδα του τόξου και από τις δύο πλευρές της διακρίνονται ξεκάθαρα οι δοκοθήκες ή σκαλότρυπες (Εικ. 7). Οι δοκοθήκες ήταν οι εσοχές που έφτιαχναν οι μάστορες όπου μέσα στις οποίες θα στήριζαν - σκάλωναν τα πρώτα οριζόντια δοκάρια του ξυλότυπου ή καλουπιού (σκαλωσιά) της γέφυράς για να ξεκινήσει η γένεση του πέτρινου τόξου. Η ύπαρξη δοκοθηκών στη γένεση του πέτρινου τόξου μας δηλώνει πως η κοίτη του Βεργιόδρομου εκείνα τα χρόνια ήταν βαθιά και οι μαραγκοί έφτιαξαν έναν «κρεμαστό» ξυλότυπο που στηριζόταν στις δοκοθήκες ή σκαλότρυπες.
Οι πέτρες στη μετωπική επιφάνεια (Θολίτες ή καμαρολίθια) του τόξου (Στεφάνι ή διάζωμα) (Εικ. 8) δηλαδή, οι καλολαξευμένη επιφάνεια των θολιτών που φαίνονται από το ανάντη ή το κατάντη, δομήθηκαν με ξηροδομή (χωρίς κονίαμα) ως Αγκωνάρια (Ο ακρογωνιαίος λίθος, στις γωνίες της τοιχοποιίας) και έχουν σχήμα επιμήκους ορθογώνιου παραλληλεπίπεδου. Δημιουργώντας έτσι με την ισοδομική δόμηση (Αραδωτό χτίσιμο) αρκάδες συσσωματωμένες στο στηθαίο οι οποίες σε φτάνουν στο κατάστρωμα της γέφυρας.
Γενικά στο γεφύρι δεν σώζεται στηθαίο στις πλευρές του καταστρώματός. Για τον λόγο αυτό έγιναν κάποιες επεμβάσεις ώστε να εξασφαλιστεί μία άνετη και ασφαλής διέλευση των διερχομένων. Όταν επισκευάστηκε μετά την μεγάλη πλημμύρα του 1980, κτιστήκαν τσιμεντένια χαμηλά στηθαία τα οποία όμως αργότερα αφαίρεσαν ώστε να μπουν στην θέση τους ξύλινα κιγκλιδώματα (αρχές 2010), στην επιφάνειά του, χωρίς όμως ευτυχώς να επηρεάζουν την αρχική του αρχιτεκτονική. Επίσης έγινε μια προσπάθεια να τοποθετηθούν κυβόλιθοι στο κατάστρωμα της γέφυρας, όμως η τοποθέτηση τους δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Σήμερα το οδόστρωμα του γεφυριού είναι στρωμένο με τσιμεντοκονία που έχει αρχίσει να φθείρεται. Επάνω στην επιφάνεια του οδοστρώματος έχουν τοποθετηθεί, ανά τακτά διαστήματα, σε εγκάρσια διεύθυνση, ξύλινοι δοκοί που συνδέονται με τα ξύλινα κιγκλιδώματα. Οι εγκάρσιας διεύθυνσης ξύλινοι δοκοί τοποθετήθηκαν λόγω της κλίσης προκειμένου να μην γλιστρούν οι άνθρωποι και τα υποζύγια. Στην αρχική του μορφή πρέπει να ήταν στρωμένο με πέτρες που σχημάτιζαν λιθόστρωτο (καλντερίμι) και η πλακόστρωση να διακόπτονταν από σειρές πετρών λαξευμένων με μικρό ύψος, που προεξείχαν από στην επιφάνεια του οδοστρώματος για να αποφεύγονται τα γλιστρήματα (Εικ. 9).
Στο εσωράχιο ή αντύγα που είναι η κάτω ορατή επιφάνεια του τόξου, μπορούμε να εντοπίσουμε στο κέντρο του το «κλειδί». Επίσης διακρίνουμε αλλοιώσεις στην επιφάνειά του, συγκεκριμένα στις συνδέσεις των πετρών καθώς έχει απομακρυνθεί κονίαμα (Εικ. 10). Οι πέτρες του τόξου ξεχωρίζουν από το ύψος των δοροθηκών και επάνω καθώς έχει φύγει το κονίαμα που υπήρχε μεταξύ αυτών σε βάθος μερικών εκατοστών. Οι πέτρες του εσωράχιου είναι και αυτές από πωρόλιθο.
Οι πλευρικοί τοίχοι στην άκρη του εξωράχιου των τόξων (τύμπανο ή πτερογότοιχος) που αποτελούν το υπόλοιπο σώμα του γεφυριού, αποτελούνταν από πέτρες λαξευτές ή από αργούς λίθους, λαξευτούς μόνο κατά την εξωτερική τους επιφάνεια χωρίς επικάλυψη (Εικ. 11). Σε ορισμένες περιπτώσεις, στα κενά ανάμεσα στους αργούς λίθους τοποθετούνταν μικρές πέτρες συμπλήρωσης (τα τσιβίκια) στο ασβεστοκονίαμα χρησιμοποιήθηκαν άμμος του ποταμού καθώς επίσης άχυρα τρίχες ζώων και αυγά. Ένα μεγάλο μέρος του σώματος καταστράφηκε στην πλημμύρα το 1980 και αναστηλώθηκε. Στο σώμα μπορούμε να δούμε αυτές τις νεότερες επεμβάσεις που έχουν γίνει για να αποκατασταθούν οι φθορές από τις πλημμύρες χωρίς να επηρεάζουν την εικόνα του γεφυριού.
Όλες οι πέτρες με τις οποίες κατασκευάστηκε το τόξο είναι πωρόλιθος - μπουρι (ελαφρόπετρα). Ο λόγος που χρησιμοποιήθηκε ο πωρόλιθος οφείλεται στο ότι είναι μια πέτρα ελαφριά, εύκολη στην χρήση (κόβεται, πελεκάται, διαμορφώνεται). Οι πωρόλιθοι ενώνονται εύκολα μεταξύ τους καθώς με το πέρασμα των χρόνων βγαίνει υλικό από την μια πέτρα και εγχέεται στην άλλη με αποτέλεσα να δυναμώνει η σύνδεση της γέφυρας και τέλος την έβρισκαν κοντά στο έργο. Ακόμη σήμερα σώζεται το λατομείο, από όπου πάρθηκε ο πωρόλιθος κοντά στις πηγές του «Βούλγαρου» ποταμού στην θέση ¨Πουρί¨.
Στην γέφυρα δεν υπάρχει καμία ένδειξη της ημερομηνίας κατασκευής.
Για την κατασκευή του γεφυριού ο υπερήλικας κάτοικος του χωριού, κ. Γιώργος Τάκος (94 ετών 2017), ανέφερε: «Μεγάλο έργο για την εποχή του. Τόσο καλά χτισμένο είναι που δεν επηρεάζεται από οποιοδήποτε πράγμα. Δεν κουνήθηκε ποτέ, πολύ ανθεκτικό, άντεξε σε πλημμύρες. Περνούσαμε με τα ζώα να πάμε να αλέσουμε σιτάρι και να πάρουμε αλεύρι από τον μύλο. Πάνω από το γεφύρι περνούσαν και τα πρόβατα που είχαμε μέσα στο χωριό για να πάν στην βοσκή».
Μνημείο παραδοσιακής λαϊκής αρχιτεκτονικής
Το πανέμορφο πέτρινο στολίδι που κοσμεί τον ποταμό Βεργιόδρομο αποτελεί ένα ιστορικό Ορόσημο για το Μοσχοπόταμο, αναπόσπαστο κομμάτι της περιοχής, ένα ακλόνητό στον χρόνο μνημείο (Εικ. 12). Με θαυμαστό τρόπο συμπληρώνει τα πανέμορφα φυσικά τοπία των Πιερίων, με σεβασμό στο φυσικό περιβάλλον δένει άψογα με το τοπίο αφού τα υλικά κατασκευής του είναι παρμένα από τον ίδιο χώρο.
Το λιθόκτιστο γεφύρι, πανέμορφο, είναι απόλυτα ενταγμένο και σε πλήρη αρμονία με το φυσικό περιβάλλον (τοπίο), αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της περιοχής. Με την παρουσία του προσδίδει μια ιδιαίτερη γραφικότητα στο ποτάμι, πάνω από το οποίο στέκεται αγέρωχα. Κοιτώντας το, έχεις την εντύπωση πως υπήρχε εκεί από πάντα. Θαρρείς πως δημιουργήθηκε μαζί με το ποτάμι, τη ρεματιά, τη βλάστηση. Οι κάτοικοι της Δρυάνιστας για να καλύψουν την επιτακτική ανάγκη τους για επικοινωνία, στην ουσία αναγκάστηκαν να προεκτείνουν την ίδια τη φύση χτίζοντας αυτό το αριστούργημα της λαϊκής αρχιτεκτονικής.
Αποτελεί δε αντιπροσωπευτικό δείγμα μνημείου της Ελληνικής λαϊκής αρχιτεκτονικής, αφού είναι έργο μαστόρων με έμφυτο ταλέντο και εξειδικευμένη γνώση. Οι μάστοροι που το κατασκεύασαν, έβαλαν όλη τους την τέχνη και το μεράκι, βρήκαν το σωστό μέτρο, με αποτέλεσμα να μετουσιωθεί σε έργο τέχνης. Μελέτησαν τις ιδιαιτερότητες του ποταμού και δάμασαν τα στοιχεία της φύσης για να γεφυρωθεί σωστά και έφτιαξαν αυτό το σπουδαίο έργο που έκανε τη ζωή των ανθρώπων καλύτερη. Το γεφύρι αποτέλεσε ένα σημαντικό συγκοινωνιακό τεχνικό έργο των προγόνων μας.
Εξυπηρέτησε ανθρώπους και ζώα μέχρι την εμφάνιση των αυτοκινήτων και στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε, περιθωριοποιήθηκε, αφέθηκε στα φθοροποιά στοιχεία της φύσης. Σήμερα τα οδικά δίκτυα άλλαξαν και αυτά που συνέδεαν τα πέτρινα γεφύρια χαρακτηρίστηκαν ως απαρχαιωμένα. Έτσι ξαφνικά βρέθηκε στην αφάνεια του ενδιαφέροντος της τοπικής κοινωνίας. Μπορεί να μη χρησιμεύει σε κανέναν τώρα πια, οπότε και τα μούσκλα να τρώνε σιγά-σιγά τις πέτρες, τα δένδρα να υπονομεύουν τα θεμέλιά του και το ρέμα, που το έζευσε με το ζόρι, να περιμένει υπομονετικά την εκδίκησή του... ωστόσο τίποτα δεν μειώνει την πολιτιστική και ιστορική του αξία, συνεχίζοντας να στέκεται μάρτυρας αυτής, να αντιστέκεται στη φθορά τού χρόνου.
Το πέτρινο γεφύρι μπορεί να αναδειχθεί και να αξιοποιηθεί καθώς είναι ένα θαυμάσιο θέαμα που ελκύει τον κόσμο. Με την αξεπέραστη συμμετρία του και το αθάνατο ημικύκλιο τόξο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του τοπίου, διασφαλίζει την ανάγκη για επικοινωνία που ψάχνει ακόμα ο διαβάτης. Η επίσκεψη στην παραδοσιακή πέτρινη γέφυρα μπορεί να γίνει η αφορμή για μια βατή και εύκολη πεζοπορία που ξεκινά από το χωριό, περνάει από την όμορφη τοξωτή γέφυρα, τον Βακούφικο τον μύλο και μας οδηγεί απέναντι στο ύψωμα, στην Μελισσόπετρα ώστε από εκεί να θαυμάσουμε τα Πιέρια Όρη, να ξεκουράσουμε τα μάτια μας αλλά και την ψυχή μας και -αν είμαστε τυχεροί- να γευθούμε αυθεντικό μέλι μέσα από την Μελισσόπετρα.
Δημήτρης Ρουκάς M.Sc.
Τεχν. Γεωπόνος Επιστημονικός Συνεργάτης Π.Ε. Πιερίας
Υ.Γ.. Για την παρουσίαση του παραδοσιακού πέτρινου γεφυριού του Μοσχοποτάμου Πιερίας, συνέβαλαν με τις πολύτιμες πληροφορίες τους, η Γεωλόγος της Δ.Τ.Ε. της Π.Ε. Πιερίας κ. Χρύσα Σταμούδη, ο Πρόεδρος της Τ.Κ. Μοσχοποτάμου κ. Αθανάσιος Χρυσόπουλος, ο Αντιπρόεδρος της Τ.Κ. Μοσχοποτάμου κ. Βασίλης Αρίστου Σιαμάγκας. Επίσης οι κάτοικοι του χωριού, ο υπερήλικας κ. Γιώργος Τάκος (94 ετών - 2017) και οι κ. Αντώνης Γκιάτας, κ. Σωτήριος Γκούνας, κ. Τάκης Λέρας, κ. Άλκης Παπαδημητρίου, κ. Πέτρος Πλιάτσικας, κ. Βασίλης Αντωνίου Σιαμάγκας, κ. Αθανάσιος Τάκος.
Ένα άγνωστο για τον πολύ κόσμο Μεταβυζαντινό λιθόκτιστο γεφύρι, που δυστυχώς μόνο οι ντόπιοι το ξέρουν, υπάρχει κοντά στο χωριό Μοσχοπόταμος της Πιερίας.
Το χωριό Μοσχοπόταμος. βρίσκεται στις παρυφές των Πιερίων Ορέων σε υψόμετρο 460 μέτρων και 20,6 χιλ. απόσταση από την Κατερίνη. Ο Μοσχοπόταμος ήταν κάποτε μια ακμάζουσα πολιτεία καθώς αποτελούσε κεφαλοχώρι στην περιοχή και, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, ονομαζόταν ¨Δρυάνιστα¨. Το σημαντικό στοιχείο της οικονομικής και κοινωνικής εξέλιξης του Μοσχοποτάμου στάθηκε η αξιοποίηση του δάσους των Δρυών -εξού και η ονομασία του χωριού Δρυάνιστα (Ίσταμαι υπό Δρυός)- με την παραγωγή ξυλοκάρβουνων και αργότερα με την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων λιγνίτη ο οποίος υπήρχε στους γύρω λόφους έξω από το χωριό. Μεγάλος ευεργέτης για τον Μοσχοπόταμο υπήρξε ο Λιβαδιώτης Επίσκοπός Πέτρας Ολύμπου, Αγαθάγγελος, όπου στα χρόνια της Αρχιερατείας του (1854 - 1870) με τις πρωτοβουλίες που είχε πάρει, κατάφερε ώστε το χωριό, από τσιφλίκι που ήταν, να γίνει κεφαλοχώρι.
Το άγνωστο πέτρινο γεφύρι του Μοσχοποτάμου, απομεινάρι μιας άλλης εποχής, είναι ένα παραδοσιακό μονότοξο πέτρινο γεφύρι, όπου η ύπαρξή του χρονολογείται στη μεταβυζαντινή εποχή ενώ, ως προς τη σημερινή του μορφή, δομήθηκε στο τελευταίο μισό του 19ου αιώνα (Εικ. 2). Βρίσκεται βόρεια του χωριού, σε κοντινή απόσταση από αυτό, (10 λεπτά με το αυτοκίνητο σε χωματόδρομο) σε ένα όμορφο καταπράσινο τοπίο, κρυμμένο μέσα στο ρέμα του ποταμού Βεργιόδρομου (αναφέρεται και ως Βεροιόδρομος). Το γεφύρι στέκει περήφανο και -σε πείσμα των καιρών- ενώνει μέχρι σήμερα τις όχθες του ποταμού, γι’ αυτό και προκαλεί ακόμη και σήμερα τον θαυμασμό μας για την τεχνική της κατασκευής του και την αξιοθαύμαστη αντοχή του. Ο ποταμός Βεργίοδρομος ενώνεται στην πορεία του με μικρότερα ποτάμια και ρυάκια, διαρρέοντας τα όρια της Κατερίνης -γνωστός ως Πέλεκας- (στα αρχαία χρόνια, Λεύκος ποταμός).
2. Γεωφυσική θέση μεταβυζαντινού παραδοσιακού πέτρινου γεφυριού στον Μοσχοπόταμο Πιερίας. |
Με βάση τη γεωγραφική του θέση και τις ανάγκες της επικοινωνίας που εξυπηρετούσε, ανήκει στην κατηγορία των γεφυριών τα οποία βρίσκονται κοντά σε οικισμό, γεφυρώνουν ποταμό σε ορεινή διάβαση η οποία δεν χρησιμοποιείται σήμερα, αλλά στο παρελθόν αποτελούσε τμήμα βασικής ορεινής οδού επικοινωνίας. Σήμερα μπορεί να μη κατανοούμε την ύπαρξη της γέφυρας στο συγκεκριμένο σημείο καθώς έχουμε διαφορετική αντίληψη του χώρου, ωστόσο η παρουσία του γεφυριού αποτελεί απόδειξη για την πορεία ενός παλιού δρόμου που σήμερα έχει σχεδόν εξαφανιστεί. Τα ορεινά μονοπάτια (δρόμοι) είχαν στο παρελθόν τη δική τους λογική. Είναι πολύ φυσιολογικό σήμερα να φαίνονται δύσβατα και μακρινά, όμως παλαιότερα θεωρούνταν εξόχως απαραίτητα καθώς ανταποκρίνονταν απόλυτα στις ανάγκες των ορεινών κοινοτήτων.
Μύθοι και Αλήθειες
Ήταν μεγάλη η σημασία της κατασκευής των πέτρινων γεφυριών για τη ζωή των κατοίκων και των κοινοτήτων, τα παλαιά χρόνια. Πλήθος δυσκολιών έπρεπε να ξεπεραστούν κατά τη διάρκειά της κατασκευής τους, που είχε σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία πολλών μύθων και θρύλων. Το λιθόκτιστο γεφύρι του Μοσχοποτάμου συμπυκνώνει, μέσα από μύθους και θρύλους, τις ανάγκες που το δημιούργησαν, τη σημειολογία και τέλος την αισθητική που συχνά συνοδεύει την κατασκευή του. Με αυτόν τον τρόπο εναρμονίζεται στο τοπίο και ενώνει στις δύο άκρες του, το χθες και το σήμερα.
Ο Μοσχοπόταμος (Δρυάνιστα) αποτελούσε κεφαλοχώρι των Πιερίων επί τουρκοκρατίας, γι’ αυτό είχε και σταθμό Τούρκων χωροφυλάκων (Ζαπτιέδων) και ειρηνοδίκη (Καδή). Το γεφύρι εκείνα τα χρονιά είναι μέρος του Βεργίοδρομου, τμήμα του κεντρικού δρόμου, της Βεροιόστρατας. Ο Βεργιόδρομος που είναι συνώνυμος με τον ποταμό ο οποίος ζεύει το γεφύρι, ήταν ένας δρόμος - μονοπάτι που εξυπηρετούσε τους κατοίκους για να πηγαίνουν με τα ζώα τους από την πλευρά της Πιερίας στη Βέροια μέσω Κολινδρού ή μέσω Ελαφίνας-Πολυδενδρίου, μιας και τότε η Κατερίνη δεν ήταν καν πόλη. Επί τουρκοκρατίας, η Βέροια ήταν διοικητική έδρα της ευρύτερης περιοχής.
Το γεφύρι, βρίσκεται ακριβώς στο σημείο που ενώνεται ο Βεργίοδρομος ποταμός με τον μικρό ποταμό Μπουριά, που οι κάτοικοι τον ονομάζουν «Βούλγαρο», απέναντι από τον βράχο Μελισσόπετρα ή "μιλτσόπιτρα" (υπήρχαν μέλισσες στις σχισμές του βράχου) (Εικ. 3). Για να φτάσει κανείς στη γέφυρα, εκείνα τα παλιά χρόνια, αν ήταν πεζός μπορούσε να πάρει το καλντερίμι (λιθόστρωτο μονοπάτι) (Εικ. 4) από το χωριό που τον οδηγούσε κατευθείαν εκεί, ή αν ήταν με το ζωντανό, έπαιρνε το μονοπάτι περιμετρικά του χωριού. Η διαδρομή με το ζώο διαρκούσε περίπου 30 λεπτά. Σήμερα δεν υπάρχει το καλντερίμι, ελάχιστα μόνο σημεία του σώζονται μέσα στο χωριό, ενώ έχουμε δύο χωμάτινα μονοπάτια να οδηγούν σε αυτό.
3. Ο βράχος της Μελισσόπετρας ή "μιλτσόπιτρας" |
4. Από το χωριό για να φτάσει κανείς στην γέφυρα τα παλιά χρόνια, αν ήταν πεζός μπορούσε να πάρει το καλντερίμι (λιθόστρωτο μονοπάτι). |
Όπως συμβαίνει συχνά, σε κάθε πέτρινο γεφύρι υπήρχε κοντά του και κάποιο κτίσμα που ήταν σημαντικό για τους κατοίκους -όπως ένας μύλος ή ένα χάνι- εδώ έχουμε την ύπαρξη ενός νερόμυλου. Σήμερα βλέπουμε δίπλα του ακριβώς να βρίσκονται τα απομεινάρια του Βακούφικου νερόμυλου (Εικ. 4), καθώς το μεγαλύτερο μέρος του νερόμυλου έχει πέσει ενώ το υπόλοιπο μέρους του έχει θαφτεί από προσχώσεις και έχει γίνει ένα με τη χλωρίδα της περιοχής. Ο Βακούφικος μύλος άνηκε στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Μοσχοποτάμου όπου οι μυλωνάδες έδιναν το ενοίκιο στην επιτροπή της εκκλησίας. Τα έσοδα αυτά ήταν ειδικώς καθορισμένα για τη λειτουργία του Δημοτικού σχολείου (είναι γνωστό ότι στην Πιερία, ένα από τα πρώτα σχολεία που έγιναν ήταν και αυτό του Μοσχοποτάμου, το 1904, το οποίο σώζεται και λειτουργεί μέχρι σήμερα). Ο κόσμος έφερνε τα γεννήματα του με τα υποζύγια πάνω από το πέτρινο γεφύρι στον μύλο και χάρη σε αυτό το γεφύρι ο μύλος μπορούσε να αλέθει όλο τον χρόνο καθώς η πρόσβαση ήταν δυνατή.
Ο μύλος σταμάτησε να αλέθει στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Τελευταίοι μυλωνάδες ήταν η οικογένεια του Ιωάννη Βραχνού (1957-1962) και του Βασιλείου Τσιτσιώνη (1963-1965). Έτσι το γεφύρι εξυπηρετούσε τους κατοίκους στο πέρασμα για να φτάσουν στον μύλο και στις κτηνοτροφικές και γεωργικές τους εργασίες. Στην ευρύτερη περιοχή υπήρχαν και άλλοι δύο μικρότεροι νερόμυλοι καθώς και ένα γεφύρι, από τα οποία δεν σώζεται σχεδόν τίποτα. Επίσης έχει παραμείνει ένα μικρότερο ξύλινο γεφύρι, (τώρα καλυμμένο με τσιμέντο). Αυτό το αριστουργήματα της ελληνικής λαϊκής αρχιτεκτονικής μαρτυρά την έντονη δραστηριότητα στην περιοχή εκείνη την περίοδο και στάθηκε αποφασιστικός παράγοντας για την οικονομική ζωή των κατοίκων της.
5. Δίπλα στον μύλο υπήρχε βακούφικος μύλος όπου ο κόσμος έφερνε τα γεννήματα του με τα υποζύγια πάνω από το πέτρινο γεφύρι στον μύλο για να τα αλέσει. |
Η ιστορία της κατασκευή της γέφυρας χάνεται μέσα στο μυστήριο του χρόνου. Έργο μεταβυζαντινής εποχής που συνέβαλε αποτελεσματικά στο να βελτιωθούν οι επικοινωνίες ανάμεσα στους ορεινούς οικισμούς. Από προφορικές πληροφορίες που έχουν μεταφερθεί από γενιά σε γενιά και απηχούν πραγματικά γεγονότα, το γεφύρι πήρε τη σημερινή μορφή κατά τη δεκαετία 1870-1880 από οικογένεια Γρεβενιωτών τεχνιτών, που έφεραν το επίθετο «Θυμιόπουλος», οι οποίοι βρήκαν καταφύγιο και φιλοξενία στο χωριό. Η οικογένεια αυτή, επειδή είχαν κατηγορηθεί για κάποιες παράνομες πράξεις στον τόπο τους, κατασκεύασαν στον Μοσχοπόταμο κάποια σημαντικά και απαραίτητα κοινωφελή έργα για να εξιλεωθούν και να ανταποδώσουν τη φιλοξενία. Έτσι έφτιαξαν το γεφύρι, τον μύλο και λίγο αργότερα το δημοτικό σχολείο του χωριού (αρχές της δεκαετίας του 1890) τόσο ως τεχνίτες όσο και εν μέρει ως χρηματοδότες.
Έτσι για την δημιουργία του μονότοξου γεφυριού του Μοσχοποτάμου υπάρχουν όλα τα κατάλληλα, υλικά για να κτιστή το όμορφο παραμύθι του. Μια πολιτεία αναπτυγμένη, έναν ορεινό οδικό άξονα, έναν ποταμό, έναν νερόμυλο, τα κτήματα των κατοίκων της πολιτείας, αλλά και χρηματοδότες μαστόρους που κτίζουν το γιοφύρι για λόγους άφεσης των αμαρτιών και έκφρασης της ευγνωμοσύνης τους προς τους κατοίκους του χωριού.
Η Αρχιτεκτονική δομή του πέτρινου γεφυριού
Αναφορικά με την αρχιτεκτονική κατασκευή του πέτρινου γεφυριού του Μοσχοποτάμου Πιερίας -ως προς τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν καθώς και ως προς το μήκος της γέφυρας- σχετίζονται με την ελληνική τεχνική κατασκευή γεφυρών, γνωστή ως «Αρχιτεκτονική της Πέτρας». Βασικά σημεία αυτής της τεχνικής είναι το γεγονός ότι η πέτρα και η όλη κατασκευή είναι απόλυτα εναρμονισμένη με το φυσικό περιβάλλον. Για την κατασκευή των παραδοσιακών γεφυριών εργάζονταν παραδοσιακά εξειδικευμένοι τεχνίτες, οι λεγόμενοι «μάστορες», με τα μπουλούκια τους.
Το μονότοξο πέτρινο γεφύρι του Μοσχοποτάμου έχει μία αψίδα με ημικυκλικό τόξο, διατηρείται σε πολύ καλή, σχεδόν αυθεντική κατάσταση, με άριστα διατηρημένη δομή. Οι διαστάσεις που έχει είναι: Μήκος 23 μ., πλάτος 2,10 μ., ύψος 5,30 μ. και άνοιγμα τόξου 8,80 μ.. (Εικ. 6). Το πέτρινο γεφύρι είναι χτισμένο εξ ολοκλήρου με τη χρήση τοπικής πέτρας και μπουριών – πωρόλιθου (ελαφρόπετρα), δεσπόζει δε στην πορεία του ποταμού Βεργιόδρομου. Θυμίζει πολύ, έστω και σε μικρότερη κλίμακα, τα μικρά μονότοξα γεφύρια των Γρεβενών και της Ηπείρου.
6. Οι διαστάσεις του γεφυριού είναι: μήκος 23 μ., πλάτος 2,10 μ., ύψος 5,30 μ. και άνοιγμα τόξου 8,80 μ.. |
Είναι στερεωμένο σε βράχους που υπάρχουν στη κοίτη του ποταμού έξω από τη ροή του νερού. Η κατηγορία του πετρώματος στο σημείο της γέφυρας είναι «κατώτερα κροκαλοπαγή» και όπως διακρίνουμε είναι συνεκτικά, καλά στρωμένα, πολυγενετικά, σε πάγκους μεγάλου πάχους, με καλά αποστρογγυλωμένες κροκάλες. Η συνδετική τους ύλη είναι ψαμμιτική και οι κροκάλες τους, προερχόμενες από τους υποκείμενους σχηματισμούς, παρουσιάζουν ποικιλία μεγέθους (από μερικά cm έως και 50 cm) και σύστασης (κυρίως ανθρακική και λιγότερο οφιολιθική και ψαμμιτική). Κατά θέσεις μέσα στα κροκαλοπαγή παρεμβάλλονται ενστρώσεις ψαμμιτών και ψαμμούχων μαργών, καστανέρυθρου χρώματος. Δεν υπάρχει υψομετρική διαφορά στα δύο σημεία έδρασης των βάθρων. Στο σημείο της έδρασης στους βράχους, χρησιμοποιήθηκαν μεγάλου μεγέθους πέτρες, από πωρόλιθο.
Σε ύψος 1,6 μ. από την βάση της αψίδα του τόξου και από τις δύο πλευρές της διακρίνονται ξεκάθαρα οι δοκοθήκες ή σκαλότρυπες (Εικ. 7). Οι δοκοθήκες ήταν οι εσοχές που έφτιαχναν οι μάστορες όπου μέσα στις οποίες θα στήριζαν - σκάλωναν τα πρώτα οριζόντια δοκάρια του ξυλότυπου ή καλουπιού (σκαλωσιά) της γέφυράς για να ξεκινήσει η γένεση του πέτρινου τόξου. Η ύπαρξη δοκοθηκών στη γένεση του πέτρινου τόξου μας δηλώνει πως η κοίτη του Βεργιόδρομου εκείνα τα χρόνια ήταν βαθιά και οι μαραγκοί έφτιαξαν έναν «κρεμαστό» ξυλότυπο που στηριζόταν στις δοκοθήκες ή σκαλότρυπες.
7. Σε ύψος 1,6 μ. από τη βάση της αψίδα του τόξου και από τις δύο πλευρές της διακρίνονται ξεκάθαρα οι δοκοθήκες ή σκαλότρυπες. |
Οι πέτρες στη μετωπική επιφάνεια (Θολίτες ή καμαρολίθια) του τόξου (Στεφάνι ή διάζωμα) (Εικ. 8) δηλαδή, οι καλολαξευμένη επιφάνεια των θολιτών που φαίνονται από το ανάντη ή το κατάντη, δομήθηκαν με ξηροδομή (χωρίς κονίαμα) ως Αγκωνάρια (Ο ακρογωνιαίος λίθος, στις γωνίες της τοιχοποιίας) και έχουν σχήμα επιμήκους ορθογώνιου παραλληλεπίπεδου. Δημιουργώντας έτσι με την ισοδομική δόμηση (Αραδωτό χτίσιμο) αρκάδες συσσωματωμένες στο στηθαίο οι οποίες σε φτάνουν στο κατάστρωμα της γέφυρας.
8. Οι πέτρες στη μετωπική επιφάνεια (Θολίτες ή καμαρολίθια) του τόξου (Στεφάνι ή διάζωμα). |
Γενικά στο γεφύρι δεν σώζεται στηθαίο στις πλευρές του καταστρώματός. Για τον λόγο αυτό έγιναν κάποιες επεμβάσεις ώστε να εξασφαλιστεί μία άνετη και ασφαλής διέλευση των διερχομένων. Όταν επισκευάστηκε μετά την μεγάλη πλημμύρα του 1980, κτιστήκαν τσιμεντένια χαμηλά στηθαία τα οποία όμως αργότερα αφαίρεσαν ώστε να μπουν στην θέση τους ξύλινα κιγκλιδώματα (αρχές 2010), στην επιφάνειά του, χωρίς όμως ευτυχώς να επηρεάζουν την αρχική του αρχιτεκτονική. Επίσης έγινε μια προσπάθεια να τοποθετηθούν κυβόλιθοι στο κατάστρωμα της γέφυρας, όμως η τοποθέτηση τους δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Σήμερα το οδόστρωμα του γεφυριού είναι στρωμένο με τσιμεντοκονία που έχει αρχίσει να φθείρεται. Επάνω στην επιφάνεια του οδοστρώματος έχουν τοποθετηθεί, ανά τακτά διαστήματα, σε εγκάρσια διεύθυνση, ξύλινοι δοκοί που συνδέονται με τα ξύλινα κιγκλιδώματα. Οι εγκάρσιας διεύθυνσης ξύλινοι δοκοί τοποθετήθηκαν λόγω της κλίσης προκειμένου να μην γλιστρούν οι άνθρωποι και τα υποζύγια. Στην αρχική του μορφή πρέπει να ήταν στρωμένο με πέτρες που σχημάτιζαν λιθόστρωτο (καλντερίμι) και η πλακόστρωση να διακόπτονταν από σειρές πετρών λαξευμένων με μικρό ύψος, που προεξείχαν από στην επιφάνεια του οδοστρώματος για να αποφεύγονται τα γλιστρήματα (Εικ. 9).
9. Ξύλινα κιγκλιδώματα και εγκάρσιας διεύθυνσης ξύλινοι δοκοί τοποθετήθηκαν για λόγους ασφαλείας. |
Στο εσωράχιο ή αντύγα που είναι η κάτω ορατή επιφάνεια του τόξου, μπορούμε να εντοπίσουμε στο κέντρο του το «κλειδί». Επίσης διακρίνουμε αλλοιώσεις στην επιφάνειά του, συγκεκριμένα στις συνδέσεις των πετρών καθώς έχει απομακρυνθεί κονίαμα (Εικ. 10). Οι πέτρες του τόξου ξεχωρίζουν από το ύψος των δοροθηκών και επάνω καθώς έχει φύγει το κονίαμα που υπήρχε μεταξύ αυτών σε βάθος μερικών εκατοστών. Οι πέτρες του εσωράχιου είναι και αυτές από πωρόλιθο.
10. Επίσης Διακρίνουμε αλλοιώσεις στις συνδέσεις των πετρών στο εσωράχιο ή αντύγα του τόξου καθώς έχει απομακρυνθεί κονίαμα που υπήρχε μεταξύ αυτών σε βάθος μερικών εκατοστών .και επάνω. |
Οι πλευρικοί τοίχοι στην άκρη του εξωράχιου των τόξων (τύμπανο ή πτερογότοιχος) που αποτελούν το υπόλοιπο σώμα του γεφυριού, αποτελούνταν από πέτρες λαξευτές ή από αργούς λίθους, λαξευτούς μόνο κατά την εξωτερική τους επιφάνεια χωρίς επικάλυψη (Εικ. 11). Σε ορισμένες περιπτώσεις, στα κενά ανάμεσα στους αργούς λίθους τοποθετούνταν μικρές πέτρες συμπλήρωσης (τα τσιβίκια) στο ασβεστοκονίαμα χρησιμοποιήθηκαν άμμος του ποταμού καθώς επίσης άχυρα τρίχες ζώων και αυγά. Ένα μεγάλο μέρος του σώματος καταστράφηκε στην πλημμύρα το 1980 και αναστηλώθηκε. Στο σώμα μπορούμε να δούμε αυτές τις νεότερες επεμβάσεις που έχουν γίνει για να αποκατασταθούν οι φθορές από τις πλημμύρες χωρίς να επηρεάζουν την εικόνα του γεφυριού.
Όλες οι πέτρες με τις οποίες κατασκευάστηκε το τόξο είναι πωρόλιθος - μπουρι (ελαφρόπετρα). Ο λόγος που χρησιμοποιήθηκε ο πωρόλιθος οφείλεται στο ότι είναι μια πέτρα ελαφριά, εύκολη στην χρήση (κόβεται, πελεκάται, διαμορφώνεται). Οι πωρόλιθοι ενώνονται εύκολα μεταξύ τους καθώς με το πέρασμα των χρόνων βγαίνει υλικό από την μια πέτρα και εγχέεται στην άλλη με αποτέλεσα να δυναμώνει η σύνδεση της γέφυρας και τέλος την έβρισκαν κοντά στο έργο. Ακόμη σήμερα σώζεται το λατομείο, από όπου πάρθηκε ο πωρόλιθος κοντά στις πηγές του «Βούλγαρου» ποταμού στην θέση ¨Πουρί¨.
Στην γέφυρα δεν υπάρχει καμία ένδειξη της ημερομηνίας κατασκευής.
Για την κατασκευή του γεφυριού ο υπερήλικας κάτοικος του χωριού, κ. Γιώργος Τάκος (94 ετών 2017), ανέφερε: «Μεγάλο έργο για την εποχή του. Τόσο καλά χτισμένο είναι που δεν επηρεάζεται από οποιοδήποτε πράγμα. Δεν κουνήθηκε ποτέ, πολύ ανθεκτικό, άντεξε σε πλημμύρες. Περνούσαμε με τα ζώα να πάμε να αλέσουμε σιτάρι και να πάρουμε αλεύρι από τον μύλο. Πάνω από το γεφύρι περνούσαν και τα πρόβατα που είχαμε μέσα στο χωριό για να πάν στην βοσκή».
Μνημείο παραδοσιακής λαϊκής αρχιτεκτονικής
Το πανέμορφο πέτρινο στολίδι που κοσμεί τον ποταμό Βεργιόδρομο αποτελεί ένα ιστορικό Ορόσημο για το Μοσχοπόταμο, αναπόσπαστο κομμάτι της περιοχής, ένα ακλόνητό στον χρόνο μνημείο (Εικ. 12). Με θαυμαστό τρόπο συμπληρώνει τα πανέμορφα φυσικά τοπία των Πιερίων, με σεβασμό στο φυσικό περιβάλλον δένει άψογα με το τοπίο αφού τα υλικά κατασκευής του είναι παρμένα από τον ίδιο χώρο.
Εικ 12: Το μεταβυζαντινό παραδοσιακό πέτρινο γεφύρι από τελεί ιστορικό Ορόσημο για το Μοσχοπόταμο (Κατάντη στον πόταμο Βεργιόδρομο). |
Το λιθόκτιστο γεφύρι, πανέμορφο, είναι απόλυτα ενταγμένο και σε πλήρη αρμονία με το φυσικό περιβάλλον (τοπίο), αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της περιοχής. Με την παρουσία του προσδίδει μια ιδιαίτερη γραφικότητα στο ποτάμι, πάνω από το οποίο στέκεται αγέρωχα. Κοιτώντας το, έχεις την εντύπωση πως υπήρχε εκεί από πάντα. Θαρρείς πως δημιουργήθηκε μαζί με το ποτάμι, τη ρεματιά, τη βλάστηση. Οι κάτοικοι της Δρυάνιστας για να καλύψουν την επιτακτική ανάγκη τους για επικοινωνία, στην ουσία αναγκάστηκαν να προεκτείνουν την ίδια τη φύση χτίζοντας αυτό το αριστούργημα της λαϊκής αρχιτεκτονικής.
Αποτελεί δε αντιπροσωπευτικό δείγμα μνημείου της Ελληνικής λαϊκής αρχιτεκτονικής, αφού είναι έργο μαστόρων με έμφυτο ταλέντο και εξειδικευμένη γνώση. Οι μάστοροι που το κατασκεύασαν, έβαλαν όλη τους την τέχνη και το μεράκι, βρήκαν το σωστό μέτρο, με αποτέλεσμα να μετουσιωθεί σε έργο τέχνης. Μελέτησαν τις ιδιαιτερότητες του ποταμού και δάμασαν τα στοιχεία της φύσης για να γεφυρωθεί σωστά και έφτιαξαν αυτό το σπουδαίο έργο που έκανε τη ζωή των ανθρώπων καλύτερη. Το γεφύρι αποτέλεσε ένα σημαντικό συγκοινωνιακό τεχνικό έργο των προγόνων μας.
Εξυπηρέτησε ανθρώπους και ζώα μέχρι την εμφάνιση των αυτοκινήτων και στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε, περιθωριοποιήθηκε, αφέθηκε στα φθοροποιά στοιχεία της φύσης. Σήμερα τα οδικά δίκτυα άλλαξαν και αυτά που συνέδεαν τα πέτρινα γεφύρια χαρακτηρίστηκαν ως απαρχαιωμένα. Έτσι ξαφνικά βρέθηκε στην αφάνεια του ενδιαφέροντος της τοπικής κοινωνίας. Μπορεί να μη χρησιμεύει σε κανέναν τώρα πια, οπότε και τα μούσκλα να τρώνε σιγά-σιγά τις πέτρες, τα δένδρα να υπονομεύουν τα θεμέλιά του και το ρέμα, που το έζευσε με το ζόρι, να περιμένει υπομονετικά την εκδίκησή του... ωστόσο τίποτα δεν μειώνει την πολιτιστική και ιστορική του αξία, συνεχίζοντας να στέκεται μάρτυρας αυτής, να αντιστέκεται στη φθορά τού χρόνου.
Το πέτρινο γεφύρι μπορεί να αναδειχθεί και να αξιοποιηθεί καθώς είναι ένα θαυμάσιο θέαμα που ελκύει τον κόσμο. Με την αξεπέραστη συμμετρία του και το αθάνατο ημικύκλιο τόξο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του τοπίου, διασφαλίζει την ανάγκη για επικοινωνία που ψάχνει ακόμα ο διαβάτης. Η επίσκεψη στην παραδοσιακή πέτρινη γέφυρα μπορεί να γίνει η αφορμή για μια βατή και εύκολη πεζοπορία που ξεκινά από το χωριό, περνάει από την όμορφη τοξωτή γέφυρα, τον Βακούφικο τον μύλο και μας οδηγεί απέναντι στο ύψωμα, στην Μελισσόπετρα ώστε από εκεί να θαυμάσουμε τα Πιέρια Όρη, να ξεκουράσουμε τα μάτια μας αλλά και την ψυχή μας και -αν είμαστε τυχεροί- να γευθούμε αυθεντικό μέλι μέσα από την Μελισσόπετρα.
Δημήτρης Ρουκάς M.Sc.
Τεχν. Γεωπόνος Επιστημονικός Συνεργάτης Π.Ε. Πιερίας
Υ.Γ.. Για την παρουσίαση του παραδοσιακού πέτρινου γεφυριού του Μοσχοποτάμου Πιερίας, συνέβαλαν με τις πολύτιμες πληροφορίες τους, η Γεωλόγος της Δ.Τ.Ε. της Π.Ε. Πιερίας κ. Χρύσα Σταμούδη, ο Πρόεδρος της Τ.Κ. Μοσχοποτάμου κ. Αθανάσιος Χρυσόπουλος, ο Αντιπρόεδρος της Τ.Κ. Μοσχοποτάμου κ. Βασίλης Αρίστου Σιαμάγκας. Επίσης οι κάτοικοι του χωριού, ο υπερήλικας κ. Γιώργος Τάκος (94 ετών - 2017) και οι κ. Αντώνης Γκιάτας, κ. Σωτήριος Γκούνας, κ. Τάκης Λέρας, κ. Άλκης Παπαδημητρίου, κ. Πέτρος Πλιάτσικας, κ. Βασίλης Αντωνίου Σιαμάγκας, κ. Αθανάσιος Τάκος.