Αφορμή να καταθέσω κάποιες σκέψεις για τον θεσμό της Εκκλησιαστικής Ενορίας μου
δόθηκε από το κεντρικό θέμα των "Φωτίων", των γιορταστικών εκδηλώσεων που
λαμβάνων χώρα στην πόλη μας αρχές Φεβρουαρίου κάθε χρόνο προς τιμή του Μεγάλου Φωτίου στο ομώνυμο Πνευματικό Κέντρο
υπό την αιγίδα του Μητροπολίτη μας κ.κ. Γεωργίου και την επιμέλεια διοργάνωσης
από τον Αρχιμανδρίτη π.Παύλο Ντούρο.
Η ενορία αποτέλεσε την συνέχεια των πρώτων χριστιανικών
κοινοτήτων, γνωστών με το όνομα «αγάπες», από τον δεσμό της
αγάπης και αλληλεγγύης των συμμετεχόντων στα κοινά δείπνα πιστών με
κορυφαίο γεγονός την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας στην οποία μετείχαν άπαντες.
Στις Πράξεις των Αποστόλων αναφέρεται σχετικά «Του δε πλήθους των πιστευσάνων
ήν η καρδία και η ψυχή μία..και ήν
αυτοίς άπαντα κοινά» Κοινοκτημοσύνη γνήσια και άδολη, μοίρασμα των υπαρχόντων
αγαθών στους έχοντες ανάγκη στο πνεύμα
του συνδέσμου της εν Χριστώ αγάπης.
Με την πάροδο των χρόνων ο θεσμός των χριστιανικών
κοινοτήτων και ακολούθως των ενοριών ατόνησε, αφενός λόγω της αυξήσεως του
πληθυσμού ιδίως των μεγαλουπόλεων και αφετέρου λόγω της εξασθένησης και αλλοτρίωσης του
χριστιανικού ήθους και φρονήματος ,της αδιαφορίας των κατ’ όνομα μόνο πιστών να συμμετέχουν στην
ζωή της εκκλησίας, ενίοτε δε και της απραξίας κάποιων εκκλησιαστικών λειτουργών
να αναζωπυρώσουν το θεσμό της ενορίας. Έτσι ο όρος «ενορία» κατάντησε να
σημαίνει για τους πολλούς την γεωγραφική περιοχή στην οποία υπάγεται η κατοικία
τους από απόψεως εκκλησιαστικής. Όμως και το μικρό ποσοστό των εκκλησιαζομένων σε κάποιο ενοριακό Ναό
είναι κατά το πλείστον άτομα άγνωστα μεταξύ τους, αδιάφορα για τον διπλανό
τους, ενδεχομένως δε και εχθρικά μεταξύ
τους. Μετά το πέρας της Κυριακάτικης Θ. Λειτουγίας σπεύδουν στα σπίτια ή τις
καφετερίες, καθώς δεν ακολουθεί η
προσφορά κεράσματος σε διπλανή αίθουσα του Ναού, όπως γινόταν παλιά στο
υπόστεγο του αυλόγυρου και όπως γίνεται σήμερα σε Μοναστήρια, σε ελληνικές
κοινότητες του εξωτερικού ή σε κάποιες ελάχιστες ενορίες με την φροντίδα
εφημερίων και επιτρόπων. Μια τέτοια συνάντηση στο χώρο της Εκκλησίας μπορεί να
συμβάλλει στην γνωριμία των ενοριτών και
την ανάπτυξη πνεύματος αγάπης και
συμφιλίωσης μεταξύ τους.
Σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη εποχή υπάρχει επιτακτική
ανάγκη αναγέννησης και αναθέρμανσης του
θεσμού της ενορίας, ως μέσου συνοχής των
πιστών και παράγοντα πνευματικής και υλικής υποστήριξης των εχόντων ανάγκη
συνανθρώπων μας. Δεν μπορεί βεβαία να
αμφισβητήσει κανείς την προσφορά στον τομέα αυτό της Ι.Μητροπόλεως και
πολλών εφημερίων και συνεργατών τους με τα καθημερινά συσσίτια, την περίθαλψη
ενδεών και ασθενών και την διοργάνωση κύκλων μελέτης Αγ,Γραφής, κατηχητικών,
εκκλησιαστικών χορωδιών και συναφών
εκδηλώσεων. Ωστόσο ο αριθμός των εθελοντών προσφοράς αγάπης είναι μηδαμινός εν
σχέση προς τις υπάρχουσες και συνεχώς αυξανόμενες ανάγκες των ντόπιων, αλλά και
αλλοδαπών που κατέκλυσαν τελευταία τον τόπο μας. Στην ενορία πορευόμαστε από
την ύπαρξη στη συνύπαρξη, από το «εγώ» στο «εσύ», καθώς η χριστιανική αγάπη
ολοκληρώνεται όταν στον χώρο μας μπαίνει και ο «ξένος», ο διαφορετικός.
Στη συγκεχυμένη και αλλοπρόσαλλη εποχή μας η εκκλησιαστική
ενορία αποτελεί κιβωτό σωτηρίας. Οφείλουμε όλοι να την συντηρήσουμε στους χαλεπούς καιρούς που διέρχεται η
Χριστιανοσύνη και ιδιαίτερα η Εκκλησία
μας, καθώς βάλλεται από μύριους
εξωτερικούς και εσωτερικούς
εχθρούς και κινδύνους που κατατείνουν στην αποδυνάμωση, αποσύνθεση και
εκκοσμίκευσή της, με την νόθευση και αμφισβήτηση του αγιαστικού και λυτρωτικού
της έργου.