Ο χαρακτήρας και ο αντίκτυπος που έχει ένα Ίδρυμα φαίνεται από τις δράσεις που αναλαμβάνει.
Περιδιαβαίνοντας την ιστοσελίδα του Ελληνογερμανικού Ιδρύματος Νεολαίας (ΕΙΝ) αμέσως κανείς μπορεί να διακρίνει τα βασικά πολιτικά και ιδεολογικά μοτίβα που η συγκεκριμένη πρωτοβουλία ανακινεί, τα οποία στην πραγματικότητα πολύ λίγο έχουν να κάνουν με την προσέγγιση των δυο λαών μέσω της κουλτούρας και του πολιτισμού -όπως θα φανταζόταν κανείς. Αντίθετα από αυτά, στο επίκεντρο του Ιδρύματος βρίσκονται διάφορα ζητήματα, όπως οι εμπειρίες των Ελλήνων νέων που δούλεψαν στη Γερμανία, η γερμανική Κατοχή και το σύγχρονό της μήνυμα, η παρουσία των προσφύγων στην Ελλάδα κ.ο.κ.
Στις αναφορές που ακολουθούν, παρουσιάζουμε ορισμένες ενδεικτικές εκδηλώσεις και πρωτοβουλίες του Ιδρύματος προκειμένου να καταδείξουμε το έντονα ιδεολογικό και προπαγανδιστικό του στίγμα. Αντί να φέρει τις δυο κοινωνίες πιο κοντά, όπως ισχυρίζεται, από τα μηνύματα που το ίδιο το Ίδρυμα απευθύνει μέσω της δραστηριότητάς του, φαίνεται ξεκάθαρα ότι ο σκοπός του είναι να προπαγανδίσει το μοντέλο που προωθεί το γερμανικό πολιτικό κατεστημένο, τόσο εντός της χώρας, όσο και ευρύτερα στην Ευρώπη, στο πλαίσιο της μονοδιάστατης μερκελικής της εκδοχής…
Έμφαση στις προσωπικές ιστορίες
Πώς θα μπορούσε να λειτουργήσει ένα προπαγανδιστικό ίδρυμα νεολαίας στον 21ο αιώνα, όταν το κοινό του έχει εδώ και πολλά χρόνια εκπαιδευτεί σε μια νοοτροπία εντελώς δυσανεκτική ως προς τις νουθεσίες, το πατρονάρισμα, και, γενικώς, οποιασδήποτε μορφής πνευματική ή πολιτική καθοδήγηση; Και όταν όλες οι νεολαιΐστικες κουλτούρες περιστρέφονται γύρω από την θεματική του «να είσαι ο εαυτός του»;
Θα παρακάμψει τους συνήθεις τρόπους εκδηλώσεων, εκδόσεων, φυλλαδίων και σεμιναρίων, και θα προσπαθήσει να εκμαιεύσει τις απόψεις που επιθυμεί να προωθήσει μέσα από «προσωπικές ιστορίες». Που όχι μόνον φαντάζουν εντελώς «αθώες», αλλά και δίνουν «πόντους» στο Ίδρυμα για το ότι επιλέγει να μεταβάλει τους απλούς ανθρώπους σε «πρωταγωνιστές».
Είναι όμως όντως έτσι; Σε μια περίπτωση, βλέπουμε το Ίδρυμα να παρουσιάζει μια ιστορία εθελοντικής εργασίας πτυχιούχων σ’ ένα ελληνογερμανικό νηπιαγωγείο της Γερμανίας. Η πρωταγωνίστρια εμφανίζεται ενθουσιασμένη με την εμπειρία της στην ξένη χώρα, και εξηγεί πώς η συμμετοχή της εκεί την βοήθησε να ανοιχτεί και να δει τα πράγματα από μια διαφορετική γωνία. Η επαφή με την κοινωνία έγινε σταδιακά, σ’ ένα ειδυλλιακό νηπιαγωγείο όπου «τα παιδιά μαθαίνουν να γίνονται οι δάσκαλοι του εαυτού τους». Το συμπέρασμα της εξιστόρησης; Η Γερμανία είναι μια χώρα πολύ προχωρημένη στις κοινωνικές της δομές, τα προγράμματα εθελοντισμού της λειτουργούν με εξαιρετικό τρόπο παρέχοντας στους χρήστες πολύτιμες εμπειρίες, έπειτα από τις οποίες ωριμάζουν και βλέπουν τα πράγματα από μια διαφορετική οπτική γωνία. Η ανέλπιστη έκπληξη αυτής της εμπειρίας; Υπάρχει όντως μια χώρα όπου τα μέσα μαζικής μεταφοράς έρχονται στην ώρα τους, και ο χρήστης τους μπορεί να προγραμματίσει το ταξίδι του με ακρίβεια λεπτού.
Ο καθηλωμένος, οπισθοδρομικός ιθαγενής
Πιο στερεοτυπική παρουσίαση της Γερμανίας, ως ενός παραδείσου που συνδυάζει την ελευθεριακότητα με την αυστηρή τήρηση των κανόνων και την μεθοδικότητα, δεν θα μπορούσε να γίνει. Ευτυχώς, που άλλα κομμάτια της Γερμανικής κοινωνίας, αντιδρούν στην προπαγάνδιση της χώρας τους ως «θαυμαστού νέου κόσμου» και από αυτούς μπορούμε να αποκτήσουμε μια πιο σφαιρική εικόνα για την φυσιογνωμία του «νέου ευρωπαϊκού κέντρου».
Εντούτοις, τα στερεότυπα, και το πώς επηρεάζουν την νεολαία και πώς είναι δυνατόν αυτή να βοηθηθεί ώστε να τα καταρρίψει, είναι το αντικείμενο μιας συνάντησης που συνδυάζει τις ψηφιακές τέχνες και το χοροθέατρο και φέρνει κοντά νέους και νέες χορευτές από την Ελλάδα, και την Γερμανία. Σε ποια στερεότυπα αναφέρονται; Σίγουρα όχι σε αυτά που το ίδιο το Ίδρυμα διακινεί: Σε άλλο δημοσίευμα, το ΕΙΝ παραθέτει τις εμπειρίες μιας Ανατολικοευρωπαίας στην Κρήτη για το πώς η ελληνική νεολαία σκέφτεται το μέλλον της. Το πρόβλημα των Ελλήνων, θεωρεί η επισκέπτρια της Κρήτης είναι ότι δεν ταξιδεύουν πολύ και έτσι δεν μπορούν να συγκρίνουν άλλους τρόπους ζωής και σκέψης. Ο μύθος του καθηλωμένου, οπισθοδρομικού ιθαγενή σε μια από τις πιο εκλεπτυσμένες του εκδοχές…
Ενδιαφέρον έχουν τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την ανακαίνιση ενός ευαίσθητου ζητήματος για τις ελληνογερμανικές σχέσεις, εκείνου των πεπραγμένων των ναζιστικών στρατευμάτων του Χίτλερ κατά την διάρκεια της Γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα.
Η μαρτυρική ιστορία της κατοχής στην υπηρεσία της… εθνοαποδόμησης
Οι επισκέψεις στη Γερμανία στο πλαίσιο του Εράσμους απασχολούν το Ίδρυμα. Έλληνες και άλλοι σπουδαστές επισκέφτηκαν την Βαϊμάρη, πόλη των συγγραφέων και φιλοσόφων. Συζητήσεις για το φαινόμενο της οικονομικής μετανάστευσης, η προώθηση της πολυγλωσσίας, ήταν μερικά από τα θέματα, πέρα από τις ενδιαφέρουσες και διδακτικές εκδρομές στα τοπικά στρατόπεδα συγκέντρωσης του Β΄ Παγκοσμίου. Το Ίδρυμα τονίζει τη διεύρυνση του ατομικού ορίζοντα, και τη γνωριμία με τις άλλες κουλτούρες, το πόσο ωραία και ενδιαφέρουσα ήταν από πλευράς εμπειριών η συνάντηση αυτή, που επιπλέον έδωσε πληροφορίες στους συμμετέχοντες για την εργασία στην Ευρώπη.
Το Ίδρυμα μας πληροφορεί για την πρώτη προβολή γερμανικής ταινίας που έγινε στο Μάιντς της Γερμανίας τον Ιανουάριο με θέμα την Κατοχή. Εκεί, 350 μαθητές είδαν ταινία για τα εγκλήματα του Γερμανικού Στρατού στον Κακόπετρο των Χανίων στη διάρκεια της Κατοχής. Το μήνυμα που προέκυψε από την εκδήλωση, δίνεται μέσα από τις δηλώσεις κάποιου νεαρού μαθητή: Σύμφωνα με αυτόν, το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι «στο γερμανικό εκπαιδευτικό σύστημα, η Ελλάδα παρουσιάζεται σπάνια, σχεδόν ποτέ. Υπάρχει σ’ αυτό συχνά ένας τρόπος του σκέπτεσθαι βάσει κάστας […] κι έτσι δεν μπορείς να σκεφτείς πέραν των εθνικών σου συνόρων».
Έτσι, η αναψηλάφηση της εθνικής μαρτυρικής μνήμης της Ελλάδας ανακαλείται σε μια προσπάθεια να στηλιτευτούν τα «εθνικά σύνορα», και ευρύτερα, να αποδοθούν τα εγκλήματα της ναζιστικής Γερμανίας στην εγγενώς προβληματική ιδέα του (κάθε) έθνους. Με αυτόν τον τρόπο, το χάσμα αναμεταξύ του κατακτητή και του κατακτημένου εξαφανίζεται, η ίδια η Κατοχή εμφανίζεται ως σύμπτωμα μιας ιδεολογικής επιμόλυνσης, εκείνης του εθνικισμού. Ενός τρόπου σκέψης που βασίζεται στην κάστα, και της περιχαράκωσης των εθνικών διαχωρισμών.
Επίσης ο ναζισμός παρουσιάζεται όχι σαν το συγκεκριμένο ιστορικό κίνημα, που επικράτησε στην Γερμανία λόγω των συγκεκριμένων οικονομικών, πολιτικών και πολιτιστικών περιστάσεων, αλλά ως «απόλυτο κακό» που θα μπορούσε να προέλθει από οτιδήποτε. Έτσι, σε ένα άλλο άρθρο γίνεται λόγος για «φασίστες κατακτητές από την Γερμανία και την Ιταλία» (gegen die faschistischen Besatzer aus Deutschland und Italien).
Αυτό που επιχειρείται επί της ουσίας είναι η αποσύνδεση του γερμανικού κράτους από την κατοχή που επέβαλε στην Ελλάδα στον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, και τα εγκληματικά της πεπραγμένα. Πράγμα το οποίο επιδιώκει η Γερμανία και για να υπονομεύσει εξ αρχής οποιαδήποτε συζήτηση για τις οφειλές και τις αποζημιώσεις που οφείλει στην Ελλάδα: Έτσι τις θηριωδίες τις διέπραξαν «κάποιοι άλλοι», με τους οποίους πλέον η Γερμανία δεν (θέλει) να έχει καμία σχέση. Είναι άλλο πράγμα όμως η καταγγελία του ναζισμού ως ιδεολογία, και άλλο πράγμα να αποποιείται ένα κράτος τις ευθύνες του ιστορικά. Για να συντελεστεί ουσιαστικά το πρώτο, χρειάζεται να υπάρξει έμπρακτη μεταμέλεια, δηλαδή συζήτηση για τις γερμανικές οφειλές προς την Ελλάδα, κάτι που η γερμανική πλευρά αρνείται διαχρονικά.
Η γερμανική κατοχή δεν είναι η μόνη ιστορική περίοδος των ελληνογερμανικών σχέσεων που η Γερμανία αρνείται να συζητήσει: Είναι και η περίοδος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, και ιδίως η κρατική συνδρομή της Γερμανίας στις γενοκτονίες που διέπραξαν οι Νεότουρκοι του Κεμάλ Ατατούρκ, με βοήθεια σε έμψυχο και πολεμικό υλικό. Αυτό είναι ένα ζήτημα που το Ελληνογερμανικό Ίδρυμα Νεολαίας ποτέ δεν θα θίξει –εξάλλου, είναι ένα κρατικό ίδρυμα, το οποίο πρέπει να τηρεί τις ισορροπίες της Γερμανικής εξωτερικής πολιτικής: Στο πλαίσιό της, η νεο-οθωμανική Τουρκία παραμένει στρατηγικός εταίρος της Γερμανίας -με δικούς της κινητήρες κινεί την πολεμική μηχανή, και εκεί μεταφέρει τις εφοδιαστικές της αλυσίδες η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία για να γλυτώσει από το εργατικό κόστος, δίνοντας έτσι ψήφο εμπιστοσύνης σε ό,τι διαπράττει ο Ερντογάν εναντίον της Ελλάδας.
Το ιδεώδες της μεταεθνικής-μεταναστευτικής κοινωνίας
Τέλος, είναι και το μεταναστευτικό ζήτημα που απασχολεί ιδιαίτερα το Ελληνογερμανικό Ίδρυμα Νεολαίας. Σ’ ένα δημοσίευμα, η ελληνική κυβέρνηση στηλιτεύεται για την πρακτική της να κλείνει τους πρόσφυγες στους καταυλισμούς αποτρέποντας την ανάπτυξη των σχέσεων μεταξύ τους και των ΜΚΟ. Αυτά σχολιάζονται για μια χώρα που επί της ουσίας έχει ιδιωτικοποιήσει την μεταναστευτική της πολιτική παραδίδοντάς την άνευ όρων στις μη-κυβερνητικές οργανώσεις. Η μαρτυρία καταθέτει ότι συχνά οι εθελοντές έρχονται αντιμέτωποι με ρατσιστικά συνθήματα και διακρίσεις, ενώ τονίζει ότι υπάρχει ένα κλίμα βίας τόσο μεταξύ των μεταναστών όσο και στις σχέσεις μεταναστών και ντόπιων.
Η μετανάστευση δεν είναι η μόνη μορφή κινητικότητας που το ίδρυμα επιλέγει να προβάλει. Υπάρχει και η ενδοευρωπαϊκή κινητικότητα, πιο συγκεκριμένα, ο τρόπος που επιλέγεται να προβληθεί και να υποστηριχθεί ως καθοριστική παράμετρος της μετάβασης σε «μεταεθνικές κοινωνίες» που προπαγανδίζεται από το Ίδρυμα. Έτσι, σε δημοσίευμά του, καταγράφονται εμπειρίες Γερμανών εθελοντών στην Ελλάδα, που πιστεύουν ότι τα προγράμματα όπως το Erasmus+ και ο εθελοντισμός δημιουργούν τη βάση για μια νέα γενιά που δε θα σκέφτεται πια μόνο εθνικά.
Άλλωστε, το Ελληνογερμανικό Ίδρυμα Νεολαίας προβάλλει ελληνογερμανικά σεμινάρια νεολαίας με σκοπό «να ενισχύσει τους ειδικούς επί της νεανικής εργασίας … και στη διαμόρφωση των μεταναστευτικών κοινωνιών στη Γερμανία και την Ελλάδα» (Ziel des Trainings ist die Stärkung von Fachkräften der Jugendarbeit im Umgang mit den Herausforderungen durch Migration und in der Ausgestaltung von Migrationsgesellschaften in Deutschland und in Griechenland). Το σεμινάριο αναζητά τις μεθόδους που θα παρακινήσουν τους νέους να συμβάλουν ενεργά στη διαμόρφωση μιας κοινωνίας μετανάστευσης (Migrationsgesellschaft).
Αποθέωση της κινητικότητας, η εργασία στη Γερμανία, η Ελλάδα ως μια χώρα σε κρίση, τελματωμένη, που εντούτοις υπηρετεί τον ρόλο ενός τόπου «εξωτικού» τόσο για τις μαρτυρική πλευρά που αναδεικνύει η ιστορία της, όσο και για τις σύγχρονες μεταναστευτικές εμπειρίες που προσφέρει –η Κατοχή, ο ξεριζωμός των Εβραίων, οι βιαιοπραγίες εναντίον των ντόπιων– καθώς και το ξαναγράψιμο της ιστορίας από μια μετα-εθνική σκοπιά. Ιδού το ιδεώδες του απόλυτου νεοφιλελευθερισμού που υπηρετεί η «συναίνεση του Βερολίνου» το σχέδιο για μια Ευρώπη υπό την γερμανική ηγεμονία που υπηρετεί στην μια ή την άλλη του εκδοχή το γερμανικό κατεστημένο.
Θα περίμενε κανείς από ένα ελληνογερμανικό ίδρυμα να ασχοληθεί με τον Γκαίτε και την ελληνομάθειά του, τον Υπερίωνα του Χέντερλιν, ακόμα, με την μεγάλη συμβολή της Γερμανίας στο παγκόσμιο πνεύμα –από τον Χέρντερ και τον Χέγκελ, μέχρι τον Μαρξ, τον Μαξ Βέμπερ και την Σχολή της Φραγκφούρτης ή τα σημεία σύγκλισης και διαλόγου αναμεταξύ του γερμανικού και του ελληνικού πολιτισμού, ακόμα τις ισότιμες ελληνογερμανικές συνεργασίες στο επίπεδο της τεχνολογίας και της παραγωγής.
Τίποτε από αυτά δεν θα διαβάσει κανείς στην ιστοσελίδα του ελληνογερμανικού ιδρύματος νεολαίας το οποίο απ’ ό,τι φαίνεται δεν έχει… ελληνογερμανικό αντικείμενο, αλλά την εξύμνηση μιας πολύ συγκεκριμένης εκδοχής της παγκοσμιοποίησης, και την προώθησή της ως ιδεώδες στους κόλπους (και) της ελληνικής νεολαίας.
Έχουμε φτάσει, ωστόσο, στο σημείο του κορεσμού: Θα ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον να καταμετρηθούν το σύνολο των ιδρυμάτων, των ΜΚΟ και των προγραμμάτων που απευθύνονται στην τοπική κοινωνία της Θεσσαλονίκης και έχουν το ίδιο ιδεολογικό και πολιτικό αντικείμενο. Αν και αυτό είναι αντικείμενο ενός επομένου ρεπορτάζ της «ομάδας εργασίας»του Μένουμε Θεσσαλονίκη, αξίζει να σημειώσουμε πως, στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει και κάτι άλλο: Η μονοφωνία αυτών των παρεμβάσεων είναι εντελώς καταθλιπτική, συνθέτει έναν μονόλογο που βομβαρδίζει μέσα από κάθε δυνατή προσέγγιση τις νέες γενιές. Μήπως άραγε πρόκειται για βελούδινο ολοκληρωτισμό;
Περιδιαβαίνοντας την ιστοσελίδα του Ελληνογερμανικού Ιδρύματος Νεολαίας (ΕΙΝ) αμέσως κανείς μπορεί να διακρίνει τα βασικά πολιτικά και ιδεολογικά μοτίβα που η συγκεκριμένη πρωτοβουλία ανακινεί, τα οποία στην πραγματικότητα πολύ λίγο έχουν να κάνουν με την προσέγγιση των δυο λαών μέσω της κουλτούρας και του πολιτισμού -όπως θα φανταζόταν κανείς. Αντίθετα από αυτά, στο επίκεντρο του Ιδρύματος βρίσκονται διάφορα ζητήματα, όπως οι εμπειρίες των Ελλήνων νέων που δούλεψαν στη Γερμανία, η γερμανική Κατοχή και το σύγχρονό της μήνυμα, η παρουσία των προσφύγων στην Ελλάδα κ.ο.κ.
Στις αναφορές που ακολουθούν, παρουσιάζουμε ορισμένες ενδεικτικές εκδηλώσεις και πρωτοβουλίες του Ιδρύματος προκειμένου να καταδείξουμε το έντονα ιδεολογικό και προπαγανδιστικό του στίγμα. Αντί να φέρει τις δυο κοινωνίες πιο κοντά, όπως ισχυρίζεται, από τα μηνύματα που το ίδιο το Ίδρυμα απευθύνει μέσω της δραστηριότητάς του, φαίνεται ξεκάθαρα ότι ο σκοπός του είναι να προπαγανδίσει το μοντέλο που προωθεί το γερμανικό πολιτικό κατεστημένο, τόσο εντός της χώρας, όσο και ευρύτερα στην Ευρώπη, στο πλαίσιο της μονοδιάστατης μερκελικής της εκδοχής…
Έμφαση στις προσωπικές ιστορίες
Πώς θα μπορούσε να λειτουργήσει ένα προπαγανδιστικό ίδρυμα νεολαίας στον 21ο αιώνα, όταν το κοινό του έχει εδώ και πολλά χρόνια εκπαιδευτεί σε μια νοοτροπία εντελώς δυσανεκτική ως προς τις νουθεσίες, το πατρονάρισμα, και, γενικώς, οποιασδήποτε μορφής πνευματική ή πολιτική καθοδήγηση; Και όταν όλες οι νεολαιΐστικες κουλτούρες περιστρέφονται γύρω από την θεματική του «να είσαι ο εαυτός του»;
Θα παρακάμψει τους συνήθεις τρόπους εκδηλώσεων, εκδόσεων, φυλλαδίων και σεμιναρίων, και θα προσπαθήσει να εκμαιεύσει τις απόψεις που επιθυμεί να προωθήσει μέσα από «προσωπικές ιστορίες». Που όχι μόνον φαντάζουν εντελώς «αθώες», αλλά και δίνουν «πόντους» στο Ίδρυμα για το ότι επιλέγει να μεταβάλει τους απλούς ανθρώπους σε «πρωταγωνιστές».
Είναι όμως όντως έτσι; Σε μια περίπτωση, βλέπουμε το Ίδρυμα να παρουσιάζει μια ιστορία εθελοντικής εργασίας πτυχιούχων σ’ ένα ελληνογερμανικό νηπιαγωγείο της Γερμανίας. Η πρωταγωνίστρια εμφανίζεται ενθουσιασμένη με την εμπειρία της στην ξένη χώρα, και εξηγεί πώς η συμμετοχή της εκεί την βοήθησε να ανοιχτεί και να δει τα πράγματα από μια διαφορετική γωνία. Η επαφή με την κοινωνία έγινε σταδιακά, σ’ ένα ειδυλλιακό νηπιαγωγείο όπου «τα παιδιά μαθαίνουν να γίνονται οι δάσκαλοι του εαυτού τους». Το συμπέρασμα της εξιστόρησης; Η Γερμανία είναι μια χώρα πολύ προχωρημένη στις κοινωνικές της δομές, τα προγράμματα εθελοντισμού της λειτουργούν με εξαιρετικό τρόπο παρέχοντας στους χρήστες πολύτιμες εμπειρίες, έπειτα από τις οποίες ωριμάζουν και βλέπουν τα πράγματα από μια διαφορετική οπτική γωνία. Η ανέλπιστη έκπληξη αυτής της εμπειρίας; Υπάρχει όντως μια χώρα όπου τα μέσα μαζικής μεταφοράς έρχονται στην ώρα τους, και ο χρήστης τους μπορεί να προγραμματίσει το ταξίδι του με ακρίβεια λεπτού.
Ο καθηλωμένος, οπισθοδρομικός ιθαγενής
Πιο στερεοτυπική παρουσίαση της Γερμανίας, ως ενός παραδείσου που συνδυάζει την ελευθεριακότητα με την αυστηρή τήρηση των κανόνων και την μεθοδικότητα, δεν θα μπορούσε να γίνει. Ευτυχώς, που άλλα κομμάτια της Γερμανικής κοινωνίας, αντιδρούν στην προπαγάνδιση της χώρας τους ως «θαυμαστού νέου κόσμου» και από αυτούς μπορούμε να αποκτήσουμε μια πιο σφαιρική εικόνα για την φυσιογνωμία του «νέου ευρωπαϊκού κέντρου».
Εντούτοις, τα στερεότυπα, και το πώς επηρεάζουν την νεολαία και πώς είναι δυνατόν αυτή να βοηθηθεί ώστε να τα καταρρίψει, είναι το αντικείμενο μιας συνάντησης που συνδυάζει τις ψηφιακές τέχνες και το χοροθέατρο και φέρνει κοντά νέους και νέες χορευτές από την Ελλάδα, και την Γερμανία. Σε ποια στερεότυπα αναφέρονται; Σίγουρα όχι σε αυτά που το ίδιο το Ίδρυμα διακινεί: Σε άλλο δημοσίευμα, το ΕΙΝ παραθέτει τις εμπειρίες μιας Ανατολικοευρωπαίας στην Κρήτη για το πώς η ελληνική νεολαία σκέφτεται το μέλλον της. Το πρόβλημα των Ελλήνων, θεωρεί η επισκέπτρια της Κρήτης είναι ότι δεν ταξιδεύουν πολύ και έτσι δεν μπορούν να συγκρίνουν άλλους τρόπους ζωής και σκέψης. Ο μύθος του καθηλωμένου, οπισθοδρομικού ιθαγενή σε μια από τις πιο εκλεπτυσμένες του εκδοχές…
Ενδιαφέρον έχουν τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την ανακαίνιση ενός ευαίσθητου ζητήματος για τις ελληνογερμανικές σχέσεις, εκείνου των πεπραγμένων των ναζιστικών στρατευμάτων του Χίτλερ κατά την διάρκεια της Γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα.
Η μαρτυρική ιστορία της κατοχής στην υπηρεσία της… εθνοαποδόμησης
Οι επισκέψεις στη Γερμανία στο πλαίσιο του Εράσμους απασχολούν το Ίδρυμα. Έλληνες και άλλοι σπουδαστές επισκέφτηκαν την Βαϊμάρη, πόλη των συγγραφέων και φιλοσόφων. Συζητήσεις για το φαινόμενο της οικονομικής μετανάστευσης, η προώθηση της πολυγλωσσίας, ήταν μερικά από τα θέματα, πέρα από τις ενδιαφέρουσες και διδακτικές εκδρομές στα τοπικά στρατόπεδα συγκέντρωσης του Β΄ Παγκοσμίου. Το Ίδρυμα τονίζει τη διεύρυνση του ατομικού ορίζοντα, και τη γνωριμία με τις άλλες κουλτούρες, το πόσο ωραία και ενδιαφέρουσα ήταν από πλευράς εμπειριών η συνάντηση αυτή, που επιπλέον έδωσε πληροφορίες στους συμμετέχοντες για την εργασία στην Ευρώπη.
Το Ίδρυμα μας πληροφορεί για την πρώτη προβολή γερμανικής ταινίας που έγινε στο Μάιντς της Γερμανίας τον Ιανουάριο με θέμα την Κατοχή. Εκεί, 350 μαθητές είδαν ταινία για τα εγκλήματα του Γερμανικού Στρατού στον Κακόπετρο των Χανίων στη διάρκεια της Κατοχής. Το μήνυμα που προέκυψε από την εκδήλωση, δίνεται μέσα από τις δηλώσεις κάποιου νεαρού μαθητή: Σύμφωνα με αυτόν, το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι «στο γερμανικό εκπαιδευτικό σύστημα, η Ελλάδα παρουσιάζεται σπάνια, σχεδόν ποτέ. Υπάρχει σ’ αυτό συχνά ένας τρόπος του σκέπτεσθαι βάσει κάστας […] κι έτσι δεν μπορείς να σκεφτείς πέραν των εθνικών σου συνόρων».
Έτσι, η αναψηλάφηση της εθνικής μαρτυρικής μνήμης της Ελλάδας ανακαλείται σε μια προσπάθεια να στηλιτευτούν τα «εθνικά σύνορα», και ευρύτερα, να αποδοθούν τα εγκλήματα της ναζιστικής Γερμανίας στην εγγενώς προβληματική ιδέα του (κάθε) έθνους. Με αυτόν τον τρόπο, το χάσμα αναμεταξύ του κατακτητή και του κατακτημένου εξαφανίζεται, η ίδια η Κατοχή εμφανίζεται ως σύμπτωμα μιας ιδεολογικής επιμόλυνσης, εκείνης του εθνικισμού. Ενός τρόπου σκέψης που βασίζεται στην κάστα, και της περιχαράκωσης των εθνικών διαχωρισμών.
Επίσης ο ναζισμός παρουσιάζεται όχι σαν το συγκεκριμένο ιστορικό κίνημα, που επικράτησε στην Γερμανία λόγω των συγκεκριμένων οικονομικών, πολιτικών και πολιτιστικών περιστάσεων, αλλά ως «απόλυτο κακό» που θα μπορούσε να προέλθει από οτιδήποτε. Έτσι, σε ένα άλλο άρθρο γίνεται λόγος για «φασίστες κατακτητές από την Γερμανία και την Ιταλία» (gegen die faschistischen Besatzer aus Deutschland und Italien).
Αυτό που επιχειρείται επί της ουσίας είναι η αποσύνδεση του γερμανικού κράτους από την κατοχή που επέβαλε στην Ελλάδα στον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, και τα εγκληματικά της πεπραγμένα. Πράγμα το οποίο επιδιώκει η Γερμανία και για να υπονομεύσει εξ αρχής οποιαδήποτε συζήτηση για τις οφειλές και τις αποζημιώσεις που οφείλει στην Ελλάδα: Έτσι τις θηριωδίες τις διέπραξαν «κάποιοι άλλοι», με τους οποίους πλέον η Γερμανία δεν (θέλει) να έχει καμία σχέση. Είναι άλλο πράγμα όμως η καταγγελία του ναζισμού ως ιδεολογία, και άλλο πράγμα να αποποιείται ένα κράτος τις ευθύνες του ιστορικά. Για να συντελεστεί ουσιαστικά το πρώτο, χρειάζεται να υπάρξει έμπρακτη μεταμέλεια, δηλαδή συζήτηση για τις γερμανικές οφειλές προς την Ελλάδα, κάτι που η γερμανική πλευρά αρνείται διαχρονικά.
Η γερμανική κατοχή δεν είναι η μόνη ιστορική περίοδος των ελληνογερμανικών σχέσεων που η Γερμανία αρνείται να συζητήσει: Είναι και η περίοδος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, και ιδίως η κρατική συνδρομή της Γερμανίας στις γενοκτονίες που διέπραξαν οι Νεότουρκοι του Κεμάλ Ατατούρκ, με βοήθεια σε έμψυχο και πολεμικό υλικό. Αυτό είναι ένα ζήτημα που το Ελληνογερμανικό Ίδρυμα Νεολαίας ποτέ δεν θα θίξει –εξάλλου, είναι ένα κρατικό ίδρυμα, το οποίο πρέπει να τηρεί τις ισορροπίες της Γερμανικής εξωτερικής πολιτικής: Στο πλαίσιό της, η νεο-οθωμανική Τουρκία παραμένει στρατηγικός εταίρος της Γερμανίας -με δικούς της κινητήρες κινεί την πολεμική μηχανή, και εκεί μεταφέρει τις εφοδιαστικές της αλυσίδες η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία για να γλυτώσει από το εργατικό κόστος, δίνοντας έτσι ψήφο εμπιστοσύνης σε ό,τι διαπράττει ο Ερντογάν εναντίον της Ελλάδας.
Το ιδεώδες της μεταεθνικής-μεταναστευτικής κοινωνίας
Τέλος, είναι και το μεταναστευτικό ζήτημα που απασχολεί ιδιαίτερα το Ελληνογερμανικό Ίδρυμα Νεολαίας. Σ’ ένα δημοσίευμα, η ελληνική κυβέρνηση στηλιτεύεται για την πρακτική της να κλείνει τους πρόσφυγες στους καταυλισμούς αποτρέποντας την ανάπτυξη των σχέσεων μεταξύ τους και των ΜΚΟ. Αυτά σχολιάζονται για μια χώρα που επί της ουσίας έχει ιδιωτικοποιήσει την μεταναστευτική της πολιτική παραδίδοντάς την άνευ όρων στις μη-κυβερνητικές οργανώσεις. Η μαρτυρία καταθέτει ότι συχνά οι εθελοντές έρχονται αντιμέτωποι με ρατσιστικά συνθήματα και διακρίσεις, ενώ τονίζει ότι υπάρχει ένα κλίμα βίας τόσο μεταξύ των μεταναστών όσο και στις σχέσεις μεταναστών και ντόπιων.
Η μετανάστευση δεν είναι η μόνη μορφή κινητικότητας που το ίδρυμα επιλέγει να προβάλει. Υπάρχει και η ενδοευρωπαϊκή κινητικότητα, πιο συγκεκριμένα, ο τρόπος που επιλέγεται να προβληθεί και να υποστηριχθεί ως καθοριστική παράμετρος της μετάβασης σε «μεταεθνικές κοινωνίες» που προπαγανδίζεται από το Ίδρυμα. Έτσι, σε δημοσίευμά του, καταγράφονται εμπειρίες Γερμανών εθελοντών στην Ελλάδα, που πιστεύουν ότι τα προγράμματα όπως το Erasmus+ και ο εθελοντισμός δημιουργούν τη βάση για μια νέα γενιά που δε θα σκέφτεται πια μόνο εθνικά.
Άλλωστε, το Ελληνογερμανικό Ίδρυμα Νεολαίας προβάλλει ελληνογερμανικά σεμινάρια νεολαίας με σκοπό «να ενισχύσει τους ειδικούς επί της νεανικής εργασίας … και στη διαμόρφωση των μεταναστευτικών κοινωνιών στη Γερμανία και την Ελλάδα» (Ziel des Trainings ist die Stärkung von Fachkräften der Jugendarbeit im Umgang mit den Herausforderungen durch Migration und in der Ausgestaltung von Migrationsgesellschaften in Deutschland und in Griechenland). Το σεμινάριο αναζητά τις μεθόδους που θα παρακινήσουν τους νέους να συμβάλουν ενεργά στη διαμόρφωση μιας κοινωνίας μετανάστευσης (Migrationsgesellschaft).
Αποθέωση της κινητικότητας, η εργασία στη Γερμανία, η Ελλάδα ως μια χώρα σε κρίση, τελματωμένη, που εντούτοις υπηρετεί τον ρόλο ενός τόπου «εξωτικού» τόσο για τις μαρτυρική πλευρά που αναδεικνύει η ιστορία της, όσο και για τις σύγχρονες μεταναστευτικές εμπειρίες που προσφέρει –η Κατοχή, ο ξεριζωμός των Εβραίων, οι βιαιοπραγίες εναντίον των ντόπιων– καθώς και το ξαναγράψιμο της ιστορίας από μια μετα-εθνική σκοπιά. Ιδού το ιδεώδες του απόλυτου νεοφιλελευθερισμού που υπηρετεί η «συναίνεση του Βερολίνου» το σχέδιο για μια Ευρώπη υπό την γερμανική ηγεμονία που υπηρετεί στην μια ή την άλλη του εκδοχή το γερμανικό κατεστημένο.
Θα περίμενε κανείς από ένα ελληνογερμανικό ίδρυμα να ασχοληθεί με τον Γκαίτε και την ελληνομάθειά του, τον Υπερίωνα του Χέντερλιν, ακόμα, με την μεγάλη συμβολή της Γερμανίας στο παγκόσμιο πνεύμα –από τον Χέρντερ και τον Χέγκελ, μέχρι τον Μαρξ, τον Μαξ Βέμπερ και την Σχολή της Φραγκφούρτης ή τα σημεία σύγκλισης και διαλόγου αναμεταξύ του γερμανικού και του ελληνικού πολιτισμού, ακόμα τις ισότιμες ελληνογερμανικές συνεργασίες στο επίπεδο της τεχνολογίας και της παραγωγής.
Τίποτε από αυτά δεν θα διαβάσει κανείς στην ιστοσελίδα του ελληνογερμανικού ιδρύματος νεολαίας το οποίο απ’ ό,τι φαίνεται δεν έχει… ελληνογερμανικό αντικείμενο, αλλά την εξύμνηση μιας πολύ συγκεκριμένης εκδοχής της παγκοσμιοποίησης, και την προώθησή της ως ιδεώδες στους κόλπους (και) της ελληνικής νεολαίας.
Έχουμε φτάσει, ωστόσο, στο σημείο του κορεσμού: Θα ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον να καταμετρηθούν το σύνολο των ιδρυμάτων, των ΜΚΟ και των προγραμμάτων που απευθύνονται στην τοπική κοινωνία της Θεσσαλονίκης και έχουν το ίδιο ιδεολογικό και πολιτικό αντικείμενο. Αν και αυτό είναι αντικείμενο ενός επομένου ρεπορτάζ της «ομάδας εργασίας»του Μένουμε Θεσσαλονίκη, αξίζει να σημειώσουμε πως, στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει και κάτι άλλο: Η μονοφωνία αυτών των παρεμβάσεων είναι εντελώς καταθλιπτική, συνθέτει έναν μονόλογο που βομβαρδίζει μέσα από κάθε δυνατή προσέγγιση τις νέες γενιές. Μήπως άραγε πρόκειται για βελούδινο ολοκληρωτισμό;
Πηγή: ΜΕΝΟΥΜΕ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ