Για μια ακόμη φορά η κυβέρνηση επιχειρεί να αντιμετωπίσει την οργή και τη διαμαρτυρία του κόσμου με τη μέθοδο της καταστολής.
Αυτή τη φορά χωρίς καμιά επίσημη αφορμή, οι δυνάμεις καταστολής πήραν πολιτική εντολή να χτυπήσουν στην καρδιά των διαδηλώσεων σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη χθες. Οι κυβερνώντες θέλουν πάση θυσία να στείλουν ηττημένο στα σπίτια του τον κόσμο που διαδηλώνει, πριν οι κινητοποιήσεις γίνουν πολύ πιο μαζικές και πιο ριζοσπαστικές.
Οι κυβερνώντες φοβούνται την μετεξέλιξη των διαδηλώσεων σε κάτι ανάλογο μ’ εκείνες των πλατειών το 2011-2012, μακριά και έξω από τον έλεγχο τόσο της ηγεσίας των συνδικάτων, όσο και των κομμάτων της αντιπολίτευσης του κοινοβουλίου. Τρέμουν μια νέα περίοδο μαζικών διαδηλώσεων, όπου η κινητοποιημένη κοινωνία και κυρίως αυτή που επίσημα χαρακτηρίζεται ως «σιωπηλή πλειοψηφία» αναλάβει τα ηνία της κατάστασης.
Κι αυτό θα γίνει είτε τους αρέσει, είτε όχι, όσο η οργή υποχωρεί μπροστά στην συσσωρευμένη βαθιά αγανάκτηση για όλα αυτά τα χρόνια που η Ελλάδα έχει τεθεί υπό μνημονιακή κατοχή και εκποίηση. Για όλα αυτά τα χρόνια που ο ελληνικός λαός βιώνει μια αληθινή γενοκτονία σε βάρος του με αποκορύφωμα την επιβολή ολοκληρωτικού τύπου κοινοβουλευτικής δικτατορίας με άλλοθι την πανδημική κρίση.
Η δολοφονία των Τεμπών αποτέλεσε την θρυαλλίδα. Και τώρα οι ηγεσίες τόσο των συνδικάτων, όσο και των κομμάτων του κοινοβουλίου του εγγυώνται ότι το έγκλημα δεν θα περάσει έτσι. Ότι οι υπαίτιοι θα δικαστούν. Πώς; Πώς τους εγγυώνται κάτι τέτοιο; Πώς μπορεί να εγγυηθεί π.χ. ο κ. Κουτσούμπας ότι οι υπαίτιοι θα καθίσουν στο σκαμνί;
Εδώ δεν τολμούν να θέσουν θέμα καταστρατήγησης του Συντάγματος με το καθεστώς μνημονίων. Η εκ βάθρων συνταγματική εκτροπή προς όφελος ξένων πρωτίστως συμφερόντων, χαρακτηρίστηκε από τον κ. Καραθανασόπουλο πριν λίγα χρόνια, όταν βρεθήκαμε στη Μεγαλόπολη σε κοινό πάνελ εκδήλωσης, ως «συνωμοσιολογία».
Δεν τολμούν ούτε καν να θέσουν ζήτημα άμεσης εθνικοποίησης των σιδηροδρόμων και όλων των υποδομών, που έχουν περάσει στο ΤΑΪΠΕΔ και στο Υπερταμείο με πρώτο βήμα την επιστροφή στο κράτος όλων των περιουσιακών του στοιχείων. Ζητούν απλά από το μνημονιακό καθεστώς να τιμωρήσει τους υπεύθυνους, χωρίς καν να θέτουν ζήτημα άμεσης ανατροπής της μνημονιακής κατοχής και εκποίησης.
Η μεν ηγεσία της ΓΣΕΕ τρέμει μην τυχόν και βρεθεί εκτός ευρωπαϊκών κονδυλίων. Η δε ηγεσία του ΚΚΕ τρέμει μη χάσει τα δάνεια από τις τράπεζες, όποτε πώς θα πληρώνει κομματικές αργομισθίες και λειτουργικά, αλλά και η Τράπεζα της Ελλάδας αποκαλύψει τις κομματικές offshore σε Ελλάδα και Κύπρο.
Ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει να επανέλθει στην κυβέρνηση για να πείσει μια ακόμη φορά τους ξένους δανειστές ότι η αριστερά του είδους του μπορεί να εκτονώσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια, πολύ πιο αποτελεσματικά και μακροχρόνια απ’ ότι η δεξιά της ΝΔ. Χώρια το γεγονός ότι η ηγεσία του εμπλέκεται σ’ όλα τα μεγάλα σκάνδαλα εκποίησης της δημόσιας περιουσίας όχι μόνο προς όφελος των ξένων δανειστών, αλλά και υπέρ του οργανωμένου εγκλήματος. Όπως συμβαίνει με την εκποίηση της ΤΡΑΙΝΟΣΕ στην ιταλική εταιρία κρατικού ενδιαφέροντος, η οποία τόσο έντονα κατηγορείται στην Ιταλία για διαπλοκή με τη μαφία.
Για άλλους κάτι τέτοιο, δηλαδή η ανατροπή του μνημονιακού καθεστώτος, είναι πλέον αδύνατο. Κι ας καταδικάζει τη χώρα σε χρεοκοπία εσαεί υπό επίσημο καθεστώς πεονίας, δηλαδή δουλοπαροικίας του χρέους για ολόκληρο το λαό. Ενώ για άλλους, πιο επαναστάτες – στα λόγια! – το δημοκρατικό αίτημα της ανατροπής του μνημονιακού καθεστώτος ταυτίζεται με την ανατροπή του καπιταλισμού. Κι έτσι εύκολα το άμεσο, το ζωτικά επίκαιρο, παραπέμπεται στις ιστορικές καλένδες ενός αόριστου και αφηρημένου μέλλοντος, που υφίσταται μόνο στα κομματικά εγχειρίδια.
Η αλήθεια είναι ότι βρισκόμαστε σε μια ανάλογη κατάσταση μ’ εκείνη μετά τα Ιουλιανά του 1965. Όπως και τότε, έτσι και τώρα ο λαός μας στην μεγάλη του πλειοψηφία αντιλαμβάνεται αυτό που αρνούνται να αντιληφθούν οι ηγεσίες του κέντρου και της αριστεράς της εποχής. Το γεγονός δηλαδή ότι το κυρίαρχο ζήτημα είναι η ανατροπή του κολοβού αυταρχικού και ξενόδουλου κοινοβουλευτικού καθεστώτος και η επιβολή δημοκρατικού πολιτεύματος.
Ο λαός τότε έθετε το κυρίαρχο πολιτειακό ζήτημα με τις διαδηλώσεις του επί 75 συνεχείς ημέρες, ενώ οι ηγεσίες του κέντρου και της αριστεράς επιχειρούσαν να το αποσιωπήσουν θέτοντας απλά ζήτημα άμεσων εκλογών. Μόνο που κανείς δεν ήθελε αυτές τις εκλογές υπό συνθήκες διαρκών λαϊκών κινητοποιήσεων, οι οποίες συνεχιζόμενες ίσως υλοποιούσαν το αυθόρμητο εν πολλοίς αίτημα συγκρότησης «λαϊκού μετώπου».
Γι’ αυτό κι όλες οι ηγεσίες οδήγησαν το λαό στο σπίτι του, στον «καναπέ» του, προκειμένου να γίνουν οι εκλογές τον Μάιο 1967. Με τον τρόπο αυτό πίστευαν οι ηγεσίες τόσο του κέντρου, όσο και της αριστεράς, ότι χωρίς το λαό στους δρόμους εξασφάλιζαν ομαλές εκλογές χωρίς να δίνεται η ευκαιρία για επιβολή δικτατορίας.
Μόνο που ήταν ακριβώς ο τρόπος αυτός, που άνοιξε το δρόμο για τη δικτατορία. Όσο ο λαός ήταν στους δρόμους αναδεικνύοντας το πολιτειακό ζήτημα και απαιτώντας νέο δημοκρατικό Σύνταγμα, οι επίδοξοι δικτάτορες δεν τολμούσαν να κινηθούν μην τυχόν και έρθουν αντιμέτωποι με τις κινητοποιημένες μάζες. Η ευκαιρία τους δόθηκε όταν οι λαϊκές κινητοποιήσεις καταλάγιασαν. Όταν οι μάζες γύρισαν σπίτι τους.
Έτσι και σήμερα. Μεγάλη μερίδα του λαού μας, ειδικά εκείνη που είχε καταδικαστεί από το επίσημο μιντιακό και πολιτικό κατεστημένο ως απολιτίκ, αρχίζει να ανακάμπτει. Ιδίως, εκείνη η μερίδα που ο μνημονιακός ΣΥΡΙΖΑ έστειλε στην αποχή και την απογοήτευση, προκειμένου να τον διαδεχθεί εκλογικά το 2019 η μαφία Μητσοτάκη.
Στις κινητοποιήσεις αυθόρμητα άρχισε να κυριαρχεί το σύνθημα «αποχή=ανοχή». Κι αυτό προμηνύει τα χείριστα για όλους του κοινοβουλίου. Ο λαός μας ανακάμπτει όχι με όρους διαμαρτυρίας, αλλά με όρους αποφασιστικότητας. Γνωρίζει από εμπειρία πια, ότι τα ψέματα τελείωσαν και πώς αν δεν ανατραπεί εδώ και τώρα το υφιστάμενος καθεστώς μνημονιακής κατοχής και εκποίησης, έρχονται πολύ χειρότερα. Όποιος κι αν βρεθεί στην κυβέρνηση.
Γνωρίζει πώς η κυριαρχία του κρατικά οργανωμένου εγκλήματος στη χώρας μας δεν περιορίζεται στην πολιτική οικογένεια του Μητσοτάκη, αλλά εξυπηρετεί συστημικές ανάγκες του καθεστώτος υποτέλειας. Κι επομένως το έγκλημα ως κυβερνητική πολιτική θα συνεχιστεί με οιονδήποτε μνημονιακό βρεθεί στη διακυβέρνηση της χώρας.
Βέβαια, ο λαός τότε, δεν είναι ο λαός σήμερα. Ο λαός σήμερα δεν έχει τις ζωντανές εμπειρίες των μεγάλων εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων της Αντίστασης ενάντια στο ξένο κατακτητή, ούτε των μαζικότατων αγώνων για την εθνική ανεξαρτησία της Ελλάδας, την αυτοδιάθεση της Κύπρου με σύνθημα την «Ένωση», εναντίον του ΝΑΤΟ, της αμερικανοκρατίας και του μετεμφυλιακού καθεστώτος βίας, νοθείας και αίματος.
Δεν έχει συνδικάτα και κοινοβουλευτικά κόμματα τα οποία να λειτουργούν με γνώμονα την ενότητά του εναντίον του καθεστώτος του παρακράτους, της υποτέλειας και της εξάρτησης. Ούτε διακρίνεται για τον πατριωτισμό του, όπως στις δεκαετίες μετά το 1940.
Ωστόσο, ο λαός μας σήμερα έχει αρχίσει να κινείται όχι με το θυμικό και την απογοήτευση που τον ταΐζουν με τον μετρικό τόνο τα εξωνημένα μέσα μαζικής εξαπάτησης. Ούτε με το διαίρει και βασίλευε των πολιτικών θεολογιών των κομματικών ταγών της δεξιάς και της αριστεράς. Κινείται με βάση τις δικές του άμεσες και πιεστικές ανάγκες, αλλά και την βεβαιότητά του ότι αν δεν υπάρξει κοινωνικοπολιτική ενότητα από τα κάτω και εκτός κοινοβουλίου, οι εκλογές αυτές ίσως να είναι οι τελευταίες ελεύθερες εκλογές της μεταπολίτευσης. Όσο ελεύθερες δηλαδή υπήρξαν, παίρνοντας υπόψη την επικρατούσα επίσημη καλπονοθεία όλα αυτά τα χρόνια.
Ο Δημήτρης Καζάκης είναι Πρόεδρος του ΕΠΑΜ.
Πρώτη δημοσίευση του άρθρου στο ιστολόγιο του Δ. Καζάκη dimitriskazakis.blogspot στις 17/3/2023.