Έχει δυο αξιόλογα παιδιά που ζουν μακριά από το σπιτικό τους. Η κόρη της φοιτήτρια σε άλλη πόλη κι ο γιος κάνει την διδακτορική του διατριβή σε άλλο τόπο κι αυτός. Οι γονείς της δεν ζουν. Φροντίζει την ηλικιωμένη πεθερά της που έχει χάσει κι αυτή τον άντρα της και τα δυο της παιδιά.
Είναι διορισμένη σε ένα χωριό της Λέσβου και ζητά τα αυτονόητα από την επίσημη πολιτεία, από το υπουργείο παιδείας. Αγωνίζεται για μια απόσπαση στον τόπο της προκειμένου να προστατεύει την υπερήλικη πεθερά της, να ανάβει το καντήλι στο μνήμα του αγαπημένου της, να βλέπει, όποτε μπορεί, τα βλαστάρια της.
Οι υπεύθυνοι που διαχειρίζονται την τύχη και το μέλλον αυτής της χώρας, ψυχρά και απρόσωπα, δεν θεωρούν κατάλληλους τους λόγους για την απόσπαση της εκπαιδευτικού.
Υποκλίνομαι στην αξιοπρέπεια και στην ψυχική δύναμη της Τασούλας που τιμά και σέβεται το σχολείο σε κάθε παραμεθόρια τοποθέτηση της. Την γυναίκα που ξέρει να πενθεί και ταυτόχρονα να διδάσκει.
«Δεν έγινε Γιάννη μου τί να κάνουμε όσο κι αν το πάλεψα! Με αποζημιώνει κάπως η ηρεμία της περιοχής εδώ στην άγρια δύση της Λέσβου!!!».
Αναζητώ την λογική, την ανθρωπιά, την αγάπη απέναντι στους απρόσωπους νόμους. Ντρέπομαι για την μικρότητα, την ψυχρότητα, την απάθεια των ανθρώπινων ρομπότ.
Είμαι υπερήφανος που γνώρισα την Τασούλα από τον αείμνηστο φίλο μου και σύζυγο της Γιάννη.
Αισθάνομαι πλούσιος γιατί τρέφομαι από την λιτότητα, την αγνότητα, την ταπεινότητα λίγων και εκλεκτών ανθρώπων που στέκονται όρθιοι μπροστά στην ανισότητα που χτίζει ο παραλογισμός των «μεγάλων» εγκέφαλων του συστήματος.
Γιάννης Τσαπουρνιώτης