Από τη διαμαρτυρία στο Ζάππειο, όπου την Παρασκευή 16/9 η κυβέρνηση οργάνωσε διεθνές συνέδριο για τα Εργασιακά
Το εβδομαδιαίο δελτίο του ΣΕΒ, που δημοσιοποιήθηκε την Παρασκευή, είναι στην πραγματικότητα η πιστότερη ανασκόπηση όχι μόνο της βδομάδας που μας πέρασε, αλλά συνολικά της περιόδου που διανύουμε.
Χωρίς περιστροφές, ο Σύνδεσμος των Βιομηχάνων αποφαίνεται ότι «παρά τις ιδεολογικές διαφορές, οι παρουσιάσεις των πολιτικών αρχηγών των δύο μεγάλων κομμάτων στη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης συγκλίνουν στην αναγκαιότητα ταχείας εξόδου από την κρίση και την ύφεση και τη μετάβαση της οικονομίας σε ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο, εστιασμένο στις επενδύσεις και τις εξαγωγές, με περισσότερο σχεδιασμό, λιγότερη παροχολογία και μεγαλύτερη συμμόρφωση προς τους περιορισμούς του μνημονίου».
Τι σημαίνει αυτό; Οτι οι όποιες (υπαρκτές) διαφορές στην αναλογία του μείγματος διαχείρισης που προτείνουν τα δυο κόμματα, «απορροφούνται» από τη στρατηγική τους σύγκλιση στο στόχο της καπιταλιστικής ανάκαμψης, απ' όπου καθορίζεται και ο πυρήνας της πολιτικής τους, με τους άξονες που περιγράφει στο δελτίο του ο ΣΕΒ.
Επομένως, σύμφωνα με τον ΣΕΒ, «όπως στην πολιτική, έτσι και την οικονομία, φαίνεται να μην υπάρχουν πλέον αδιέξοδα», με δεδομένο ότι ο ανταγωνισμός που υπάρχει ανάμεσα στους δυο βασικούς πόλους της κυβερνητικής εναλλαγής, είναι μόνο για το ποιος μπορεί καλύτερα να υπηρετήσει τους στόχους της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας του κεφαλαίου, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα ότι τα αντιλαϊκά μέτρα θα προχωρούν με τις μικρότερες δυνατές αναταράξεις, ει δυνατόν και με τη συνέργεια του λαού.
Βιάζονται, αλλά για ποιον;
Απ' αυτή τη σκοπιά πρέπει να δούμε και τις δηλώσεις του πρωθυπουργού στο πρακτορείο «Reuters», από τη μακρινή Νέα Υόρκη, όπου ο Αλ. Τσίπρας από τη μια επιβεβαίωσε τη διάθεση της κυβέρνησης να «τρέξει» όλα τα αντιλαϊκά προαπαιτούμενα της πρώτης και της δεύτερης «αξιολόγησης», προαναγγέλλοντας μάλιστα «συμβιβασμούς» στο ζήτημα των Εργασιακών, που είναι ο πυρήνας του επόμενου γύρου της επίθεσης.
Σύμφωνα με τη συνέντευξη που έδωσε ο πρωθυπουργός, «βιαζόμαστε για να βρεθούμε σε θέση να εκπληρώσουμε τα ορόσημα στο τέλος του Σεπτεμβρίου, στις αρχές του Οκτωβρίου, στο προγραμματισμένο Eurogroup, ώστε στο τέλος του Οκτωβρίου να μπορέσουμε να ολοκληρώσουμε τη δεύτερη αξιολόγηση».
Μια μικρή ...λεπτομέρεια είναι η εξής: Ο ΣΕΒ, στο εβδομαδιαίο δελτίο του, επαναλαμβάνει την αξίωση να προχωρήσει γρήγορα η «αξιολόγηση», ξεχωρίζοντας μάλιστα κι αυτός το ζήτημα των Εργασιακών.
Οπως γράφει, «κύριο προαπαιτούμενο της 2ης αξιολόγησης είναι τα Εργασιακά», ενώ σημειώνει με νόημα ότι «η επιδιωκόμενη επαναφορά των Συλλογικών Συμβάσεων θα ενισχύσει σημαντικά την λειτουργία της αγοράς εργασίας, μόνον, όμως, εφόσον το θεσμικό πλαίσιο της διαιτησίας και της διαμεσολάβησης δεν παραβιάζει την ελευθερία των διαπραγματεύσεων, όπως συμβαίνει σήμερα».
Η δήλωση αυτή του ΣΕΒ προσθέτει άλλη μια ψηφίδα στο παζλ των αλλαγών που συζητάει η κυβέρνηση με το κουαρτέτο για το ζήτημα των Εργασιακών.
Στην πραγματικότητα, αν και η επόμενη συνάντηση του υπουργού Εργασίας με το κουαρτέτο έχει οριστεί για τις 17 Οκτώβρη, το πλαίσιο των ανατροπών που τέθηκε με το τρίτο μνημόνιο εξειδικεύεται με τις δημόσιες παρεμβάσεις των άμεσα ενδιαφερόμενων και βέβαια με τις παρασκηνιακές διαβουλεύσεις ανάμεσα σε κυβέρνηση - ΕΕ - ΔΝΤ που συνεχίζονται αμείωτες.
Πουκάμισο αδειανό...
Ειδικά η παρέμβαση του ΣΕΒ για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις δίνει με εξαιρετική ακρίβεια το περίγραμμα στο οποίο θα κινηθεί η νέα νομοθεσία, ανεξάρτητα από τις τελικές διατυπώσεις. Τι λέει στην πραγματικότητα ο ΣΕΒ; Να υπάρχει συλλογική διαπραγμάτευση, αλλά να αποκλειστεί κάθε δυνατότητα μονομερούς προσφυγής των εργαζομένων ακόμα και σ' αυτή τη Διαιτησία, η οποία κατά κόρον γνωμοδοτεί υπέρ των εργοδοτών!
Αν βάλουμε δίπλα σ' αυτή τη δήλωση το υπόμνημα που παρέδωσε ο ΣΕΒ στην επιτροπή για τα Εργασιακά, θα έχουμε την πλήρη σχεδόν εικόνα των όσων ετοιμάζεται να νομοθετήσει η κυβέρνηση.
Γράφουν οι βιομήχανοι στο υπόμνημα για τις Συλλογικές Συμβάσεις: «Η χώρα πρέπει με οριστικό τρόπο να ενταχθεί στη λογική ότι υπερισχύουν εκείνες οι συμβάσεις που είναι πλησιέστερα στο χώρο εργασίας στον οποίο αφορούν. Με άλλα λόγια, οι επιχειρησιακές συμβάσεις πρέπει σε κάθε περίπτωση να κατισχύουν, καθεστώς που υφίσταται τώρα».
Επομένως, επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τη μεγαλοεργοδοσία σημαίνει να αποκτήσει ισχυρές νομικές «αντηρίδες» το πλαίσιο που έχει διαμορφωθεί μέχρι σήμερα και το οποίο στερεί από τους εργαζόμενους και τα ελάχιστα εργαλεία, κάτω από το δοσμένο συσχετισμό, να διαπραγματευθούν με καλύτερες προϋποθέσεις τους όρους πώλησης της εργατικής τους δύναμης.
Ετσι, στην πραγματικότητα, ακόμα κι αν η κυβέρνηση επαναφέρει τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, αυτές θα είναι πουκάμισο αδειανό για τους εργαζόμενους, με τους περιορισμούς και το πλαίσιο που περιγράφεται πιο πάνω.
Σημαδεμένη τράπουλα
Αυτό επιβεβαιώνει και η συζήτηση για τον τρόπο καθορισμού του κατώτερου μισθού. Το σενάριο που φέρεται να μελετάει η κυβέρνηση, είναι να εφαρμοστεί ένα σύστημα αντίστοιχο με αυτό της Μεγάλης Βρετανίας, όπου μια επιτροπή καθορίζει το εύρος των αυξήσεων (ή των μειώσεων) στον κατώτερο μισθό, με βάση την ανεργία, την παραγωγικότητα και άλλους δείκτες για την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και στη συνέχεια οι «κοινωνικοί εταίροι» συμφωνούν το ακριβές ποσοστό.
Αυτό σημαίνει ότι ο ρόλος της συλλογικής διαπραγμάτευσης στον καθορισμό του κατώτερου μισθού θα είναι διακοσμητικός, όπως άλλωστε προβλέπεται και από το νόμο Βρούτση, ο οποίος αναμενόταν να εφαρμοστεί από 1/1/2017 (άλλη μια απόδειξη της στρατηγικής τους ταύτισης, για την οποία πανηγυρίζει ο ΣΕΒ).
Αν σ' αυτό προσθέσει κανείς τα εμπόδια στην απεργία που θέλει να βάλει η κυβέρνηση με το νέο συνδικαλιστικό νόμο, είναι φανερό ότι στόχος της όλης προσπάθειας είναι να θωρακιστεί η καπιταλιστική κερδοφορία και ανταγωνιστικότητα από κάθε «απρόβλεπτο» παράγοντα που σχετίζεται με το κίνημα και τη δημιουργία προϋποθέσεων για την ανάπτυξη αγώνων.
Επομένως, συλλογική διαπραγμάτευση μπορεί να υπάρξει, σύμφωνα με τις εξαγγελίες της κυβέρνησης και το ...«κοινωνικό κεκτημένο» της ΕΕ, αλλά θα γίνεται με σημαδεμένη τράπουλα, σε βάρος των εργαζομένων και με νέα εμπόδια στο κίνημα να οργανώσει αγώνες.
Το σκηνικό συμπληρώνεται από την πρόθεση της κυβέρνησης να συζητήσει την αύξηση του ποσοστού των απολύσεων ανάλογα με τον αριθμό των εργαζομένων που απασχολεί μια επιχείρηση και την τυπική κατάργηση του υπουργικού βέτο στις ομαδικές απολύσεις, έχοντας το βλέμμα στραμμένο κυρίως στην αναδιάρθρωση των πρώην ΔΕΚΟ που τώρα εντάσσονται στο υπερ-ταμείο και προετοιμάζεται η παραπέρα ιδιωτικοποίησή τους.
Οξύνεται το Μεταναστευτικό
Κατά τ' άλλα, το ταξίδι του πρωθυπουργού στην έδρα του ΟΗΕ είχε για βασικό θέμα το Προσφυγικό, τις ίδιες μέρες που στην Ελλάδα κλιμακωνόταν η ένταση για τα κέντρα φιλοξενίας που βρίσκονται σε νησιά του Βόρειου Αιγαίου και κυρίως στη Μυτιλήνη. Οι συνέπειες από την πολιτική εγκλωβισμού, με την οποία αντιμετωπίζουν το Προσφυγικό - Μεταναστευτικό κυβέρνηση και ΕΕ, γίνονται πλέον ορατές με οξυμένο τρόπο.
Χιλιάδες διωγμένοι από τις πατρίδες τους έχουν καταδικαστεί σε αναμονή χωρίς τέλος, μέσα σε άθλιες συνθήκες, ενώ οι δυσκολίες που αντικειμενικά προκύπτουν για τους κατοίκους των νησιών, γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης από ακροδεξιά - ρατσιστικά στοιχεία, που προσπαθούν να εγκλωβίσουν το λαό.
Μέσα σε αυτό το ζοφερό σκηνικό, γίνεται προσπάθεια να κρυφτεί η «μεγάλη εικόνα»: Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος που γεννάει την προσφυγιά και στον οποίο συμμετέχει πολύτροπα η ελληνική κυβέρνηση, εμπλέκοντας το λαό σε ένα αξεδιάλυτο κουβάρι επικίνδυνων ανταγωνισμών και αντιθέσεων. Οι ευθύνες της ΕΕ και η συνευθύνη της κυβέρνησης είναι μεγάλη για την αντιμετώπιση των χιλιάδων προσφύγων και μεταναστών με τα κριτήρια της καπιταλιστικής αγοράς, των γεωπολιτικών παιχνιδιών που παίζονται στις πλάτες των λαών, της ταξικής εκμετάλλευσης.
Η συνειδητοποίηση αυτής της πραγματικότητας και η πάλη για την ανατροπή της είναι που θα δώσει πραγματική διέξοδο στο λαό. Να γίνει, δηλαδή, αντιληπτό ότι οι αιτίες για την άθλια κατάσταση με το Προσφυγικό έχουν την ίδια ρίζα με την επίθεση που δέχονται οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα και σε όλη την ΕΕ από τις κυβερνήσεις του κεφαλαίου. Και πως χρειάζεται αντεπίθεση και σύγκρουση με την πολιτική του κεφαλαίου σε όλα τα μέτωπα, για να δει ο λαός πραγματικά το φως στην άκρη του τούνελ.
Copyright © 1997-2016 ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Το εβδομαδιαίο δελτίο του ΣΕΒ, που δημοσιοποιήθηκε την Παρασκευή, είναι στην πραγματικότητα η πιστότερη ανασκόπηση όχι μόνο της βδομάδας που μας πέρασε, αλλά συνολικά της περιόδου που διανύουμε.
Χωρίς περιστροφές, ο Σύνδεσμος των Βιομηχάνων αποφαίνεται ότι «παρά τις ιδεολογικές διαφορές, οι παρουσιάσεις των πολιτικών αρχηγών των δύο μεγάλων κομμάτων στη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης συγκλίνουν στην αναγκαιότητα ταχείας εξόδου από την κρίση και την ύφεση και τη μετάβαση της οικονομίας σε ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο, εστιασμένο στις επενδύσεις και τις εξαγωγές, με περισσότερο σχεδιασμό, λιγότερη παροχολογία και μεγαλύτερη συμμόρφωση προς τους περιορισμούς του μνημονίου».
Τι σημαίνει αυτό; Οτι οι όποιες (υπαρκτές) διαφορές στην αναλογία του μείγματος διαχείρισης που προτείνουν τα δυο κόμματα, «απορροφούνται» από τη στρατηγική τους σύγκλιση στο στόχο της καπιταλιστικής ανάκαμψης, απ' όπου καθορίζεται και ο πυρήνας της πολιτικής τους, με τους άξονες που περιγράφει στο δελτίο του ο ΣΕΒ.
Επομένως, σύμφωνα με τον ΣΕΒ, «όπως στην πολιτική, έτσι και την οικονομία, φαίνεται να μην υπάρχουν πλέον αδιέξοδα», με δεδομένο ότι ο ανταγωνισμός που υπάρχει ανάμεσα στους δυο βασικούς πόλους της κυβερνητικής εναλλαγής, είναι μόνο για το ποιος μπορεί καλύτερα να υπηρετήσει τους στόχους της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας του κεφαλαίου, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα ότι τα αντιλαϊκά μέτρα θα προχωρούν με τις μικρότερες δυνατές αναταράξεις, ει δυνατόν και με τη συνέργεια του λαού.
Βιάζονται, αλλά για ποιον;
Απ' αυτή τη σκοπιά πρέπει να δούμε και τις δηλώσεις του πρωθυπουργού στο πρακτορείο «Reuters», από τη μακρινή Νέα Υόρκη, όπου ο Αλ. Τσίπρας από τη μια επιβεβαίωσε τη διάθεση της κυβέρνησης να «τρέξει» όλα τα αντιλαϊκά προαπαιτούμενα της πρώτης και της δεύτερης «αξιολόγησης», προαναγγέλλοντας μάλιστα «συμβιβασμούς» στο ζήτημα των Εργασιακών, που είναι ο πυρήνας του επόμενου γύρου της επίθεσης.
Σύμφωνα με τη συνέντευξη που έδωσε ο πρωθυπουργός, «βιαζόμαστε για να βρεθούμε σε θέση να εκπληρώσουμε τα ορόσημα στο τέλος του Σεπτεμβρίου, στις αρχές του Οκτωβρίου, στο προγραμματισμένο Eurogroup, ώστε στο τέλος του Οκτωβρίου να μπορέσουμε να ολοκληρώσουμε τη δεύτερη αξιολόγηση».
Μια μικρή ...λεπτομέρεια είναι η εξής: Ο ΣΕΒ, στο εβδομαδιαίο δελτίο του, επαναλαμβάνει την αξίωση να προχωρήσει γρήγορα η «αξιολόγηση», ξεχωρίζοντας μάλιστα κι αυτός το ζήτημα των Εργασιακών.
Οπως γράφει, «κύριο προαπαιτούμενο της 2ης αξιολόγησης είναι τα Εργασιακά», ενώ σημειώνει με νόημα ότι «η επιδιωκόμενη επαναφορά των Συλλογικών Συμβάσεων θα ενισχύσει σημαντικά την λειτουργία της αγοράς εργασίας, μόνον, όμως, εφόσον το θεσμικό πλαίσιο της διαιτησίας και της διαμεσολάβησης δεν παραβιάζει την ελευθερία των διαπραγματεύσεων, όπως συμβαίνει σήμερα».
Η δήλωση αυτή του ΣΕΒ προσθέτει άλλη μια ψηφίδα στο παζλ των αλλαγών που συζητάει η κυβέρνηση με το κουαρτέτο για το ζήτημα των Εργασιακών.
Στην πραγματικότητα, αν και η επόμενη συνάντηση του υπουργού Εργασίας με το κουαρτέτο έχει οριστεί για τις 17 Οκτώβρη, το πλαίσιο των ανατροπών που τέθηκε με το τρίτο μνημόνιο εξειδικεύεται με τις δημόσιες παρεμβάσεις των άμεσα ενδιαφερόμενων και βέβαια με τις παρασκηνιακές διαβουλεύσεις ανάμεσα σε κυβέρνηση - ΕΕ - ΔΝΤ που συνεχίζονται αμείωτες.
Πουκάμισο αδειανό...
Ειδικά η παρέμβαση του ΣΕΒ για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις δίνει με εξαιρετική ακρίβεια το περίγραμμα στο οποίο θα κινηθεί η νέα νομοθεσία, ανεξάρτητα από τις τελικές διατυπώσεις. Τι λέει στην πραγματικότητα ο ΣΕΒ; Να υπάρχει συλλογική διαπραγμάτευση, αλλά να αποκλειστεί κάθε δυνατότητα μονομερούς προσφυγής των εργαζομένων ακόμα και σ' αυτή τη Διαιτησία, η οποία κατά κόρον γνωμοδοτεί υπέρ των εργοδοτών!
Αν βάλουμε δίπλα σ' αυτή τη δήλωση το υπόμνημα που παρέδωσε ο ΣΕΒ στην επιτροπή για τα Εργασιακά, θα έχουμε την πλήρη σχεδόν εικόνα των όσων ετοιμάζεται να νομοθετήσει η κυβέρνηση.
Γράφουν οι βιομήχανοι στο υπόμνημα για τις Συλλογικές Συμβάσεις: «Η χώρα πρέπει με οριστικό τρόπο να ενταχθεί στη λογική ότι υπερισχύουν εκείνες οι συμβάσεις που είναι πλησιέστερα στο χώρο εργασίας στον οποίο αφορούν. Με άλλα λόγια, οι επιχειρησιακές συμβάσεις πρέπει σε κάθε περίπτωση να κατισχύουν, καθεστώς που υφίσταται τώρα».
Επομένως, επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τη μεγαλοεργοδοσία σημαίνει να αποκτήσει ισχυρές νομικές «αντηρίδες» το πλαίσιο που έχει διαμορφωθεί μέχρι σήμερα και το οποίο στερεί από τους εργαζόμενους και τα ελάχιστα εργαλεία, κάτω από το δοσμένο συσχετισμό, να διαπραγματευθούν με καλύτερες προϋποθέσεις τους όρους πώλησης της εργατικής τους δύναμης.
Ετσι, στην πραγματικότητα, ακόμα κι αν η κυβέρνηση επαναφέρει τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, αυτές θα είναι πουκάμισο αδειανό για τους εργαζόμενους, με τους περιορισμούς και το πλαίσιο που περιγράφεται πιο πάνω.
Σημαδεμένη τράπουλα
Αυτό επιβεβαιώνει και η συζήτηση για τον τρόπο καθορισμού του κατώτερου μισθού. Το σενάριο που φέρεται να μελετάει η κυβέρνηση, είναι να εφαρμοστεί ένα σύστημα αντίστοιχο με αυτό της Μεγάλης Βρετανίας, όπου μια επιτροπή καθορίζει το εύρος των αυξήσεων (ή των μειώσεων) στον κατώτερο μισθό, με βάση την ανεργία, την παραγωγικότητα και άλλους δείκτες για την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και στη συνέχεια οι «κοινωνικοί εταίροι» συμφωνούν το ακριβές ποσοστό.
Αυτό σημαίνει ότι ο ρόλος της συλλογικής διαπραγμάτευσης στον καθορισμό του κατώτερου μισθού θα είναι διακοσμητικός, όπως άλλωστε προβλέπεται και από το νόμο Βρούτση, ο οποίος αναμενόταν να εφαρμοστεί από 1/1/2017 (άλλη μια απόδειξη της στρατηγικής τους ταύτισης, για την οποία πανηγυρίζει ο ΣΕΒ).
Αν σ' αυτό προσθέσει κανείς τα εμπόδια στην απεργία που θέλει να βάλει η κυβέρνηση με το νέο συνδικαλιστικό νόμο, είναι φανερό ότι στόχος της όλης προσπάθειας είναι να θωρακιστεί η καπιταλιστική κερδοφορία και ανταγωνιστικότητα από κάθε «απρόβλεπτο» παράγοντα που σχετίζεται με το κίνημα και τη δημιουργία προϋποθέσεων για την ανάπτυξη αγώνων.
Επομένως, συλλογική διαπραγμάτευση μπορεί να υπάρξει, σύμφωνα με τις εξαγγελίες της κυβέρνησης και το ...«κοινωνικό κεκτημένο» της ΕΕ, αλλά θα γίνεται με σημαδεμένη τράπουλα, σε βάρος των εργαζομένων και με νέα εμπόδια στο κίνημα να οργανώσει αγώνες.
Το σκηνικό συμπληρώνεται από την πρόθεση της κυβέρνησης να συζητήσει την αύξηση του ποσοστού των απολύσεων ανάλογα με τον αριθμό των εργαζομένων που απασχολεί μια επιχείρηση και την τυπική κατάργηση του υπουργικού βέτο στις ομαδικές απολύσεις, έχοντας το βλέμμα στραμμένο κυρίως στην αναδιάρθρωση των πρώην ΔΕΚΟ που τώρα εντάσσονται στο υπερ-ταμείο και προετοιμάζεται η παραπέρα ιδιωτικοποίησή τους.
Οξύνεται το Μεταναστευτικό
Κατά τ' άλλα, το ταξίδι του πρωθυπουργού στην έδρα του ΟΗΕ είχε για βασικό θέμα το Προσφυγικό, τις ίδιες μέρες που στην Ελλάδα κλιμακωνόταν η ένταση για τα κέντρα φιλοξενίας που βρίσκονται σε νησιά του Βόρειου Αιγαίου και κυρίως στη Μυτιλήνη. Οι συνέπειες από την πολιτική εγκλωβισμού, με την οποία αντιμετωπίζουν το Προσφυγικό - Μεταναστευτικό κυβέρνηση και ΕΕ, γίνονται πλέον ορατές με οξυμένο τρόπο.
Χιλιάδες διωγμένοι από τις πατρίδες τους έχουν καταδικαστεί σε αναμονή χωρίς τέλος, μέσα σε άθλιες συνθήκες, ενώ οι δυσκολίες που αντικειμενικά προκύπτουν για τους κατοίκους των νησιών, γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης από ακροδεξιά - ρατσιστικά στοιχεία, που προσπαθούν να εγκλωβίσουν το λαό.
Μέσα σε αυτό το ζοφερό σκηνικό, γίνεται προσπάθεια να κρυφτεί η «μεγάλη εικόνα»: Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος που γεννάει την προσφυγιά και στον οποίο συμμετέχει πολύτροπα η ελληνική κυβέρνηση, εμπλέκοντας το λαό σε ένα αξεδιάλυτο κουβάρι επικίνδυνων ανταγωνισμών και αντιθέσεων. Οι ευθύνες της ΕΕ και η συνευθύνη της κυβέρνησης είναι μεγάλη για την αντιμετώπιση των χιλιάδων προσφύγων και μεταναστών με τα κριτήρια της καπιταλιστικής αγοράς, των γεωπολιτικών παιχνιδιών που παίζονται στις πλάτες των λαών, της ταξικής εκμετάλλευσης.
Η συνειδητοποίηση αυτής της πραγματικότητας και η πάλη για την ανατροπή της είναι που θα δώσει πραγματική διέξοδο στο λαό. Να γίνει, δηλαδή, αντιληπτό ότι οι αιτίες για την άθλια κατάσταση με το Προσφυγικό έχουν την ίδια ρίζα με την επίθεση που δέχονται οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα και σε όλη την ΕΕ από τις κυβερνήσεις του κεφαλαίου. Και πως χρειάζεται αντεπίθεση και σύγκρουση με την πολιτική του κεφαλαίου σε όλα τα μέτωπα, για να δει ο λαός πραγματικά το φως στην άκρη του τούνελ.
Copyright © 1997-2016 ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ