Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2016

Συνέχεια άρθρων Αντώνη Ζαρκανέλα - 44ο - ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΙ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ : 1941-1950 Πρωθυπουργία ΚΩΝ/ΝΟΥ ΤΣΑΛΔΑΡΗ


Αντώνη Ι. Ζαρκανέλα
π. Γενικού Διευθυντή Ανάπτυξης
της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης

Συνέχεια του Προηγουμένου: 

Η νέα κυβέρνηση αρχίζει την διεκδίκηση των προαιώνιων πόθων του Έθνους. Στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης η Ελλάδα προσέρχεται με την πλευρά των νικητών διεκδικώντας τη Βόρειο Ήπειρο, την Κύπρο, τα Δωδεκάνησα. Πετυχαίνει μόνον την επιστροφή των Δωδεκανήσων.

Λίγο αργότερα στον ΟΗΕ η Ελλάδα δέχεται ενορχηστρωμένη επίθεση από την Ουκρανία και τη Σοβιετική Ένωση ότι καταπιέζει τη σλαβομακεδονική μειονότητα στη Μακεδονία και ότι αποτελεί κίνδυνο για την ειρήνη της περιοχή. Η Ελλάδα αποκρούει τις αιτιάσεις και με τη βοήθεια της Μ. Βρετανίας και των ΗΠΑ πετυχαίνει να συσταθεί επιτροπή του ΟΗΕ προκειμένου να εξετάσει επί τόπου τις καταγγελίες της Ελλάδος για υποστήριξη των Ελλήνων ανταρτών οι οποίοι έχουν ως ορμητήριο τις βόρειες βαλκανικές χώρες οι οποίες και τους εξοπλίζουν.

Δημόσια Ασφάλεια-Εθνική Άμυνα.


Όταν ανέλαβε η κυβέρνηση Τσαλδάρη, η κατάσταση στη χώρα από απόψεως δημόσιας ασφάλειας ήταν επισφαλής, το πολιτικό κλίμα μετά τις εκλογές φορτισμένο. Οι κρατικοί θεσμοί υπολειτουργούσαν, το Κράτος αδύναμο.

Όπως ήδη έχει αναφερθεί, επί πρωθυπουργίας Κανελλοπούλου, τον Σεπτέμβριο του 1945, ανακοινώθηκε από τον υπουργό Δημόσιας Τάξης Παυσανία Κατσώτα ο εντοπισμός και ανακάλυψη κρυψώνων με οπλισμό του ΕΛΑΣ που είχε αποκρυφθεί μυστικά υπό τις οδηγίες του β’ Γραμματέα του ΚΚΕ Γιάννη Ιωαννίδη, λίγο πριν τον «αφοπλισμό» που συμφωνήθηκε με τη Συμφωνία της Βάρκιζας (ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, 1979, σελ.372). Ο οπλισμός που βρέθηκε ήταν τεράστιος για τα δεδομένα της εποχής καθώς θα μπορούσαν να εξοπλισθούν άνετα δύο μεραρχίες του τακτικού στρατού (ΖΑΟΥΣΗΣ, 1992, σελ. 101). Το 1946, από την αρχή του, σφραγίζεται από μία έξαρση των συγκρούσεων στην ύπαιθρο χώρα, με τους ένοπλους κομμουνιστές να είναι πιο δραστήριοι στους νομούς της Μακεδονίας που στη συντριπτική πλειονότητα συνόρευαν με τις «Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες», ενώ στην νότια Ελλάδα και ιδίως στην Πελοπόννησο να δρουν ομάδες ακροδεξιών.

Στην 2η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ (12-15 Φεβρουαρίου 1946) ελήφθησαν σημαντικές αποφάσεις για τις εκλογές, την ενεργοποίηση της αυτοάμυνας αλλά και συζητήθηκαν στα πλαίσιά της σημαντικότατα θέματα που σχετίζονταν με την ετοιμότητα του ΚΚΕ για την έναρξη ένοπλου αγώνα, τον τρόπο, χρόνο και χώρο που θα έπρεπε να αναπτυχθεί. Ο Θ. Μακρίδης και ο Ζαχαριάδης ήταν υπέρ της καθολικής ένοπλης εξέγερσης σε Αθήνα, Πειραιά, Θεσσαλονίκη καθώς κατά τη γνώμη τους η έναρξη του αγώνα στο βουνό ήταν μια διαδικασία χρονοβόρα και σε κάθε περίπτωση αχρείαστη αν επιτύγχανε η κατάληψη αυτών των τριών μεγάλων πόλεων. Ο Γούσιας που ρωτήθηκε, είπε πως θα μπορούσε να παρατάξει μια μεραρχία για την κατάληψη των Ιωαννίνων ενώ ο Βαφειάδης, θιασώτης του αντάρτικου του βουνού, επιχειρηματολόγησε εναντίον της πρότασης αυτής λέγοντας ότι θα συντρίβονταν από τους Άγγλους (ΒΟΥΝΤΙΤΣΟΣ (ΓΟΥΣΙΑΣ) 1977, σελ. 136; ΒΑΦΕΙΑΔΗΣ, 1985, Τομ. Γ, σελ. 126) . Η συζήτηση σταμάτησε για την ώρα καθώς ο Ζαχαριάδης έβλεπε πως έπρεπε να ελιχθεί. Όμως η συζήτηση για τις δυνατότητες έναρξης ένοπλου αγώνα από το ΚΚΕ συνεχίστηκε με την αποστολή αντιπροσωπειών στην Ήπειρο και στη Μακεδονία. Ο Βαφειάδης και οι επιτελείς του απέρριψαν το σχέδιο που μετέφερε ο Μακρίδης, τον ενημέρωσαν όμως ότι είχαν τη δυνατότητα να κινητοποιήσουν 20-25.000 ένοπλους μαχητές στη Μακεδονία, ενώ ο Γούσιας ενημέρωσε τον Σιάντο, που πήγε στην Ήπειρο, ότι είναι πανέτοιμοι για να παρατάξουν εκεί μεγάλες δυνάμεις αλλά και «..να πάρουν με το μέρος τους τις εκεί στρατιωτικές δυνάμεις». Ο Γούσιας στο βιβλίο του αναφέρει ότι ο Σιάντος που πήγε στην Ήπειρο, μάλλον τρόμαξε από τις πληροφορίες αυτές. Τα στοιχεία αυτά είναι προφανές ότι ήλθαν στη δημοσιότητα πολύ αργότερα μετά τη δημοσίευσή τους από τους πρωτεργάτες αλλά και από αρχεία του «Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας» που έπεσαν στα χέρια των αρχών αργότερα.

Σε πραγματικό χρόνο αυτές οι λεπτομέρειες μπορεί να ήταν άγνωστες στις Αρχές, όμως κατείχαν σημαντικές πληροφορίες για το τί γίνονταν γύρω τους. Ωστόσο, αυτές οι πληροφορίες καταδεικνύουν πόσο απαραίτητες και σωστές ήταν οι ενέργειες και τα μέτρα που έλαβαν οι Αρχές όταν προέβλεπαν την καταιγίδα που έρχεται. Ο Στρατός είχε συνεχή ροή πληροφοριών σχετικά με τις προετοιμασίες των κομμουνιστών. Είχε αρκετά σαφή εικόνα των στρατηγικών επιδιώξεων και της τακτικής του Συμμοριτισμού (ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΣ, 2011(1956) σελ. 284). Ο Στρατός γνώριζε ότι εκπρόσωποι του ΚΚΕ είχαν ήδη συναντηθεί με αξιωματικούς των Γενικών Επιτελείων της Γιουγκοσλαβίας και της Βουλγαρίας και είχε ήδη συμφωνηθεί η οργάνωση του «Δημοκρατικού Στρατού» με τη βοήθεια των Γιουγκοσλάβων. Ενεργοποιήθηκε η επιμελητεία του ΕΛΑΣ, η γνωστή ΕΤΑ του ΕΛΑΣ (Επιμελητεία Του Αντάρτη) με πρώτο της μέλημα την καταγραφή και συντήρηση του οπλισμού που είχε κρυφτεί πριν από τη Βάρκιζα, καθώς και τη μεταφορά αυτού του οπλισμού εκτός συνόρων αλλά κοντά σε αυτά, για περισσότερη ασφάλεια –ιδιαίτερα μετά τον εντοπισμό μεγάλων ποσοτήτων που είχε ανακοινώσει η κυβέρνηση– αλλά και για τον άμεσο εξοπλισμό των ανταρτών του Μπούλκες λίγο πριν από την είσοδό τους στην Ελλάδα.

Το πρώτο εξάμηνο και ιδιαίτερα η περίοδος μέχρι τις εκλογές του Μαρτίου ήταν μία περίοδος χαμηλής έντασης τρομοκρατικών επιθέσεων ολιγομελών ένοπλων κομμουνιστών ομάδων ανταρτών με κάποια όμως «θερμά» περιστατικά. Ένα τέτοιο συνέβη ήδη τον Ιανουάριο του 1946 όταν 300 ένοπλοι κομμουνιστές επιτέθηκαν εναντίον του Σταθμού Χωροφυλακής στο χωριό Λάβαρα του Διδυμοτείχου με σκοπό να καταλύσουν τις αρχές, αλλά αποκρούστηκαν από τους αμυνόμενους. (ΖΑΟΥΣΗΣ, 1992, σελ. 104). Το τρίμηνο αυτό, οι ένοπλες κομμουνιστικές ομάδες αποτελούνταν κατά βάση από παλαίμαχους ΕΛΑΣίτες που είτε φυγοδικούσαν καθώς εκκρεμούσαν εντάλματα σύλληψης εναντίον τους, είτε έφυγαν γιατί φοβούνταν μην αναγνωριστούν από τα θύματά τους, είτε επειδή το κόμμα τους διεμήνυε σκοπίμως να κρύβονται γιατί οι «μοναρχοφασίστες» ταλαιπωρούν τους «δημοκρατικούς πολίτες». Οι ΕΛΑΣίτες απέφευγαν τις επιθέσεις εναντίον κρατικών εγκαταστάσεων αλλά απειλούσαν και τρομοκρατούσαν τους πολίτες ενώ προέβαιναν και σε συλλήψεις με εκτελέσεις πολιτών, ιερέων κλπ.

Στην καθημερινότητα, στις μεγάλες πόλεις και στις πρωτεύουσες των νομών, το ΚΚΕ ήταν πανταχού παρόν και δραστήριο οργανώνοντας και πρωτοστατώντας διαδηλώσεις, διαμαρτυρίες, απεργίες, συντηρώντας ένα κλίμα κοινωνικής αναταραχής και δυσαρέσκειας. Οι νόμιμοι και παράνομοι μηχανισμοί του ΚΚΕ ήταν σε πλήρη ανάπτυξη από την μία πλευρά προκαλώντας κλίμα αναταραχής και δυσαρέσκειας και από την άλλη προσπαθώντας να ενεργοποιηθούν τα κατοχικά ΕΑΜικά αντανακλαστικά σε παλαιά στελέχη προκειμένου να ανέβουν στο βουνό, αυτά όμως τα στελέχη ήταν πλέον σε μεγάλο βαθμό αδιάφορα και αποστασιοποιημένα, ιδιαίτερα μετά τα Δεκεμβριανά. Αυτός ο κόσμος της άκρας Αριστεράς ενώ μπορεί να ήταν ψυχικά αλληλέγγυος με κάποιες ειρηνικές πρωτοβουλίες του ΚΚΕ π.χ. συμμετοχή σε εκλογές συνδικαλιστικών οργάνων κλπ., απέφευγε την ενεργό συμμετοχή του σε θορυβώδεις μαζικές κομματικές εκδηλώσεις.


Νομοθετικές και Διοικητικές Πρωτοβουλίες της Κυβέρνησης.


Η κυβέρνηση, όπως εξάλλου είχε υποσχεθεί και προεκλογικά, αποφάσισε να πάρει όλες τις απαραίτητες νομοθετικές και διοικητικές πρωτοβουλίες ώστε να εμπεδωθεί η τάξη. Και έπρεπε να δοθεί το μήνυμα και προς την άκρα Αριστερά και προς την άκρα Δεξιά. Όσον αφορά τις συμμορίες της άκρας Δεξιάς, η κυβέρνηση ήταν τυχερή γιατί επέτυχε την εξάρθρωση της συμμορίας και τη σύλληψη του ίδιου του Μαγγανά ο οποίος μετά τα γεγονότα του Ιανουαρίου 1946 στην Καλαμάτα είχε καταδικαστεί ερήμην σε θάνατο και είχε επικηρυχθεί για 15 εκατομμύρια δραχμές. Συγκεκριμένα στις 15-4-1946 η συμμορία του Μαγγανά απήγαγε από τον Σταθμό Χωροφυλακής της Πύλου τρεις αριστερούς κρατουμένους και τους εκτέλεσε. Η κυβέρνηση έστειλε αμέσως τον Αστυνομικό Επιθεωρητή Αγγελίδη Γ., με επαρκή δύναμη, ο οποίος με συστηματικές κινήσεις κατάφερε να πανικοβληθεί η συμμορία και να σκορπίσει στα βουνά αλλά και ο ίδιος ο Μαγγανάς να συλληφθεί και να φυλακισθεί στις φυλακές Αβέρωφ (ΖΑΟΥΣΗΣ, 1992, σελ. 144).

Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση ήταν αποφασισμένη να προχωρήσει στις απαραίτητες νομοθετικές πρωτοβουλίες και στη λήψη των αναγκαίων διοικητικών μέτρων για την εμπέδωση της τάξης.



Συνεχίζεται