τα χέρια σου ατσάλινα δε δείλιασαν στο μόχθο.
στέριωναν όλοι οι κόποι σου που έστρωνες για μένα.
άνοιγες δρόμους να περνώ κι εμπόδια μη βρω.
Φαντάστηκες το κίνδυνο κι έτρεξες να με σώσεις.
στο πόνο μου αλόγιστα ήρθες να με λυτρώσεις.
αγρίευες σα το θεριό όταν με αδικούσαν.
ξύπνησες και ξενύχτησες να σ΄ έχω συντροφιά.