Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2018

Πανεπιστήμιο & εγκληματικότητα: Το χαμένο στοίχημα της πόλης (Θεσσαλονίκη)

Συνδυασμός «Μένουμε Θεσσαλονίκη – Ούτε φυγή, ούτε υποταγή»

Σε οποιαδήποτε άλλη χώρα που θα αντιμετώπιζε την οικονομική και κοινωνική κατάρρευση της Ελλάδας, θα συζητούσαμε για το πώς η τριτοβάθμια εκπαίδευση μπορεί να λειτουργήσει ως μοχλός γενικής ανασυγκρότησής της. Εδώ στην Ελλάδα, δείγμα του ότι η κρίση είναι ταυτόχρονα κρίση αξιών και πολιτισμού, συζητούμε για το ότι τα κάμπους των μεγάλων πανεπιστημίων της χώρας έχουν γίνει πεδίο ανάπτυξης των πολυεθνικών του εγκλήματος, προνομιακές πιάτσες διακίνησης ναρκωτικών.

Έτσι, στερούμαστε από το αυτονόητο, την λειτουργία του πανεπιστημίου ως μείζονος αναπτυξιακού εργαλείου για την πόλη, την περιφέρεια, ολόκληρη την χώρα, και συζητάμε για το απίστευτο, το αν η αστυνομία έχει το δικαίωμα, μπορεί, και το υπουργείο θέλει να επαναφέρει την… ισχύ του Συντάγματος και του Κράτους Δικαίου μέσα στα campus.

Κι όμως, το υπουργείο με ευθύνη του, εμπλέκει σε αυτήν την συζήτηση το άσυλο, την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών και την αυτοδιάθεση της ακαδημαϊκής κοινότητας, λες και έχουν όλα αυτά σχέση με το εντατικοποιημένο οργανωμένο και παγκόσμιο έγκλημα που δρα ως «υπεραγορά» και κράτος εν κράτει πλέον μέσα στο ΑΠΘ, καταπατώντας το αναφαίρετο δικαίωμα των υπολοίπων στην ασφάλεια, φοιτητών, καθηγητών, ή πολιτών που θέλουν να χρησιμοποιήσουν τους ελεύθερους χώρους του πανεπιστημίου στην καθημερινότητά τους.

Η απάντηση που πρέπει να δοθεί είναι απλή και δεν χρειάζεται πολλές περιστροφές: Στοιχειώδη δικαιώματα μιας δημοκρατικής πολιτείας δικαίου όπως η ασφάλεια ή η ελευθερία της έκφρασης, δεν νοείται να καταπατούνται ούτε στην πλατεία Χημείου ή το ΑΧΕΠΑ, ούτε βέβαια στην Ροτόντα, ή την πλατεία Αριστοτέλους: Οι αρμόδιοι φορείς πρέπει να αναλάβουν επιτέλους την ευθύνη τους, και προφανώς η αντιμετώπιση του προβλήματος δεν γίνεται με το να το μεταφέρουν εντός και πέριξ των πανεπιστημίων όπως κάνουν τα τελευταία χρόνια.

Όσο για το πανεπιστήμιο, που αποτελεί ταυτόχρονα το μεγαλύτερο ερευνητικό κέντρο, και εργοδότη της πόλης, η συζήτηση που πρέπει να γίνει στο πλαίσιο της τοπικής αυτοδιοίκησης, και που η διοίκηση Μπουτάρη αν και φίλα προσκείμενη σε κύκλους πανεπιστημιακών δεν έχει κάνει, είναι άλλη: Πώς μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά στην παραγωγή καινοτομιών για την πόλη και την διαχείρισή της (π.χ. νέες οικολογικές πρακτικές διαχείρισης των απορριμμάτων, οργανωτικές και τεχνολογικές καινοτομίες για τις υπηρεσίες εξυπηρέτησης των πολιτών, ή για τα μέσα μαζικής μεταφοράς, σχεδιασμός περιβαλλοντικών επενδύσεων κ.ο.κ.)· πώς μπορεί να συνεισφέρει στην ανάπτυξη τοπικών κλάδων υψηλής προστιθέμενης αξίας, όπως στην τεχνολογικά εξειδικευμένη παραγωγή, την οικονομία της γνώσης και της πληροφορίας, τις ψηφιακές τεχνολογίες κ.ά., (που ήδη γίνεται αυθόρμητα σε κάποιον βαθμό, γεγονός που αποδεικνύει πόσο ανταποδοτική θα μπορούσε να είναι μια πολιτική προς αυτήν την κατεύθυνση)· και τέλος, πώς μπορεί να συνεισφέρει καθοριστικά στην προστασία και την ανάπτυξη του πολιτιστικού κεφαλαίου της χώρας, της εθνικής, ιστορικής και αρχαιολογικής της κληρονομιάς από την μία και της σύγχρονης πολιτιστικής της παραγωγής από την άλλη.

Αυτά συζητούν σήμερα για τα πανεπιστήμια οι πόλεις που θέλουν να διεκδικήσουν έναν κάποιο μέλλον. Τα υπόλοιπα είναι θλιβερά θραύσματα της παρακμής μας, ενώ, οποιαδήποτε διαμάχη γύρω από το αυτονόητο, την καταπολέμηση του εντατικοποιημένου, οργανωμένου εγκλήματος μέσα στους χώρους των πανεπιστημίων, εκφράζει αυτήν ακριβώς την συλλογική μας κακομοιριά και την πολιτική ως ανακύκλωση (και μεγέθυνση) της μιζέριας μας…