Ένα από τα κυριότερα και πιο χαρακτηριστικά γνωρίσματα των πρώτων δεκαετιών του 20ου αι. υπήρξε η πληθυσμιακή και από εθνολογική άποψη άμπωτις και παλίρροια.
Αυτή σημειώθηκε γενικότερα στον βαλκανικό και βορειοελλαδικό χώρο, στον οποίο συγκαταλέγεται και η τότε επαρχία Κατερίνης.
Πληθυσμιακές ανακατατάξεις και δημογραφικές διαφοροποιήσεις εθνολογικού χαρακτήρα προκάλεσαν σημαντικές ιστορικές αλλαγές στη σύνθεση των εγκαταστημένων εκεί πληθυσμών.
Πηγή: Ανδρέου Θ. Νικολάου, Γεωργική Έρευνα της υπαίθρου χώρας Κ.Μακεδονίας, Β` Υποδιοίκησις Κατερίνης, Θεσσαλονίκη 1923.
1ο. Διοικητική διαίρεση. Η ελληνική Μακεδονία, με τα όριά της, όπως αυτά καθορίστηκαν με διεθνείς συνθήκες και συμβάσεις μετά την απελευθέρωσή της από την Οθωμανική κυριαρχία, διαχωριζόταν σε τρεις Γενικές Διοικήσεις (περίπου σαν τις σημερινές περιφέρειες), της Δυτικής Μακεδονίας, της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θεσσαλονίκης. Κάθε Γενική Διοίκηση περιελάμβανε δύο νομαρχιακές περιφέρειες. Στη Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης υπάγονταν οι νομαρχιακές περιφέρειες της Θεσσαλονίκης και της Πέλλης. Η νομαρχιακή περιφέρεια Θεσσαλονίκης, η μεγαλύτερη σε έκταση, πληθυσμό και δραστηριότητες, περιελάμβανε έξι υποδιοικήσεις, τους κατοπινούς νομούς, Θεσσαλονίκης, Ημαθίας, Πιερίας, Κιλκίς και Χαλκιδικής. Οι υποδιοικήσεις περιελάμβαναν δήμους και κοινότητες. Η υποδιοίκηση Κατερίνης περιελάμβανε μόνον κοινότητες, γιατί κανένας οικισμός δεν υπερέβαινε τις 10.000 των κατοίκων για να δύναται να χαρακτηριστεί δήμος. Οι κοινότητες, άλλες μεν απαρτίζονταν από ένα χωριό-κοινότητα, εάν πληρούσε τα πληθυσμιακά κριτήρια, άλλες από 2,3 ή και περισσότερα χωριά κοινότητες. Στην υποδιοίκηση Κατερίνης οι κοινότητες Λιμπάνοβο, Λιτόχωρο, Μηλιά, Πίδνης, Πλαταμώνος κ.ά. απαρτίζονταν από ένα χωριό, επειδή προφανώς πληρούσαν τα πληθυσμιακά μεγέθη, οι κοινότητες Κατερίνης και Κολινδρού από τρία, επειδή τα γειτονικά χωριά δεν πληρούσαν τις πληθυσμιακές προϋποθέσεις για να χαρακτηριστούς αυτόνομες κοινότητες, και η κοινότητα Μεθώνης από τέσσερα χωριά.
2ο . Πληθυσμός. Στην υποδιοίκηση Κατερίνης κατοικούσαν κατά το 1923 35.169 άτομα
3ο. Εθνολογική σύνθεση. Στην υποδιοίκηση Κατερίνης το ελληνικό στοιχείο, γηγενές, προσφυγικό και βλαχόφωνο ήταν πανίσχυρο. Οι Έλληνες γηγενείς μαζί με τους ελληνοφρονούντες βλαχοφώνους, ήσαν το 81%. Σ`αυτό το ποσοστό θα πρέπει να συνυπολογίσουμε και τους άρτι αφιχθέντες και εγκατασταθέντες πρόσφυγες που αντιπροσώπευαν το 10%, τότε Έλληνες γηγενείς και Έλληνες πρόσφυγες και ελληνόφρονες βλάχοι, στο σύνολό τους αντοπροσώπευαν το 91% του συνολικού πληθυσμού. Ακολουθούσαν οι μουσουλμάνοι με 8,5% του συνολικού πληθυσμού και τέλος μια μικρή ομάδα Σλαβόφωνων Χριστιανών, που μόλις πλησίαζε το 0,5%.
Από τα άλλα εθνικά στοιχεία, το μουσουλμανικό στοιχείο, περίοδο πριν από την ανταλλαγή των πληθυσμών, εμφανίζεται σε ποσοστό 8,5% του πληθυσμού, το ισραηλίτικο στοιχείο σχεδόν ανύπαρκτο, ελάχιστο το σλαβόφωνο, 0,5% και τέλος οι βλαχόφωνοι, ως ελληνοφρονούντες, συνυπολογίζονταν, και ορθά, με τους Έλληνες γηγενείς.
4ο. Προσφυγικές εγκαταστάσεις. Μέχρι το 1923 είχαν εγκατασταθεί στην υποδιοίκηση Κατερίνης με αγροτική αποκατάσταση 1513 οικογένειες προσφύγων. Πολύ μεγαλύτερος αριθμός προσφύγων θα εγκατασταθεί μετά την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών που όριζε η συνθήκη της Λωζάννης, η δε προσφυγική πλημμυρίδα θα ενδυναμωθεί έτι περαιτέρω κατά το επόμενο χρονικό διάστημα. Οι περισσότεροι πρόσφυγες, απ` αυτούς που εισέρευσαν μέχρι το 1923, εγκαταστάθηκαν στην Κατερίνη σε ποσοστό 39%, στη Μεθώνη 30%, στον Κολινδρό 10% και σε μικρότερα ποσοστά σε άλλες κοινότητες. Οι πρόσφυγες αυτοί προέρχονταν από τον Πόντο (Σαμψούντα) και τον Καύκασο (Καρς), τη Θράκη και τη Μικρά Ασία, αλλά και από το Καταφύγι Κοζάνης.
5ο. Γλώσσα. Η μέγιστη πλειοψηφία των κατοίκων των χωριών της υποδιοίκησης Κατερίνης, στα 32 από τα 38 συνολικά χωριά, μιλούσαν την ελληνική γλώσσα καθώς και η πλειοψηφία των κατοίκων της πόλης Κατερίνης. Η τουρκική ομιλείται από τους μουσουλμάνους της Κατερίνης, του Λιμπάνοβου, της Τόχοβας και του Κορινού. Η βλάχικη από κατοίκους της Κατερίνης, πολλοί από τους οποίους ομιλούν και την ελληνική, ως δίγλωσσοι, από τους κατοίκους της Καρίστας και της Παλιονέστανης.
6ο. Επαγγελματικές ασχολίες. Το ελληνικό γηγενές και προσφυγικό στοιχείο ασχολιόταν κυρίως με τη γεωργία και λιγότερο με την κτηνοτροφία. Το μουσουλμανικό με τη γεωργία με εξαίρεση τους μπέηδες που ήταν μεγαλοκτηματίες, ενώ οι βλαχόφωνοι είχαν ως κύρια επίδοση και ασχολία την κτηνοτροφία και τέλος το ευάριθμο ισραηλίτικο στοιχείο ασχολιόταν με το εμπόριο.
7ο. Οικονομική κατάσταση. Η οικονομική κατάσταση του ελληνικού στοιχείου στην πόλη της Κατερίνης χαρακτηρίζεται από ευρωστία, αλλά στην ύπαιθρο χώρα και στα χωριά, εκτός ορισμένων περιπτώσεων, μαρτυρείται μετρία και αιτιολογείται από την έλλειψη αποταμιευτικού πνεύματος. Παρά ταύτα το επίπεδο ήταν υψηλότερο από την οικονομική κατάσταση των άλλων εθνικών ομάδων. Το μουσουλμανικό στοιχείο κατείχε τη δεύτερη, μετά τους Έλληνες, θέση ως προς τη συγκέντρωση περιουσιών στα χέρια ολίγων, όμως, στα κεφαλοχώρια, είχε μεγαλύτερη οικονομική ευρωστία από το ελληνικό στοιχείο. Και τούτο επειδή, κατά τη σχετική μαρτυρία, διακρινόταν για αποταμιευτικό πνεύμα.
8ο. Εκπαίδευση. Τα σχολεία της υποδιοίκησης Κατερίνης, εκπαιδευτικά, υπάγονταν στην εκπαιδευτική περιφέρεια Ημαθίας. Τα σχολεία που λειτουργούσαν τότε διακρίνονταν σε σχολεία της Δημοτικής Εκπαίδευσης, συνυπολογίζονταν Νηπιαγωγεία και Δημοτικά, και σε σχολεία της Μέσης Εκπαίδευσης. Όλα τα σχολεία και των δύο βαθμίδων εκπαίδευσης ήσαν δημόσια ή κοινοτικά, ελληνικά και ξενόφωνα.
Στην υποδιοίκηση Κατερίνης λειτουργούσαν 2 νηπιαγωγεία, ένα στην πόλη της Κατερίνης και ένα στην Καρίτσα. Επρόκειτο για ελληνικά νηπιαγωγεία, μαρτυρείται, όμως, ότι οι κάτοικοί τους μιλούσαν (και) την κουτσοβλαχική διάλεκτο.
Δημοτικά σχολεία λειτουργούσαν στην ύπαιθρο της υποδιοίκησης και άλλα 2 ελληνικά δημοτικά σχολεία στην πόλη της Κατερίνης.
Ξενόφωνα Δημοτικά σχολεία λειτουργούσαν στην ύπαιθρο της υποδιοίκησης, 3 τουρκικά, ανά ένα στο Λιμπάνοβο, στον Κορινό και στην Τόχοβα, και ένα ρουμάνικο στην πόλη της Κατερίνης, προφανώς όλα κοινοτικά.
Σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης λειτουργούσαν 1 γυμνάσιο στην πόλη της Κατερίνης και 2 στην ύπαιθρό της, ανά ένα στο Λιτόχωρο και ένα στον Κολινδρό.
Η ελληνική εκπαίδευση, στο σύνολο σχεδόν των σχολείων της υποδιοίκησης ήταν η κατισχύουσα και σχεδόν εξ ολοκλήρου κυριαρχική. Τα ξενόφωνα σχολεία, 3 τουρκίκά στην περιφέρεια και ένα ρουμανικό στην πόλη της Κατερίνης ήσαν ελάχιστα έναντι του μεγάλου αριθμού των ελληνικών σχολείων. Ξενόφωνα νηπιαγωγεία στην υποδιοίκηση Κατερίνης δεν μαρτυρούνται.
Από το σύνολο των σχολείων της υποδιοίκησης τα 35 σχολεία ήσαν μεικτά (αρρένων και θηλέων). Σε τρία χωριά της υπαίθρου μαρτυρούνται ανά ένα σχολείο αρρένων και ένα θηλέων, στο Λιτόχωρο, στον Κολινδρό και στη Δρυάνιστα.
Στα σχολεία της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης δίδασκαν 71 εκπαιδευτικοί λειτουργοί, από τους οποίους οι 64 στα ελληνικά σχολεία και 7 στα ξενόφωνα. Στα νηπιαγωγεία, ελληνικά και ξενόφωνα δίδασκαν μόνον γυναίκες νηπιαγωγοί ή δασκάλες και δεν μαρτυρείται κανένας δάσκαλος-νηπιαγωγός.
Στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση της υποδιοίκησης Κατερίνης υπηρετούσαν 11 εκπαιδευτικοί, 8 στην πόλη της Κατερίνης, 2 στο Λιτόχωρο και ένας στον Κολινδρό, και δεν μαρτυρείται το φύλο τους.
Στα ελληνικά νηπιαγωγεία και δημοτικά της υποδιοίκησης φοιτούσαν 4.011 μαθητές και μαθήτριες. Οι άρρενες μαθητές υπερτερούσαν σε σχέση με τις θήλεις, 63% οι μαθητές έναντι έναντι 37% των μαθητριών, ενώ στην ύπαιθρο χώρα οι άρρενες υπερτερούσαν σχεδόν παμψηφεί.
Η κυριαρχία των Ελλήνων μαθητών και μαθητριών έναντι των αλλοεθνών πλησίαζε περίπου την παμψηφία, εκάλυπτε το 95%. Στην πόλη της Κατερίνης καταφαίνεται η παμψηφία σχεδόν του ελληνικού στοιχείου με παράλληλη, σχεδόν ολοκληρωτική, την κυριαρχία της ελληνικής Δημοτικής εκπαίδευσης και ολοκληρωτική την κυριαρχία της ελληνικής Μέσης Εκπαίδευσης. Ικανό εμφανίζεται το ρουμανίζον στοιχείο με ανάλογη τη ρουμανική Δημοτική Εκπαίδευση.
Στην ύπαιθρο καταφαίνεται η παμψηφία του ελληνικού στοιχείου με πλήρη σχεδόν την κυριαρχία της ελληνικής Μέσης Εκπαίδευσης. Σχετική ήταν η παρουσία του τουρκικού στοιχείου με ανάλογη την τουρκική Δημοτική Εκπαίδευση και με ανυπαρξία της Μέσης. Υπήρχε και ελάχιστη παρουσία βλαχόφωνου στοιχείου, χωρίς, όμως, αντίστοιχη ρουμανική Δημοτική Εκπαίδευση. Η εκπαίδευση του βλαχόφωνου στοιχείου της υπαίθρου μαρτυρείται ελληνική.
Με γνώμονα τα ποσοτικά στοιχεία των μαθητών όλων των εκπαιδευτικών βαθμίδων μπορούμε να εξαγάγουμε συμπεράσματα και για την εθνολογική σύνθεση του πληθυσμού. Τα υπερέχοντα χωριά με το μεγαλύτερο αριθμό Ελλήνων μαθητών και κατά προσέγγιση πληθυσμιακά μεγαλύτερα ήσαν το Λιτόχωρο, ο Κολινδρός, η Δρυάνιστα, η Ρητίνη. Και με τον μικρότερο αριθμό και κατά προσέγγιση ολιγαριθμότερα ήσαν η Καστανιά και το Κολοκούρι. Από τα τουρκόφωνα χωριά με τουρκική Δημοτική Εκπαίδευση τον μεγαλύτερο αριθμό μαθητών και τον πληθυσμιακά ισχυρότερο ήταν η Τόχοβα. Και τον μικρότερο αριθμό και πληθυσμιακά ολιγαριθμότερο ήταν ο Κορινός.
Το γενικό συμπέρασμα το οποίο συνάγεται αντικειμενικά από τη γενική επισκόπηση και συγκριτική αντιπαραβολή των στοιχείων είναι ότι το ελληνικό στοιχείο κατά τα μέσα του 1923, στην αρχή της δεύτερης δεκαετίας μετά την απελευθέρωση (1912) από τον οθωμανικό ζυγό, κατίσχυε και κυριαρχούσε ποσοτικά, ποιοτικά και πολιτισμικά στην υποδιοίκηση Κατερίνης, όπως κυριαρχούσε και ευρύτερα στα μόλις απελευθερωθέντα εδάφη του βορειοελλαδικού χώρου.
*Ο Γιάννης Καζταρίδης, δρ φιλόλογος-ιστορικός, διετέλεσε διευθυντής Β`θμιας Εκπαίδευσης Πιερίας.
Αυτή σημειώθηκε γενικότερα στον βαλκανικό και βορειοελλαδικό χώρο, στον οποίο συγκαταλέγεται και η τότε επαρχία Κατερίνης.
Πληθυσμιακές ανακατατάξεις και δημογραφικές διαφοροποιήσεις εθνολογικού χαρακτήρα προκάλεσαν σημαντικές ιστορικές αλλαγές στη σύνθεση των εγκαταστημένων εκεί πληθυσμών.
Πηγή: Ανδρέου Θ. Νικολάου, Γεωργική Έρευνα της υπαίθρου χώρας Κ.Μακεδονίας, Β` Υποδιοίκησις Κατερίνης, Θεσσαλονίκη 1923.
1ο. Διοικητική διαίρεση. Η ελληνική Μακεδονία, με τα όριά της, όπως αυτά καθορίστηκαν με διεθνείς συνθήκες και συμβάσεις μετά την απελευθέρωσή της από την Οθωμανική κυριαρχία, διαχωριζόταν σε τρεις Γενικές Διοικήσεις (περίπου σαν τις σημερινές περιφέρειες), της Δυτικής Μακεδονίας, της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θεσσαλονίκης. Κάθε Γενική Διοίκηση περιελάμβανε δύο νομαρχιακές περιφέρειες. Στη Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης υπάγονταν οι νομαρχιακές περιφέρειες της Θεσσαλονίκης και της Πέλλης. Η νομαρχιακή περιφέρεια Θεσσαλονίκης, η μεγαλύτερη σε έκταση, πληθυσμό και δραστηριότητες, περιελάμβανε έξι υποδιοικήσεις, τους κατοπινούς νομούς, Θεσσαλονίκης, Ημαθίας, Πιερίας, Κιλκίς και Χαλκιδικής. Οι υποδιοικήσεις περιελάμβαναν δήμους και κοινότητες. Η υποδιοίκηση Κατερίνης περιελάμβανε μόνον κοινότητες, γιατί κανένας οικισμός δεν υπερέβαινε τις 10.000 των κατοίκων για να δύναται να χαρακτηριστεί δήμος. Οι κοινότητες, άλλες μεν απαρτίζονταν από ένα χωριό-κοινότητα, εάν πληρούσε τα πληθυσμιακά κριτήρια, άλλες από 2,3 ή και περισσότερα χωριά κοινότητες. Στην υποδιοίκηση Κατερίνης οι κοινότητες Λιμπάνοβο, Λιτόχωρο, Μηλιά, Πίδνης, Πλαταμώνος κ.ά. απαρτίζονταν από ένα χωριό, επειδή προφανώς πληρούσαν τα πληθυσμιακά μεγέθη, οι κοινότητες Κατερίνης και Κολινδρού από τρία, επειδή τα γειτονικά χωριά δεν πληρούσαν τις πληθυσμιακές προϋποθέσεις για να χαρακτηριστούς αυτόνομες κοινότητες, και η κοινότητα Μεθώνης από τέσσερα χωριά.
2ο . Πληθυσμός. Στην υποδιοίκηση Κατερίνης κατοικούσαν κατά το 1923 35.169 άτομα
3ο. Εθνολογική σύνθεση. Στην υποδιοίκηση Κατερίνης το ελληνικό στοιχείο, γηγενές, προσφυγικό και βλαχόφωνο ήταν πανίσχυρο. Οι Έλληνες γηγενείς μαζί με τους ελληνοφρονούντες βλαχοφώνους, ήσαν το 81%. Σ`αυτό το ποσοστό θα πρέπει να συνυπολογίσουμε και τους άρτι αφιχθέντες και εγκατασταθέντες πρόσφυγες που αντιπροσώπευαν το 10%, τότε Έλληνες γηγενείς και Έλληνες πρόσφυγες και ελληνόφρονες βλάχοι, στο σύνολό τους αντοπροσώπευαν το 91% του συνολικού πληθυσμού. Ακολουθούσαν οι μουσουλμάνοι με 8,5% του συνολικού πληθυσμού και τέλος μια μικρή ομάδα Σλαβόφωνων Χριστιανών, που μόλις πλησίαζε το 0,5%.
Από τα άλλα εθνικά στοιχεία, το μουσουλμανικό στοιχείο, περίοδο πριν από την ανταλλαγή των πληθυσμών, εμφανίζεται σε ποσοστό 8,5% του πληθυσμού, το ισραηλίτικο στοιχείο σχεδόν ανύπαρκτο, ελάχιστο το σλαβόφωνο, 0,5% και τέλος οι βλαχόφωνοι, ως ελληνοφρονούντες, συνυπολογίζονταν, και ορθά, με τους Έλληνες γηγενείς.
4ο. Προσφυγικές εγκαταστάσεις. Μέχρι το 1923 είχαν εγκατασταθεί στην υποδιοίκηση Κατερίνης με αγροτική αποκατάσταση 1513 οικογένειες προσφύγων. Πολύ μεγαλύτερος αριθμός προσφύγων θα εγκατασταθεί μετά την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών που όριζε η συνθήκη της Λωζάννης, η δε προσφυγική πλημμυρίδα θα ενδυναμωθεί έτι περαιτέρω κατά το επόμενο χρονικό διάστημα. Οι περισσότεροι πρόσφυγες, απ` αυτούς που εισέρευσαν μέχρι το 1923, εγκαταστάθηκαν στην Κατερίνη σε ποσοστό 39%, στη Μεθώνη 30%, στον Κολινδρό 10% και σε μικρότερα ποσοστά σε άλλες κοινότητες. Οι πρόσφυγες αυτοί προέρχονταν από τον Πόντο (Σαμψούντα) και τον Καύκασο (Καρς), τη Θράκη και τη Μικρά Ασία, αλλά και από το Καταφύγι Κοζάνης.
5ο. Γλώσσα. Η μέγιστη πλειοψηφία των κατοίκων των χωριών της υποδιοίκησης Κατερίνης, στα 32 από τα 38 συνολικά χωριά, μιλούσαν την ελληνική γλώσσα καθώς και η πλειοψηφία των κατοίκων της πόλης Κατερίνης. Η τουρκική ομιλείται από τους μουσουλμάνους της Κατερίνης, του Λιμπάνοβου, της Τόχοβας και του Κορινού. Η βλάχικη από κατοίκους της Κατερίνης, πολλοί από τους οποίους ομιλούν και την ελληνική, ως δίγλωσσοι, από τους κατοίκους της Καρίστας και της Παλιονέστανης.
6ο. Επαγγελματικές ασχολίες. Το ελληνικό γηγενές και προσφυγικό στοιχείο ασχολιόταν κυρίως με τη γεωργία και λιγότερο με την κτηνοτροφία. Το μουσουλμανικό με τη γεωργία με εξαίρεση τους μπέηδες που ήταν μεγαλοκτηματίες, ενώ οι βλαχόφωνοι είχαν ως κύρια επίδοση και ασχολία την κτηνοτροφία και τέλος το ευάριθμο ισραηλίτικο στοιχείο ασχολιόταν με το εμπόριο.
7ο. Οικονομική κατάσταση. Η οικονομική κατάσταση του ελληνικού στοιχείου στην πόλη της Κατερίνης χαρακτηρίζεται από ευρωστία, αλλά στην ύπαιθρο χώρα και στα χωριά, εκτός ορισμένων περιπτώσεων, μαρτυρείται μετρία και αιτιολογείται από την έλλειψη αποταμιευτικού πνεύματος. Παρά ταύτα το επίπεδο ήταν υψηλότερο από την οικονομική κατάσταση των άλλων εθνικών ομάδων. Το μουσουλμανικό στοιχείο κατείχε τη δεύτερη, μετά τους Έλληνες, θέση ως προς τη συγκέντρωση περιουσιών στα χέρια ολίγων, όμως, στα κεφαλοχώρια, είχε μεγαλύτερη οικονομική ευρωστία από το ελληνικό στοιχείο. Και τούτο επειδή, κατά τη σχετική μαρτυρία, διακρινόταν για αποταμιευτικό πνεύμα.
8ο. Εκπαίδευση. Τα σχολεία της υποδιοίκησης Κατερίνης, εκπαιδευτικά, υπάγονταν στην εκπαιδευτική περιφέρεια Ημαθίας. Τα σχολεία που λειτουργούσαν τότε διακρίνονταν σε σχολεία της Δημοτικής Εκπαίδευσης, συνυπολογίζονταν Νηπιαγωγεία και Δημοτικά, και σε σχολεία της Μέσης Εκπαίδευσης. Όλα τα σχολεία και των δύο βαθμίδων εκπαίδευσης ήσαν δημόσια ή κοινοτικά, ελληνικά και ξενόφωνα.
Στην υποδιοίκηση Κατερίνης λειτουργούσαν 2 νηπιαγωγεία, ένα στην πόλη της Κατερίνης και ένα στην Καρίτσα. Επρόκειτο για ελληνικά νηπιαγωγεία, μαρτυρείται, όμως, ότι οι κάτοικοί τους μιλούσαν (και) την κουτσοβλαχική διάλεκτο.
Δημοτικά σχολεία λειτουργούσαν στην ύπαιθρο της υποδιοίκησης και άλλα 2 ελληνικά δημοτικά σχολεία στην πόλη της Κατερίνης.
Ξενόφωνα Δημοτικά σχολεία λειτουργούσαν στην ύπαιθρο της υποδιοίκησης, 3 τουρκικά, ανά ένα στο Λιμπάνοβο, στον Κορινό και στην Τόχοβα, και ένα ρουμάνικο στην πόλη της Κατερίνης, προφανώς όλα κοινοτικά.
Σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης λειτουργούσαν 1 γυμνάσιο στην πόλη της Κατερίνης και 2 στην ύπαιθρό της, ανά ένα στο Λιτόχωρο και ένα στον Κολινδρό.
Η ελληνική εκπαίδευση, στο σύνολο σχεδόν των σχολείων της υποδιοίκησης ήταν η κατισχύουσα και σχεδόν εξ ολοκλήρου κυριαρχική. Τα ξενόφωνα σχολεία, 3 τουρκίκά στην περιφέρεια και ένα ρουμανικό στην πόλη της Κατερίνης ήσαν ελάχιστα έναντι του μεγάλου αριθμού των ελληνικών σχολείων. Ξενόφωνα νηπιαγωγεία στην υποδιοίκηση Κατερίνης δεν μαρτυρούνται.
Από το σύνολο των σχολείων της υποδιοίκησης τα 35 σχολεία ήσαν μεικτά (αρρένων και θηλέων). Σε τρία χωριά της υπαίθρου μαρτυρούνται ανά ένα σχολείο αρρένων και ένα θηλέων, στο Λιτόχωρο, στον Κολινδρό και στη Δρυάνιστα.
Στα σχολεία της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης δίδασκαν 71 εκπαιδευτικοί λειτουργοί, από τους οποίους οι 64 στα ελληνικά σχολεία και 7 στα ξενόφωνα. Στα νηπιαγωγεία, ελληνικά και ξενόφωνα δίδασκαν μόνον γυναίκες νηπιαγωγοί ή δασκάλες και δεν μαρτυρείται κανένας δάσκαλος-νηπιαγωγός.
Στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση της υποδιοίκησης Κατερίνης υπηρετούσαν 11 εκπαιδευτικοί, 8 στην πόλη της Κατερίνης, 2 στο Λιτόχωρο και ένας στον Κολινδρό, και δεν μαρτυρείται το φύλο τους.
Στα ελληνικά νηπιαγωγεία και δημοτικά της υποδιοίκησης φοιτούσαν 4.011 μαθητές και μαθήτριες. Οι άρρενες μαθητές υπερτερούσαν σε σχέση με τις θήλεις, 63% οι μαθητές έναντι έναντι 37% των μαθητριών, ενώ στην ύπαιθρο χώρα οι άρρενες υπερτερούσαν σχεδόν παμψηφεί.
Η κυριαρχία των Ελλήνων μαθητών και μαθητριών έναντι των αλλοεθνών πλησίαζε περίπου την παμψηφία, εκάλυπτε το 95%. Στην πόλη της Κατερίνης καταφαίνεται η παμψηφία σχεδόν του ελληνικού στοιχείου με παράλληλη, σχεδόν ολοκληρωτική, την κυριαρχία της ελληνικής Δημοτικής εκπαίδευσης και ολοκληρωτική την κυριαρχία της ελληνικής Μέσης Εκπαίδευσης. Ικανό εμφανίζεται το ρουμανίζον στοιχείο με ανάλογη τη ρουμανική Δημοτική Εκπαίδευση.
Στην ύπαιθρο καταφαίνεται η παμψηφία του ελληνικού στοιχείου με πλήρη σχεδόν την κυριαρχία της ελληνικής Μέσης Εκπαίδευσης. Σχετική ήταν η παρουσία του τουρκικού στοιχείου με ανάλογη την τουρκική Δημοτική Εκπαίδευση και με ανυπαρξία της Μέσης. Υπήρχε και ελάχιστη παρουσία βλαχόφωνου στοιχείου, χωρίς, όμως, αντίστοιχη ρουμανική Δημοτική Εκπαίδευση. Η εκπαίδευση του βλαχόφωνου στοιχείου της υπαίθρου μαρτυρείται ελληνική.
Με γνώμονα τα ποσοτικά στοιχεία των μαθητών όλων των εκπαιδευτικών βαθμίδων μπορούμε να εξαγάγουμε συμπεράσματα και για την εθνολογική σύνθεση του πληθυσμού. Τα υπερέχοντα χωριά με το μεγαλύτερο αριθμό Ελλήνων μαθητών και κατά προσέγγιση πληθυσμιακά μεγαλύτερα ήσαν το Λιτόχωρο, ο Κολινδρός, η Δρυάνιστα, η Ρητίνη. Και με τον μικρότερο αριθμό και κατά προσέγγιση ολιγαριθμότερα ήσαν η Καστανιά και το Κολοκούρι. Από τα τουρκόφωνα χωριά με τουρκική Δημοτική Εκπαίδευση τον μεγαλύτερο αριθμό μαθητών και τον πληθυσμιακά ισχυρότερο ήταν η Τόχοβα. Και τον μικρότερο αριθμό και πληθυσμιακά ολιγαριθμότερο ήταν ο Κορινός.
Το γενικό συμπέρασμα το οποίο συνάγεται αντικειμενικά από τη γενική επισκόπηση και συγκριτική αντιπαραβολή των στοιχείων είναι ότι το ελληνικό στοιχείο κατά τα μέσα του 1923, στην αρχή της δεύτερης δεκαετίας μετά την απελευθέρωση (1912) από τον οθωμανικό ζυγό, κατίσχυε και κυριαρχούσε ποσοτικά, ποιοτικά και πολιτισμικά στην υποδιοίκηση Κατερίνης, όπως κυριαρχούσε και ευρύτερα στα μόλις απελευθερωθέντα εδάφη του βορειοελλαδικού χώρου.
*Ο Γιάννης Καζταρίδης, δρ φιλόλογος-ιστορικός, διετέλεσε διευθυντής Β`θμιας Εκπαίδευσης Πιερίας.