Δευτέρα 25 Μαρτίου 2019

Ομιλία για την 25η Μαρτίου

Της Ειρήνης Παξιμαδάκη

Τι ακριβώς γιορτάζουμε σήμερα; Τι είναι αυτό που είναι ανάγκη και ηθική επιταγή να μνημονεύουμε κάθε χρόνο τέτοια ημέρα;

Τιμούμε την επανάσταση ενός λαού που τόλμησε με ιταμότητα να διεκδικήσει την ελευθερία του αψηφώντας τη λογική, κόντρα στις πιθανότητες κι ενάντια σε κάθε πρόβλεψη, κυνηγώντας, όπως αρκετοί πίστευαν, μια χίμαιρα. Η καθιέρωση αυτού του εορτασμού, της επετείου δηλαδή της ελληνικής επανάστασης κι όχι της ίδρυσης του ελληνικού κράτους που αυτή πέτυχε, θυμίζει λίγο ως πολύ και την καθιέρωση της έτερης εθνικής μας επετείου, αυτή της 28ης Οκτωβρίου. Φαίνεται πως, σε αντίθεση με άλλους λαούς, οι Έλληνες γιορτάζουμε τις επαναστάσεις, τις αρνήσεις, τα μεγάλα ΟΧΙ, τις αντιστάσεις, την έναρξη του αγώνα κι όχι την αίσια έκβασή του. Δεν γιορτάζουμε, λοιπόν, σήμερα την ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους ύστερα από αιώνες οθωμανικής κατοχής, αλλά συμβολικά τη θρυαλλίδα που προκάλεσε την έκρηξη του λαού και έφερε την πολυπόθητη ανεξαρτησία.

Για αιώνες οι Έλληνες και οι υπόλοιποι βαλκανικοί λαοί, όπως ακόμα και οι ίδιοι οι τουρκικής καταγωγής αλλά χαμηλού εισοδήματος και παιδείας πληθυσμοί, υπέφεραν από ένα τυραννικό και απολυταρχικό καθεστώς. Μέσα στο πλαίσιο αυτού του καθεστώτος οι υπόδουλοι Έλληνες, αν και απογυμνωμένοι από την πνευματική ηγεσία και ουσιαστικά χωρίς την ύπαρξη αυτού που σήμερα ονομάζουμε πολιτική ηγεσία, κατόρθωσαν τόσο σε τοπικό όσο και σε πανελλαδικό επίπεδο, να διατηρήσουν τα χαρακτηριστικά του έθνους: τη γλώσσα, τη θρησκεία τα ήθη και τα έθιμα• παράγοντες που βοήθησαν να παραμείνει στην ψυχή η ανάμνηση της καταγωγής και να διατηρείται άσβεστη η ελπίδα της ελευθερίας και της δημιουργίας ανεξάρτητου κράτους.

Θρυλείται πως η σπίθα του Αγώνα άναψε στην Αγία Λαύρα στις 25 Μαρτίου 1821, αλλά είναι προφανές ότι δεν μεταδόθηκε αστραπιαία σε όλη την επικράτεια. Σύμφωνα με τους ιστορικούς της επανάστασης οι πρώτες επιτυχημένες επαναστατικές κινήσεις σημειώθηκαν το τελευταίο δεκαήμερο του Μαρτίου του 1821. Ως το τέλος Μαρτίου η επανάσταση γενικεύθηκε στην Πελοπόννησο και στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα. Ακολούθησαν τον Απρίλιο τα νησιά, τον Μάιο η Χαλκιδική, το Πήλιο, η Αιτωλία, η Κρήτη και η Ήπειρος. Η 25η Μαρτίου θεωρήθηκε συμβολική και προτάθηκε ως επέτειος από τον Ιωάννη Κωλέττη και σ' αυτήν συγχωνεύθηκαν όχι μόνο οι επέτειοι των κατά τόπους εξεγέρσεων στον ελλαδικό χώρο αλλά και στη Μολδοβλαχία. Ο εορτασμός στις 25 Μαρτίου προτιμήθηκε και για τη σημειολογία της ημέρας, τη χριστιανική γιορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, καθώς το χαρμόσυνο μήνυμα του Θεού προς στην Παναγία συμβολίζει και τις ελπίδες που γέννησε η έναρξη της Επανάστασης στις ψυχές των Ελλήνων.

Η Ελληνική Επανάσταση συνέπεια ως ένα βαθμό της ωρίμανσης των αντικειμενικών συνθηκών, αλλά προπαντός συνέχιση και κορύφωση της εθνικής επαναστατικής παράδοσης με την επίδραση των ιδεών του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, είναι το ενδοξότερο και σπουδαιότερο γεγονός της Ιστορίας του Νεότερου ελληνισμού. Καθοριστικό ρόλο στη διάχυση και διάδοση των ιδεών του Ευ¬ρωπαϊκού διαφωτισμού θα διαδραματίσουν οι λόγιοι, οι οποίοι αποτελούν τους ιμά¬ντες μεταβίβασης των διαφωτιστικών ιδεών με σκοπό την καλλιέργεια συνείδησης για ελευθερία στους Έλληνες. Υποβοηθήθηκε βέβαια κι από το κίνημα του φιλελληνισμού, που γεννήθηκε στην Ευρώπη κυρίως από τον θαυμασμό για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό.

Η Ελληνική Επανάσταση, προετοιμασμένη και αποφασισμένη από τη Φιλική Εταιρεία, που εξέφρασε τότε με πίστη και τόλμη την έφεση του Έθνους για απελευθέρωση, πέτυχε ύστερα από εννιάχρονο επικό αγώνα εναντίον ενός αντιπάλου συντριπτικά ισχυρότερου να πραγματοποιήσει, έστω μερικώς, τον σκοπό της με τη δημιουργία του Ελληνικού Κράτους. «Όταν αποφασίσαμε να κάμουμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε, ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχουμε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με τα σιταροκάραβα βατσέλια». Αλλά, ως μια βροχή, έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της Ελευθερίας μας και όλοι και οι κληρικοί και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτόν τον σκοπό και εκάμαμε την επανάσταση», θα παραδεχθεί ο Κολοκοτρώνης στον λόγο που εκφώνησε στην Πνύκα.

Είθισται στις εορταστικές ομιλίες να αρκούμαστε σε στομφώδεις κι εγκωμιαστικές αναφορές στις αρετές και στο μεγαλείο της φυλής μας, για να λειτουργούν αυτές ως ενέσεις εθνικής υπερηφάνειας. Θεωρώ όμως ότι αυτό που πραγματικά χρειάζεται είναι να παρακολουθήσουμε τα γεγονότα που οδήγησαν στην απελευθέρωση, γιατί η ιστορία είναι η μόνη αλήθεια, δεν χρειάζεται σχόλια για να αναδείξει το έπος του 1821 και είναι η μόνη που λειτουργεί ως οδηγός για το μέλλον και την αποφυγή των ίδιων λαθών.

Το 1821, λοιπόν, ενώ η αυτοκρατορία είναι ακόμα ισχυρότατη κι ενώ στην Ευρώπη επικρατεί το πνεύμα της Ιεράς Συμμαχίας, οι Έλληνες αρχίζουν τον αγώνα για την απελευθέρωσή τους• ο Αλέξανδρος Υψηλάντης κηρύττει στο Ιάσιο την Ελλ. Επανάσταση και δημιουργεί πολεμικό μέτωπο στη Μολδοβλαχία, σπουδαίο αντιπερισπασμό για τον πόλεμο στην ηπειρωτική Ελλάδα και μετά από ένα μήνα ξεσπά η επανάσταση στην Ελλάδα.

Ο Αγώνας στη Μολδοβλαχία κρατάει επτά μήνες. Οι δυνάμεις των επαναστατών συντρίβονται. Στήνουν όμως και ηθικά τρόπαια: στο Δραγατσάνι με τη θυσία του Ιερού λόχου, στη Μονή Σέκου, με τη θυσία του Φαρμάκη και του δικού μας Γεωργάκη Ολύμπιου.

Στην Ελλάδα η επανάσταση ευδοκιμεί. Ύστερα από πολυάριθμες συγκρούσεις στη στεριά και στη θάλασσα και ιδίως τις νίκες στη Γραβιά, στο Βαλτέτσι, στην Ερεσό, στο Μακρυνόρος, στα Βασιλικά και άλλες, ελευθερώνονται μεγάλες περιοχές.

Στο τέλος του 1821 η Επανάσταση εδραιώνεται στη Νότια Ελλάδα. Την 1η Ιανουαρίου του 1822 διακηρύσσεται στην Επίδαυρο η Πολιτική ύπαρξη και ανεξαρτησία του Ελληνικού κράτους.

Μάλιστα στις 8 Μαρτίου 1822 κηρύσσεται η Επανάσταση στον Όλυμπο και στα Πιέρια Όρη, όπου πρωτοστατούν οι μηλιώτες πρωτοξάδερφοι Τόλιος και Δήμος Λάζος, ο πύργος των οποίων σώζεται ακόμα και σήμερα στην Άνω Μηλιά, υπόμνηση της παρουσίας τους και της ηρωικής τους δράσης.

Κατά το 1822 και 1823, με τη συντριβή της στρατιάς του Δράμαλη από τον Κολοκοτρώνη, την ανατίναξη της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη και πολλές άλλες νίκες, η Επανάσταση φαίνεται να έχει σταθεροποιηθεί, παρά τις μεγάλες απώλειες στη Χίο, στο Πέτα, στη Νάουσα και το Σούλι.

Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο εύκολα.

Από το 1824 αρχίζει η κάμψη της Επανάστασης εξαιτίας κυρίως δύο εμφυλίων πολέμων −στους οποίους συμμετείχαν μεγάλες προσωπικότητες της επανάστασης χωρισμένες σε ομάδες διεκδίκησης της εξουσίας− και των συντονισμένων επιχειρήσεων Τούρκων και Αιγυπτίων. Παρά την ηρωική αντίσταση, σβήνει κι ο αγώνας στην Κρήτη, καταστρέφονται η Κάσος και τα Ψαρά. Το 1825 αποβιβάζεται ο Ιμπραήμ με ισχυρές δυνάμεις και καταλαμβάνει συστηματικά την Πελοπόννησο.

Τον επόμενο χρόνο αρχίζει η συγκλονιστική πολιορκία του Μεσολογγίου. Η πτώση του και η ηρωική έξοδος, εμπνέουν τον Διονύσιο Σολωμό και τον οδηγούν να γράψει τη μεγαλόπνοη σύνθεση των Ελεύθερων Πολιορκημένων. Ο περίφημος στίχος του «Τα μάτια μου δεν είδαν τόπο ενδοξότερο από αυτό το αλωνάκι», συνοψίζει τον θαυμασμό που ενέπνευσε σε όλο τον κόσμο ο εκ προοιμίου χαμένος αγώνας των Μεσολογγιτών. Όλα αυτά προσθέτουν δόξα στον ελληνικό αγώνα, αλλά οι στρατιωτικές συνέπειες είναι βαρύτατες.

Έτσι, το 1827 η καταστροφή του Καραϊσκάκη στο Φάληρο και η παράδοση της Ακρόπολης σημαίνουν και την απώλεια της Στερεάς Ελλάδας. Ο λαός λιμοκτονεί, η διοίκηση έχει παραλύσει και η Ελληνική Επανάσταση βρίσκεται σε έσχατο σημείο εξάντλησης. Όμως, με την παρέμβαση των ευρωπαϊκών δυνάμεων σώζεται η κατάσταση. Η ναυμαχία του Ναυαρίνου κρίνει τα πάντα μέσα σε λίγες ώρες και δίνει πνοή σε ένα έθνος που είχε επαναστατήσει μεν, αλλά την ίδια ώρα αλληλοσπαράσσεται από μίση, έριδες και πάθη. Τα τοκογλυφικά δάνεια από τους Ευρωπαίους και οι όροι αποπληρωμής τους δίνουν τελικά την ελευθερία σε έναν λαό που φαίνεται να μην ακούει τον Μπάιρον να συμβουλεύει:


«Απ’ τον άπιστο Φράγκο λευτεριά μη ζητάτε. 
Εκεί ζουν ηγεμόνες που πουλούν κι αγοράζουν. 
Με δικό σας τουφέκι και σπαθί πολεμάτε: 
εδώ θά ’βρετ’ ελπίδα, κι ό,τι θέλουν ας τάζουν.» 
μια συμβουλή που ηχεί ανατριχιαστικά επίκαιρη. 


Έτσι, η τάξη και η ευνομία αποκαθίστανται, και το 1830 αναγνωρίζεται ανεξάρτητο ελληνικό κράτος με το περίφημο Πρωτόκολλο του Λονδίνου. Η βραχύβια διακυβέρνηση του Καποδίστρια αναπτερώνει τις ελπίδες, τερματίζεται όμως απότομα με τη δολοφονία του και φαντάζει σήμερα σαν την τελευταία μεγάλη χαμένη ευκαιρία για το έθνος μας.

Η ελληνική Επανάσταση τελειώνει με νίκη, έχει στοιχίσει όμως βαρύτατα. Εκατοντάδες χιλιάδες ελλήνων χάθηκαν στα πεδία των μαχών και το επίτευγμα της εξασφάλισης ανεξαρτησίας και εθνικής κυριαρχίας προβάλλει ως ιστορική εποποιία και ως θρίαμβος της ελευθερίας.

Το ελληνικό κράτος όμως είναι πολύ μικρό, φτάνουν τα σύνορά του μέχρι τη γνωστή γραμμή Παγασητικού-Αμβρακικού. Γι’ αυτό και οι αγώνες των Ελλήνων, δεν σταματούν εκεί. Χρειάστηκαν πάνω από 120 ακόμα χρόνια αγώνων και διπλωματικών ζυμώσεων για να ενσωματωθούν στον εθνικό κορμό όλες οι περιοχές του σημερινού ελληνικού κράτους: τα Επτάνησα το 1864, η Θεσσαλία και η Ήπειρος το 1881, η Μακεδονία το 1912, η Κρήτη το 1913, η Θράκη το 1920 και τελευταία τα Δωδεκάνησα το 1947.

Το μικρό αυτό ιστορικό αφιέρωμα δεν θα μπορούσε να τελειώσει χωρίς να ανακαλέσουμε στη μνήμη μας τις αρετές και τις αδυναμίες μας, τις ίδιες που μας ακολουθούν από την αρχαιότητα και μας χαρακτηρίζουν και σήμερα. Η ομόνοια και η γενναιοψυχία απέναντι στον κοινό κίνδυνο και την επιδίωξη κοινού στόχου μάς έχουν βγάλει νικητές από πολλές και ποικίλες περιπέτειες. Ταυτόχρονα, η αδελφοκτόνος ζήλεια, το καταστροφικό εγωιστικό μας πείσμα, η εθνική έπαρση, το αίσθημα κατατρεγμού, η αδυναμία παραδοχής λαθών και η αγνωμοσύνη προς τους ευεργέτες, έφεραν πολλές φορές τη διχόνοια και την καταστροφή.

Σήμερα διανύουμε μια από τις δυσκολότερες περιόδους της ιστορίας μας. Παρά την αδιαμφισβήτητη ανεξαρτησία μας, έχουμε να αντιμετωπίσουμε πολλαπλές απειλές, μια διαφορετική κατοχή, πολλούς, μα καλά κρυμμένους, εχθρούς. Αυτές τις στιγμές ας ηχεί στα αυτιά μας η περίφημη παρότρυνση του Μακρυγιάννη, ενός ανθρώπου αρχέτυπου του πατριώτη: Είμαστε εις το «εμείς» και όχι εις το «εγώ».

Ας θυμόμαστε όμως και τον Ρήγα τον Θεσσαλό, τον Βελεστινλή, αυτόν τον μεγάλο οραματιστή του ομοσπονδιακού παμβαλκανικού κράτους, να γράφει στον Θούριο, στο «ιερότερο άσμα της φυλής μας», όπως χαρακτηρίστηκε:


Σ' ανατολή και δύση, και νότον και βοριά, 
για την πατρίδα όλοι, να 'χωμεν μια καρδιά. 
Στην πίστιν του καθ' ένας, ελεύθερος να ζη, 
στην δόξαν του πολέμου, να τρέξωμεν μαζί. 


Βουλγάροι κι Αρβανήτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί, 
Αράπηδες και άσπροι, με μια κοινήν ορμή, 
για την ελευθερίαν, να ζώσωμεν σπαθί, 
πως είμαστ' αντριωμένοι, παντού να ξακουσθή 


[κι] Όσοι απ' την τυραννίαν, πήγαν στην ξενητιά 
στον τόπον του καθ' ένας, ας έλθη τώρα πιά. 
Και όσοι του πολέμου, την τέχνην αγροικούν 
Εδώ ας τρέξουν όλοι, τυράννους να νικούν. 


Σκόπευα να τελειώσω την ομιλία μου εδώ, με την αναφορά στον Ρήγα, στον μεγάλο πρωτοπόρο οραματιστή να κηρύττει τη συναδέλφωση και να καλεί μέσα από τον Θούριο όλους τους λαούς των Βαλκανίων σε έναν κοινό αγώνα εναντίον του Οθωμανικού ζυγού. Όμως η επικαιρότητα με κατηύθυνε προς ένα διαφορετικό κλείσιμο: στην αναφορά σε μια άλλη προσωπικότητα της Επανάστασης, τον Νικήτα Σταματελόπουλο, τον προοδευτικό κι ανήσυχο οπλαρχηγό της Ελληνικής Επανάστασης, που οι περισσότεροι τον γνωρίζουμε με το προσωνύμιο «Τουρκοφάγος». Αυτός ο ανδρείος στρατηγός, που η γενναιότητά του στη μάχη συνδυάστηκε με μια απλή και ταπεινή ζωή, ονομάστηκε έτσι επειδή σε μια μάχη σκότωσε πολλούς Τούρκους. Στην πορεία της ζωής του ο επονομαζόμενος Νικηταράς φυλακίστηκε από τους Βαυαρούς, βασανίστηκε και στα τελευταία χρόνια της ζωής του, τυφλός και άρρωστος, κατάντησε ζητιάνος για να ζήσει. Αυτός ακριβώς ο άνθρωπος στέλνει το 1823 μια επιστολή στον Παπαφλέσσα:

«Επειδή και εις την ανθρωπότητα το πρώτον αγαθόν πράγμα είναι η παιδεία, καθώς προς τούτοις εις την ιδίαν, ιερώτατον και η υπεράσπισις των πτωχών ασθενών, μάλιστα δε των στρατιωτών, ζητώ δια του παρόντος μου μέσον του Υπουργείου τούτου παρά της Υπερτάτης Διοικήσεως, ίνα δοθώσιν εις την εξουσίαν μου, πρώτον το τζαμί του Αγαπασά μεθ΄όλα του τα περιεχόμενα εργαστήρια, ίνα χρησιμεύση δια θέατρον, δεύτερον την μεγάλην οικίαν ευρισκομένην εις το πλάτωμα απέναντι του τζαμίου, ίνα χρησιμεύση δια σχολείον μεθ΄ όλα του τα περιεχόμενα εργαστήρια, και τρίτον, ένα οσπίτιον μεγάλον κατά τα Πέντε Αφέλφια , ίνα χρησιμεύση δια Νοσοκομείον, δια τα οποία αφού μου δοθεί η άδεια, αφήνω επίτροπον δια να τα τελειώσει, παρακαλώντας την Υπερτάτην δια να ήθελεν να διορίση έναν επιστάτην της, ίνα μετά του ειδικού μου λαμβάνωσι τα εισοδήματα, και κάμνωσι τα έξοδα και χρονικώς δίδωσι λογαριασμόν.

Όθεν και να έχω την απόκρισιν, προσκυνώ και μένω.
Εκ Ναυπλίου τη 25η Σεπτεμβρίου 1823
Νικήτας Σταματελόπουλος»

Αυτό ήταν το όραμά του, η παιδεία, η συναδέλφωση, ο πολιτισμός, όχι το τυφλό μίσος και ο ρατσισμός.



Ειρήνη Παξιμαδάκη
Κατερίνη, Μάρτιος 2019