Πέμπτη 28 Μαρτίου 2019

Η πολυεθνικοποίηση της Θεσσαλονίκης …και οι θέσεις των υποψηφίων απέναντί της

«Αυτές οι εκλογές δεν έχουν αντίπαλο». Η αποδρομή της διοίκησης Μπουτάρη, της μοναδικής δύναμης του τοπικού κατεστημένου που διέθετε μια σαφή άποψη για το πως πρέπει να κινηθούν τα πράγματα στην Θεσσαλονίκη τα επόμενα χρόνια, άφησε πίσω της ένα τοπίο πολυδιάσπασης και πολυκατακερματισμού:

Οι περισσότεροι τωρινοί υποψήφιοι, κυρίως ο Ν. Ταχιάος, η Κ. Νοτοπούλου, ο Π. Λεκάκης, ο Σπ. Βούγιας, ακόμα και οι εξωκοινοβουλευτικοί δικαιωματιστές της Πόλης Ανάποδα διεκδικούν για λογαριασμό τους όψεις της πολιτικής του προηγούμενου δημάρχου.


Ωστόσο παρ όλο που δεν υπάρχει κεντρικός εκφραστής της, η προοπτική που αυτός υπηρέτησε, επειδή ακριβώς δεν ήταν δικιά του αλλά προωθούνταν από ξένα, μεγάλα γεωπολιτικά και επιχειρηματικά δίκτυα αλλά και τις ντόπιες εθνομηδενιστικές ελίτ, παραμένει παρούσα και κραταιά, απειλώντας την πόλη μ’ έναν βίαιο και σαρωτικό μετασχηματισμό. Έναν μετασχηματισμό που απειλεί την ενότητά της, και επιθυμεί να την μεταβάλει από αστική κοινότητα με ταυτότητα, συνοχή & ιστορικό βάθος, σε σκελέτωμα των μεγάλων συμφερόντων.


Οι αλλαγές έχουν ξεκάθαρη κατεύθυνση: Προετοιμάζουν την «πολυεθνικοποίηση» της Θεσσαλονίκης, η οποία θα συμβεί πολυεπίπεδα. Χαρακτηριστικές ήταν οι προτάσεις του συμβουλευτικού ομίλου της Deloitte, σε συνεργασία με την Παγκόσμια Τράπεζα: Την ίδια στιγμή που η παραγωγή, η αγορά η δημογραφία της Θεσσαλονίκης και τα εισοδήματα των κατοίκων της εξασθενούν, οι διεθνείς όμιλοι μιλούν για μεταμόρφωση της δυτικής πύλης της πόλης, και σχεδιάζουν την εγκαθίδρυση ενός νέου ‘εμπορικού, εκπαιδευτικού, ψυχαγωγικού κόμβου’, προωθούν επενδύσεις τουριστικού χαρακτήρα στο ιστορικό κέντρο και την Νέα Παραλία. Ανάλογη είναι η επέκταση που σχεδιάζεται, όχι από την συγκεκριμένη μελέτη αλλά από άλλες, από την άλλη πλευρά της πόλης, στην περιοχή πέριξ του αεροδρομίου.


Αναρωτιέται κανείς πως θα συντελεστούν όλα αυτά, εν τη απουσία του εσωτερικού οικονομικού και δημογραφικού δυναμισμού της πόλης. Μα αυτή χρησιμεύει περισσότερο σα πεδίο ανάπτυξης εξωγενών δραστηριοτήτων, και όχι σαν πραγματικός πρωταγωνιστής τους: Κοινώς, την «δουλειά» θα την αναλάβουν οι ξένες πολυεθνικές και επενδύσεις. Όσο για την οικιστική ανάπτυξη της πόλης, αυτή θα συνεχίσει παρά την δημογραφική της συρρίκνωση, μέσω της μαζικής επιχορηγούμενης εγκατάστασης αλλοδαπών πληθυσμών στην Θεσσαλονίκη (και σε ολόκληρη την Ελλάδα) την οποία οργανώνουν η Μέρκελ, ο Σόρος και οι λοιποί ταγοί της παγκοσμιοποίησης. Εξάλλου η επέκταση η οικονομική των πολυεθνικών, και η γεωπολιτική, του νεο-οθωμανισμού (ήδη οι αξιωματούχοι του Ερντογάν έχουν ενεργοποιήσει την ρητορική περί ύπαρξης μειονότητας στην Θεσσαλονίκη), αλλά και η αποικιακή, της Δύσης, συντελείται ευκολότερα σε περιβάλλοντα πολυπολιτισμικών βαβέλ, δίχως η συνοχή η κοινωνική και η πολιτισμική να θέτει σε αυτούς τους σχεδιασμούς αυτούς προσκόμματα δημοκρατίας και εθνικής αυτοδιάθεσης.


Το σχίσμα, όμως, μέσα στην πόλη έχει ήδη συντελεστεί. Για το κατεστημένο και τις εξουσίες, η τοπική αγορά, οικονομία, δημογραφία, οι γειτονιές των κατοίκων, η ταυτότητά τους, ο πολιτισμός τους είναι «αόρατες». Όταν οι υποψηφιότητες του κατεστημένου μιλούν για ανάπτυξη δεν εννοούν την πόλη ως αστική κοινότητα: Μιλούν για κάτι που δεν αφορά στην πλειοψηφία των κατοίκων της, αλλά για συμφέροντα που ίπτανται πάνω από το κεφάλι τους, και φιλοδοξούν να τους αφήσουν πίσω, σε ζώνες εγκατάλειψης. Αυτό είναι το τίμημα του μιμιτικού «εξευρωπαϊσμού» τον οποίον προπαγανδίζουν, και ο οποίος συνιστά ένα λεπτό νήμα που συνδέει αντιφατικούς πολιτικούς και κοινωνικούς χώρους μέσα στην πόλη, από τα γραφεία των μεγαλοεπιχειρηματιών, και των πρεσβειών μέχρι τα ριζοσπαστικά μπαρ και καταλήψεις της πόλης: Ότι η Θεσσαλονίκη θα εμφανίσει τα συμπτώματα των υπόλοιπων ευρωπαϊκών ‘παγκόσμιων πόλεων’, με τις αβυσσαλέες κοινωνικές αντιθέσεις, τον πόλεμο των πολιτισμών, την εμπορευματοποίηση των πάντων, την υπαρξιακή εξάντληση των ανθρώπων καθώς αποκόπτονται βίαια από την ταυτότητα και την κοινωνικότητα τους.


Αυτή η προοπτική εκφράζεται σε αυτές τις εκλογές ποικιλοτρόπως: Από την Κατερίνα Νοτοπούλου, τοποτηρήτρια του συριζαϊκού κράτους το οποίο ολοκλήρωσε τις καταστροφές των προηγούμενων κυβερνήσεων υπηρετώντας με ακραίο τρόπο την παγκοσμιοκρατία και τον εθνομηδενισμό των πολυεθνικών εταιριών και των πρεσβειών· από τον Νίκο Ταχιάο, η τοπικοαυτοδιοικητική εμπειρία του οποίου θολώνει εξαιτίας των νεοφιλελεύθερων εμμονών του, της κομματικότητας του εγχειρήματός του, και το γεγονός ότι αυτή έχει διαποτιστεί με την χειρότερη εκδοχή κοτζαμπάσικης οικογενειοκρατίας –των Μητσοτάκηδων. Από τον Σπύρο Βούγια, που μπορεί να έχει κάνει την αυτοκριτική του για τις προσωπικές επιλογές του παρελθόντος, ωστόσο, επιμένει ακόμα να εκφράζει την λάιτ παγκοσμιοποιητική κεντροαριστερά. Και από τον Πέτρο Λεκάκη, ο οποίος με την νεότητά του επιχειρεί απλώς ένα λίφτινγκ του «μπουταρισμού» και υπόσχεται την επιθετική επάνοδο της πολιτικής που αποξένωσε την πλειοψηφία των πολιτών από το Δήμο.


Πρέπει να υπάρξει απάντηση απέναντι σε αυτήν την εφιαλτική προοπτική: Η πόλη πρέπει να διεκδικήσει ξανά την ταυτότητα, την ιστορία, την συνοχή, και τα κοινά της. Το δίλημμα έχει τεθεί: πολυεθνική βαβέλ ή συνεκτική πόλη, και αφορά όχι μόνο στην ενότητα αυτού του τόπου, αλλά στην δημοκρατία του, την κοινωνική δικαιοσύνη, την δυνατότητά του να ξαναδημιουργήσει υψηλό πολιτισμό, ή να μεταβληθεί εκ νέου σε παραγωγικό κέντρο.


Ωστόσο, οι υποψηφιότητες που εκφράζονται πιο κοντά στις τοπικές ανάγκες εμφανίζονται να έχουν στρεβλό χαρακτήρα: Ο Κωνσταντίνος Ζέρβας, παρότι η ατζέντα του βρίσκεται πιο κοντά στις ανάγκες της πόλης, αναπαράγει το προσωποπαγές μοντέλο του παρελθόντος προωθώντας μια εγωκρατική πολιτική –και ως προς αυτό εμφανίζεται σα συνέχεια των Μπουτάρη-Παπαγεωργόπουλου. Ο δε Νικόλαος Ορφανός, επιμένει σε μια παλαιοκομματική «πολιτική παραγόντων» και απευθύνεται κυρίως στις ελίτ.


Η εναλλακτική στρατηγική που χρειάζεται η πόλη, ωστόσο, προϋποθέτει κάτι πολύ παραπάνω απ’ όλα αυτά: Αρχές, όραμα, πρόγραμμα, στοχοθεσία, ομαδικότητα. Είναι ένα στοίχημα που πρέπει να το κερδίσει ένα ευρύτερο κοινωνικό και πολιτικό ρεύμα, ένα κίνημα αναγέννησης, και όχι οι φατρίες και τα καπετανάτα, που η ύπαρξή τους και μόνο μαρτυρά την απίστευτη κρίση στην οποία έχει βυθιστεί η πολιτική ζωή, τοπικά και πανεθνικά.


Εμείς, στο Μένουμε Θεσσαλονίκη, ήδη από το 2014 εργαζόμαστε σκληρά, ομαδικά, με αξίες αλλά και ήθος το οποίο αναγνωρίστηκε ακόμα και από τους αντιπάλους μας, ώστε να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για ένα τέτοιο κίνημα. Το οποίο φυσικά, δεν μπορεί να αφορά μόνο μια παράταξη, αλλά έναν ολόκληρο κόσμο που ζει μέσα στην πόλη, και πασχίζει μέσα από την ίδια του την καθημερινή δραστηριότητα να την διατηρήσει σ’ ένα επίπεδο αξιών, πολιτισμού, και δημιουργικότητας. Τα προηγούμενα χρόνια, όταν μάλιστα η διοίκηση Μπουτάρη ήταν παντοδύναμη και αδιαμφισβήτηση, με την υπόλοιπη αντιπολίτευση να πασχίζει απλώς να βρει έναν «αντι-Μπουτάρη» για να υλοποιήσει το ίδιο πρόγραμμα, εμείς σταθήκαμε απέναντί του και αναδείξαμε τα μεγάλα αδιέξοδα που επιφυλάσσει για την Θεσσαλονίκη αυτή η πολιτική. Η οποία σήμερα αγωνίζεται για να διατηρηθεί στην εξουσία της πόλης μέσα από άλλες υποψηφιότητες.


Η στήριξη επομένως στο Μένουμε Θεσσαλονίκη, δεν είναι στήριξη σε μια παράταξη, ή στα συγκεκριμένα πρόσωπα που εναλλάσσονται στην εκπροσώπησή της: Είναι υποστήριξη μιας προοπτικής, ώστε σε λίγα χρόνια, διακόσια χρόνια μετά την Ελληνική Επανάσταση, αυτό το κίνημα αναγέννησης να γίνει πραγματικότητα και να διεκδικήσει με όρους νίκης την συλλογική μας επιβίωση στον ταραγμένο αιώνα που ήδη μας δείχνει τα δόντια του.-


Πηγή: menoumethess.wordpress.com


Μένουμε Θεσσαλονίκη