Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2019

Το παραμύθι της αγάπης (για μικρούς και ΜΕΓΑΛΟΥΣ)


Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε μια ιδιαίτερη χώρα με ξεχωριστούς κατοίκους. Το όνομα της ήταν Διχόνοια και οι πολίτες της ήταν οι Διχασμένοι.

Οι Διχασμένοι λέγονταν και Χριστιανοί γιατί πίστευαν στο Χριστό. Ο Χριστός μιλούσε για αγάπη μεταξύ φίλων και εχθρών, για ειρήνη, για ταπείνωση και μετάνοια.

Ήταν μια πανέμορφη χώρα με βουνά, δάση, θάλασσες, νησιά, με τεράστια πολιτιστική κληρονομιά και μεγάλη ιστορία. Είχε φιλότιμους ανθρώπους που προσέφεραν βοήθεια σε όσους είχαν ανάγκη, Παρήγαγε σπουδαίους επιστήμονες που όμως τους έστελνε να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε ξένες χώρες. Παράλληλα όμως διέθετε και αρκετούς επιπόλαιους, αλαζόνες και τσαπατσούληδες, χωρίς οργάνωση και τάξη στην καθημερινότητα τους.

Είχε και πολλές εμφύλιες διαμάχες. Οι άνθρωποι ήταν μεταξύ τους συνεχώς μαλωμένοι. Δεν συμφωνούσαν ποτέ. Αυτό στερούσε από την πολιτεία τους τον ανεξάντλητο πλούτο που έμενε ανεκμετάλλευτος. Η Διχόνοια αυτοκτονούσε καθημερινά γιατί κάποιοι ήθελαν να βαδίζουν μόνο αριστερά και άλλοι μόνο δεξιά. Άλλοι πάλι δεν έστριβαν καθόλου, προτιμούσαν την κεντρική πορεία. Υπήρχαν κι αυτοί που έστριβαν το τιμόνι τέρμα αριστερά και άλλοι τέρμα δεξιά. Αυτοί που πολιτεύονταν, ανάλογα με τα συμφέροντα τους και όταν έχαναν την εξουσία, άρχισαν σιγά-σιγά να στρίβουν από τα αριστερά προς τα δεξιά και αντίστροφα. Οι Διχασμένοι παρασύρονταν από αυτή την τακτική, δεν ήταν ενωμένοι και βρίσκονταν σε μια διαρκή ένταση μεταξύ τους. Η χώρα από πλούσια κατάντησε φτωχή. Οι άνθρωποι δεν είχαν δουλειές και τα κακά του τόπου έβαζαν στην άκρη και έκρυβαν όλα του τα καλά.

«Είστε ψεύτες, κλέφτες και προδότες», κατηγορούσε ο αρχηγός τους αντιπάλους του.

«Εσείς όμως είστε περισσότερο από εμάς ψεύτες, κλέφτες και προδότες», ανταπαντούσαν εκείνοι.

Ο ποιμενάρχης της Διχόνοιας τους συμβούλευε τακτικά. «Πρέπει να συμφιλιωθείτε, να ενωθείτε. Σκεφτείτε το καλό της χώρας, των πολιτών και όχι μόνο τις δικές σας φιλοδοξίες».

«Εσείς την δουλειά σας κι εμείς την δική μας». Αυτή ήταν η απάντηση τους, πλημμυρισμένη με υπεροψία και ασυγκράτητο εγωισμό.

Οι αρχηγοί των υπόλοιπων χωρών εκμεταλλεύονταν αυτήν την φαγωμάρα και την ασυνεννοησία και πονηρά σκεπτόμενοι τους δάνειζαν χρήματα. Έτσι καθώς περνούσαν τα χρόνια καρπώνονταν τα πλούτη της Διχόνοιας αυξάνοντας τη δύναμη τους. Άλλες χώρες πάλι τους πολεμούσαν συνέχεια, τους απειλούσαν πως θα τους πάρουν τα εδάφη τους, τις θάλασσες τους. Κι οι διχασμένοι δεν έλεγαν να σμίξουν και να αποφασίσουν μαζί για το καλό της χώρας τους.

Πλησίαζαν Χριστούγεννα. Ο αρχηγός της Διχόνοιας καθώς βάδιζε για το σπίτι του είδε ένα έντονο φως να έρχεται κατά πάνω του. Ένα δυνατό βουητό τον τάραξε ολάκερο. Ένα σμήνος αγγέλων τον είχε κυκλώσει προτρέποντας τον: «Πρέπει να μονιάσετε, να αγαπηθείτε, να σώσετε την ψυχή σας. Αυτό είναι το μήνυμα του Θεού, σεβαστείτε το».

Δεν κοιμήθηκε όλο το βράδυ. Τον έπνιγαν χίλιες δυο τύψεις και ενοχές. Την άλλη μέρα το πήρε απόφαση. Έπρεπε να αλλάξουν τα πάντα. Η Διχόνοια χρειαζόταν ενότητα. Αμέσως συναντήθηκε με τον αντίπαλο του.

«Μου μίλησε ο ίδιος ο Θεός. Πρέπει να συνεργαστούμε. Πρέπει να τηρήσουμε την εντολή της αγάπης. Πρέπει επιτέλους να μονιάσουμε για να σώσουμε την χώρα».

Ως εκ θαύματος ο αντίπαλος του συνηγόρησε στην έκκληση του αρχηγού. «Και σε μένα το ίδιο συνέβη. Μου έστειλαν το μήνυμα οι άγγελοι. Πρέπει να ζητήσουμε συγνώμη από το Θεό. Πρέπει να συμφιλιωθούμε, να ειρηνεύσουμε».

Με κατεβασμένα κεφάλια, ταπεινωμένοι, μετανιωμένοι για το παρελθόν, παρουσιάστηκαν στον ποιμενάρχη τους. Εκείνος τους συγχώρησε και τους έδωσε την ευχή του.

Παραμονές Χριστουγέννων μαζί με τις οικογένειες τους περπάτησαν στο δρόμο, δίπλα στους πολίτες. Αντάλλαξαν δώρα, έφαγαν μαζί και άκουσαν τα παράπονα των Διχασμένων. Επισκέφτηκαν μαζί τους άρρωστους και τα ορφανά. Μερίμνησαν για να μη μένουν οι άστεγοι στο κρύο. Πήγαν στο χώρο εργασίας των πολιτών και είδαν τα προβλήματα από κοντά. Συναισθάνθηκαν για πρώτη φορά τον μόχθο και την αγωνία των απλών ανθρώπων, μικρών και μεγάλων. Αντιλήφθηκαν ότι η κοινωνία τους χρειάζεται ισότητα, αξιοκρατία, δικαιοσύνη.

«Είναι η στιγμή να ορκιστούμε για τη συνεργασία μας σε βασικά θέματα για τη λειτουργία του τόπου. Είναι η ώρα να σβήσουμε τα μίση και πάθη του παρελθόντος». Σεβάστηκαν τον όρκο τους. Άλλαξαν την νοοτροπία τους, αγάπησαν και αγαπήθηκαν. Μέχρι και νέο όνομα έδωσαν στην χώρα τους. Την ονόμασαν Ομόνοια και κάτοικοι πλέον ήταν οι Μονιασμένοι.

Το χιόνι άρχισε να πέφτει πυκνό. Το τοπίο έγινε κάτασπρο και πανέμορφο. Ήταν τα Χριστούγεννα της αγάπης. Της αγάπης της γνήσιας και αληθινής. Αυτής της αγάπης που αγνοούσε για χρόνια η Διχόνοια.

Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα…


Γιάννης Τσαπουρνιώτης