Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2020

Ιστορία καραντίνας

Του Γιάννη Τσαπουρνιώτη

Ένα μικρό διήγημα αφιερωμένο σε όσους πάσχουν, σε όσους μάχονται, σε όσους προσφέρουν.


Η Κυρά Σοφία ζει σε ένα απομονωμένο χωριό των Αγράφων. Κοντεύει τα ενενήντα αλλά είναι σκληρό σκαρί, στο νου και στο σώμα. Ζει μόνη της καθώς ο σύζυγος της έφυγε από τη ζωή πριν από δέκα χρόνια. Μαζί με τον καλό της έχουν αφήσει μια πλούσια κληρονομιά στον τόπο καθώς τα οκτώ παιδιά τους, τα εγγόνια και τα δισέγγονα, έχουν διασκορπιστεί σε κάθε γωνιά της πατρίδας, αφήνοντας ο καθένας χωριστά το δικό του αποτύπωμα.

Στο πανέμορφο χωριό ο κορονοιός δεν έκανε ακόμη την εμφάνιση του. Τα νέα όμως που έρχονται καθημερινά στα αυτιά της Κυρά Σοφίας ταράζουν την ησυχία και την γαλήνη που βιώνει τα τελευταία χρόνια.

«Η κόρη σου η Μαρία είναι μια σύγχρονη ηρωίδα. Στο νοσοκομείο που δουλεύει στη Θεσσαλονίκη δεν έχει ωράριο, δεν έχει ώρες ανάπαυσης και ξενοιασιάς. Έχει αφοσιωθεί αποκλειστικά στο καθήκον της μαζί με τους γιατρούς, τους νοσηλευτές και όλους τους εθελοντές. Ρισκάρει την ίδια της τη ζωή. Τα νέα τα μαθαίνω από τον Αργύρη μου. Να είσαι περήφανη». Στην τηλεφωνική γραμμή, η καλή γειτόνισσα, η Φρόσω, τη συντρόφευε σε αυτές τις ιδιαίτερες στιγμές της ανθρωπότητας.

Σκούπισε τα δάκρυα συγκίνησης και έσφιξε στην αγκαλιά της την κορνίζα όπου απεικονίζονταν αγκαλιασμένη όλη η οικογένεια.

«Η Βέτα μου πέρασε δύσκολα. Είχε πυρετό και δύσπνοια, είχε χάσει τη γεύση της αλλά μόλις έγιανε δεν άφησε τους μαθητές της χωρίς δασκάλα. Κι εκείνα τα «παλαβά», μέσα από αυτές τις καινούργιες τηλεοράσεις, τα κομπιούτερ και τα λαπ τόπια, της έστελναν ζωγραφιές και όμορφα λόγια για να δείξουν την αγάπη τους»

«Εγώ μιλούσα τις προάλλες με τον εγγονό μου το Βασιλάκη. Ο καθηγητής τους, παρότι ήταν καταβεβλημένος από την απώλεια της γυναίκας του, τους προέτρεπε, τους εκλιπαρούσε να προσέχουν τον εαυτό τους και τους οικείους τους για να μη ζήσουν το δικό του πόνο».

Κάθε οικογένεια βίωνε τη δικιά της περιπέτεια μέσα σε ένα ατελείωτο μαραθώνιο δοκιμασίας.

«Ο Θωμάς ζει κι αυτός τα δικά του στην αστυνομία. Σταμάτησε μια μέρα σε έναν έλεγχο έναν ταλαιπωρημένο εβδομηντάρη που περιέγραφε σε μια ιδιόχειρη βεβαίωση τον λόγο της μετακίνησης του: «Η σύζυγος μου, η Ευθαλία, ταξίδευε με το τρένο από την Κομοτηνή για Θεσσαλονίκη προκειμένου να βοηθήσει την κόρη μας που πάσχει από καρκίνο. Αποκοιμήθηκε στη διαδρομή κι όταν ξύπνησε βρισκόταν στην Λάρισα. Επικοινώνησε μαζί μου και μεταβαίνω για να την παραλάβω γιατί τέτοια ώρα δεν υπάρχει μέσο μεταφοράς…».

«Και το στερνοπαίδι μου ο Χρήστος κουράζεται πολύ. Κάθε μέρα με το μηχανάκι αλωνίζει την Αθήνα για να παραδώσει αυτά τα πακέτα που τα παραγγέλνεις λέει και σου τα φέρνουν στο σπίτι. Όταν σε μια παραγγελία παρέδωσε τρία κουτιά σε έναν τακτικό πελάτη, εκείνος του έκανε δώρο το ένα από αυτά. Ήταν ένα κράνος για να τον προστατεύει».

Η Κυρά Σοφία σε κάθε αναφορά στα παιδιά και τα εγγόνια της σκούπιζε τα δάκρυα, φύσαγε τη μύτη αλλά η καρδιά της ευφραίνονταν από τις ανθρώπινες πράξεις που δήλωναν ακόμη ευαισθησία κι αλληλεγγύη. Ακούγοντας τον ήχο της καμπάνας έκανε ευλαβικά τον σταυρό της προσκυνώντας την εικόνα της Παναγίας δίπλα στο αναμμένο καντήλι.

«Ο Παπά Γιώργης μας είπε ότι θα προσεύχεται καθημερινά για όλους μας. Να κάνουμε υπομονή και με τη χάρη του Θεού θα ξεπεράσουμε κι αυτόν τον Γολγοθά. Έστειλε και τον Νικολάκη να αφήσει έξω από τα σπίτια μια επιστολή από έναν σημαντικό ιεράρχη. Τη διάβασα και μέσα σε όλα μου έκαναν εντύπωση τα εξής: «..Πιστέψαμε ότι είμαστε υπεράνθρωποι, κρύψαμε την προσβολή μας από τον ιό και οδηγηθήκαμε στον τάφο, αντί να ομολογήσουμε το λάθος μας και να σαλπίσουμε το ορθό. Δεν είναι ταπεινωτικό να παραδεχθείς ότι ως άνθρωπος κι εσύ πάσχεις. Αλαζονικό είναι να το κρύψεις, μόνο και μόνο για να μη διαψευστεί δημόσια ο εγωισμός σου. Όταν επικρέμεται θάνατος, τότε, καλά ειπώθηκε, «μαγκιές» δεν επιτρέπονται. Οι ευλαβείς εγωισμοί… σκοτώνουν!».

Καληνύχτισε την καλή της φίλη και λίγο πριν πέσει στο κρεβάτι προσευχήθηκε.

«Θεέ μου βοήθησε όλο τον κόσμο που δοκιμάζεται τόσο σκληρά. Φώτισε μας να διώξουμε από μέσα μας τον εγωισμό, να είμαστε ταπεινοί και πράοι. Συγχώρεσε μας Κύριε για την υποκρισία μας, για τα πάθη μας, για τα λάθη μας. Συγχώρεσε μας...».


Γιάννης Τσαπουρνιώτης