Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2021

Η Επανάσταση του 1821 στην ελληνική και ξένη ποίηση (γ΄ μέρος)

Του Παναγιώτη Γ. Αλεκάκη *

Θα συνεχίσουμε το αφιέρωμά μας στη θέση που έδωσαν Έλληνες και ξένοι ποιητές στην Επανάσταση του 1821, από το οποίο σεμνό προσκύνημά μας στην αθέατη αυτή πλευρά του πνεύματος – και το επαναλαμβάνουμε, εξίσου σημαντική με τα γεγονότα – δεν θα μπορούσαν να απουσιάσουν τα ηρωικά κατορθώματα των Σουλιωτών και Σουλιωτισσών.

Πλήθος τα ποιήματα που έχουν γραφεί για το Σούλι και τους αγώνες του, δημοτικά στιχουργήματα και λόγια ποιήματα γραμμένα από επώνυμους ποιητές, γι’ αυτό και θα αφιερώσουμε περισσότερη έκταση σε αυτά.

Τα ηρωικά κατορθώματα των Σουλιωτών και των Σουλιωτισσών εξακολουθούν να εμπνέουν κάθε Ελληνίδα και Έλληνα και αποτελούν κάλεσμα προς παραδειγματισμό σε κάθε νέο και νέα μας με τον εμφατικά διδακτικό χαρακτήρα τους - «οίδε (= γνωρίζει) γαρ και πολέμιος ανδρών αρετάς θαυμάζειν». Είναι όμως απαραίτητο να αναφέρουμε ότι την ιστορία και τα επικά έργα αυτών των γενναίων Ηπειρωτών τα γνωρίζουμε χάρη στο Χριστόφορο Περραιβό (συνεργάτη του Ρήγα Φεραίου και με καταγωγή από την Πάνω Πούρλια, του Παλιούς Πόρους Πιερίας, κατά μία εκδοχή ή από χωριό της Ελασσόνας, κατ’ άλλη εκδοχή) και στο συγγραφικό του έργο με τίτλο «Ιστορία του Σουλλίου και Πάργας περιέχουσα την χρονολογίαν αυτών, τας προς τους Οθωμανούς μάχας, κυρίως δε τας προς τον Αλή Πασά Σατράπην της Ηπείρου», που πρωτοτυπώθηκε από τον ίδιο το συγγραφέα σε δύο τόμους το 1815 στη Βενετία, αφού επέστρεψε από το Παρίσι στο Λιβόρνο το 1803 έχοντας μαζί του προκαταρκτικά τμήματα της εν λόγω Ιστορίας.

Στο έργο αυτό του Περραιβού, ανεξάρτητα από αν αμφισβητήθηκε ή επαινέθηκε η ιστορική του αξία και η ακρίβεια των ιστορουμένων του, «διαλάμπουσι» η πεποίθηση για την τότε μέλλουσα Ανάσταση του Γένους και η αγνή φιλοπατρία, που διέκριναν τους μαχητές Σουλιώτες και τις ηρωίδες Σουλιώτισσες και ευθύς περνάμε στα σχετικά ποιήματα.

«Η Μόσχω» (1792)

Τρία μπαϊράκια (= πολεμικές σημαίες) φαίνονται ’πό κάτ’ από το Σούλι, / Το ’να ’ναι του Μουχτάρ πασά, τ’ άλλο του σελιχτάρη (= οθωμανικό στρατιωτικό αξίωμα), / Το τρίτο το καλύτερο είναι του Μιτσομπόνου. / Ο Δήμο Δράκος φώναξε ’πό πάν’ από το Σούλι∙ / - ‘Πού πας Μουχτάρη Σκοταρά και σκύλε σελιχτάρη; / Δεν είν’ εδώ το Χόρμοβο, δεν είν’ η Λαμποβίτσα, / Να πάρτε σκλάβους τα παιδιά, γυναίκες δίχως άντρες. / Εδώ ’ν’ το Σούλι το κακό, εδώ ’ν’ το Κακοσούλι, / Που πολεμούν μικρά απιδιά, γυναίκες δίχως άντρες, / Που πολεμάει Τσαβέλαινα σαν τ’ άξιο παλληκάρι’. / Η κυρά Μόσχω φώναξε ’πό πάνω ’πό την Κιάφα∙ / - ‘Πού ’στε παιδιά Σουλιώτικα και σεις οι Τσαβελάται; / Μαζί μου όλοι τρέξετε και άντρες και γυναίκες, / Τους Τούρκους κατακόψετε, σπόρο να μην αφήστε, / Να μείνουν χήρες κι ορφανά, γυναίκες και παιδιά τους, / Να λεν στο Σούλ’ τους σκότωσαν Σουλιώτισσες γυναίκες’. / Η Μόσχω τότε όρμησε με το σπαθί στο χέρι. / - ‘Τώρα να γδείτε πόλεμο, γυναικικά τουφέκια’. / Σαν τους λαγούς εφεύγανε και πίσω δεν κοιτάζουν, / Πετάξαν τα τουφέκια τους, μόνον για να γλιτώσουν.

Η Μόσχω Τζαβέλλα (1760-1803) ήταν σύζυγος του Λάμπρου και μητέρα του Φώτη Τζαβέλλα, με καταγωγή από το Σούλι. Διακρίθηκε για την απαράμιλλη μαχητικότητά της και γι’ αυτό έγινε θέμα σε πολλά δημοτικά τραγούδια.

Εδώ ο σελιχτάρης αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, στον Σελιχτάρ Μπόδα ή Πόντα, ο οποίος ήταν πρωτοσπαθάριος στην αυλή του Αλή πασά.

Ο Δήμο Δράκος ήταν και αυτός από το Σούλι, ήταν οπλαρχηγός και συγγενής με τους Τζαβελλαίους.

Στο χωριό Χόρμοβα γεννήθηκε ο Αλή πασάς.

Στη Λαμποβίτσα, τοποθεσία στην ευρύτερη περιοχή των Ιωαννίνων, βρίσκεται ο ναός της υστεροβιζαντινής εποχής, η Παναγία Λαμποβίθρα.

Η Κιάφα είναι ένα από τα χωριά του Σουλίου, όπου έγινε μάχη στην οποία αγωνίστηκαν Σουλιώτισσες εναντίον στρατευμάτων του Αλή πασά και κατάφεραν μεγάλο πλήγμα στους στρατιώτες και στο γόητρο του Αλή. Τα άλλα τρία ορεινά χωριά τους ήταν το Σούλι, ο Αβαρίκος και η Σαμονίβα.

«Ο Λάμπρος Τζαβέλας» (1792)

Εφώναξε μια παπαδιά μέσ’ απ’ τον Αβαρίκο∙ / - ‘Πού ’στε του Λάμπρου τα παιδιά; Πού ’στε οι Μποτσαραίοι; / Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, πεζούρα (= πεζικό) και καβάλα (= ιππικό)∙ / Δεν είναι μια, δεν είναι δυο, δεν είναι τρεις και πέντε∙ / Είναι χιλιάδες δεκοχτώ, χιλιάδες δεκαννέα. / - ‘Ας έρτουν οι παλιότουρκοι, τίποτε δεν μας κάνουν∙ / Ας έρτουν πόλεμο να διουν και Σουλιωτών τουφέκια, / Να μάθουν Λάμπρου το σπαθί, Μπότσαρη το τουφέκι, / Τ’ άρματα των Σουλιωτισσών, της ξακουσμένης Χάιδως’. / Ο πόλεμος αρχίνησε κι ανάψαν τα τουφέκια, / Τον Ζέρβα και τον Μπότσαρη εφώναξ’ ο Τσαβέλας∙ / - ‘Παιδιά μ’ ήρθ’ ώρα του σπαθιού κι ας πάψει το τουφέκι’. – ‘Δεν είναι, λέγ’ ο Μπότσαρης, σπαθιού καιρός ακόμα∙ / Παιδιά σταθείτε στο κουντρί (= μεγάλη πέτρα, εδώ το σημείο της μάχης), βαστάτε το λιθάρι∙ / Γιατ’ είν’ οι Τούρκ’ αμέτρητοι και λίγ’ είν’ οι Σουλιώτες’. / - ‘Μωρές τι σκιάζεστε παιδιά, Τσαβέλας ματαλέγει∙ / Ακόμα τους φυλάγομε τους σκύλους τσ’ Αρβανίτες’; / Πιάνουν και σπάνουν όλοι τους τες θήκες των σπαθιών τους, / Τους Τούρκους βάνουνε μπροστά, τους βάνουν σαν κριάρια, / Βελή πασάς τους φώναζε να μη γυρνούν τες πλάτες, / Κι εκείνοι τ’ αποκρίνονταν, πετώντας τα τουφέκια∙ / - ‘Δεν είν’ εδώ το Δέλβινο, δεν είναι το Βιδίνι∙ / Είναι το Σούλι τ’ ακουστό, στον κόσμο ξακουσμένο, / Είναι του Λάμπρου το σπαθί, το τουρκοματωμένο, / Πόκαμε την Αρβανιτιά κι όλη φορεί τα μαύρα, / Κλαίγουν μανάδες για παιδιά, γυναίκες για τους άντρες.

Ο Αβαρίκος, όπως προαναφέρθηκε, ήταν ένα από τα τέσσερα ορεινά χωριά του Σουλίου και καταστράφηκε από τον Αλή πασά ολοσχερώς το 1804. Όσοι σώθηκαν κατευθύνθηκαν νοτιότερα, όπου ίδρυσαν ομώνυμο χωριό στην περιοχή της Τριχωνίδας στην Αιτωλοακαρνανία.

Η Χάιδω ήταν Σουλιώτισσα πολεμίστρια και γνωστή για την αυταπάρνησή της. Γι’ αυτό και η δημοτική μούσα την έχει πολυτραγουδήσει.

Ο Ζέρβας του ποιήματος ήταν ο Αθανάσιος Ζέρβας και σύντροφος του Μάρκου Μπότσαρη. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες και συμμετείχε στην πολιορκία του Μεσολογγίου, όπου και πέθανε κατά την ηρωική Έξοδο.

Ο Βελή πασάς (1772-1822) ήταν και αυτός γιος του Αλή πασά. Ως διοικητής της Θεσσαλίας φρόντισε να οικοδομηθούν πολλά σεράγια.

Το Δέλβινο βρίσκεται στη Βόρεια Ήπειρο και το Βιδίνιο στη νότια Βουλγαρία. Και στις δυο περιοχές υπήρχαν αυταρχικά πασαλίκια, στα οποία καταπνίγονταν οι εξεγέρσεις των Ελλήνων και γενικότερα των χριστιανών.

(συνεχίζεται)


* Παναγιώτης Γ. Αλεκάκης, 
Φιλόλογος – Ιστορικός, 
Δρ Ιστορικού και Αρχαιολογικού Τμήματος Α.Π.Θ., 
Διευθυντής 2ου ΓΕΛ Κατερίνης