Τελικά, μια φορά παραβίαση δεν είναι παραβίαση εάν κρίνονται οι πρακτικές συστημικών τραπεζών!!
«…Από τις πληροφορίες που διαβιβάσατε, δεν προκύπτει ότι υπάρχει γενική πρακτική ή συστημική μη συμμόρφωση με το άρθρο 267 τρίτο εδάφιο της ΣΛΕΕ. Ως εκ τούτου, εντός των ορίων που χαράσσει η νομολογία, δεν υπάρχει λόγος να διερευνηθεί περαιτέρω το ζήτημα αυτό…».
Κι όμως… αυτή είναι επίσημη απάντηση του διορισμένου πολιτικού (όχι δικαστικού) οργάνου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής & της Γενικής Διεύθυνσης Δικαιοσύνης και Καταναλωτών επί της καταγγελίας των πολύπαθων χιλιάδων δανειοληπτών με ρήτρα ελβετικού φράγκου καθώς δεν έτυχαν δίκαιης δίκης (άρνηση αποστολής προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο της Ε.Ε για 1η φορά από το ανώτατο δικαστήριο της χώρας, τον Άρειο Πάγο)!
Δηλαδή μια φορά δεν μετρά, δεν είναι παραβίαση!
Μια φορά δεν… αρκεί για να πειστούν οι «πολιτικά» διορισμένοι εκπρόσωποι της Επιτροπής. Ειδικά δε όταν έμμεσα ή άμεσα θίγονται συμφέροντα πολιτικά και οικονομικά, τραπεζικών ιδρυμάτων και πρακτικών που εξαθλίωσαν και διατάραξαν τη ζωή και την υγεία χιλιάδων οικογενειών!
Εν κατακλείδι, τι λένε προκειμένου να μην πειράξουν τις ιερές αγελάδες και τα ΥΠΕΡ- κέρδη τους; Ότι χρειάζεται γενική πρακτική ή συστημική μη συμμόρφωση για να πειστούν!
Να πειστούν όμως ποιοι;
Όταν η Ελλάδα είναι ουραγός στην αποστολή προδικαστικών ερωτημάτων (ενδεικτικά για το 2022 στην Έκθεση της ίδιας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναφέρεται ότι από τις 546 προδικαστικές παραπομπές που καταγράφηκαν μόνο 4 (!) προήλθαν από τα ελληνικά δικαστήρια).
Όταν η Ελλάδα είναι η μονή χώρα μεταξύ των χωρών της Ε.Ε που κινείται αντίθετα, αγνοώντας την σχηματισθείσα ευρωπαϊκή νομολογία (αποφάσεις ΔΕΕ), για το κοινό με όλες τις χώρες της Ε.Ε ζήτημα του δανεισμού με ρήτρα ελβετικού φράγκου.
Τι και αν το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) στη γνωστή υπόθεση Γεωργίου κατά Ελλάδας εξέδωσε απόφαση η οποία είναι πράγματι κόλαφος για τη χώρα μας. Αφού η Ελλάδα καταδικάσθηκε με αυστηρούς όρους από το Δικαστήριο του Στρασβούργου για προσβολή του δικαιώματος για δίκαιη δίκη, επειδή ο Άρειος Πάγος ως ανώτατο δικαστήριο αρνήθηκε να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο του Λουξεμβούργου.
Τι και αν οι ελληνικές τράπεζες καταγράφουν για δεύτερη κατά σειρά χρονιά υψηλά κέρδη καθώς στην τελική γραμμή του ισολογισμού τα καθαρά κέρδη μετά από φόρους που αντιστοιχούν στους μετόχους διαμορφώθηκαν για το έτος χρήσης 2023 στα 3,65 δις ευρώ.
Τελικά, αναρωτιούνται οι δανειολήπτες με ρήτρα ελβετικού φράγκου που… ‘’έμειναν Ευρώπη’’… μήπως δεν πρέπει για κανέναν λόγο να παραπεμφθεί στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) το ζήτημα της σχηματισθείσας νομολογίας στην Ελλάδα περί δανεισμού σε ελβετικό φράγκο, καθώς κάτι τέτοιο θα άλλαζε την πορεία της εκκρεμούς εκδίκασης των αγωγών των υπολοίπων τραπεζών;
Μήπως θα εξανεμίζονταν ακόμη και το άλλοθι της εκάστοτε κυβέρνησης του τόπου μας περί αδυναμίας νομοθετικής επίλυσης λόγω σχετικής εκδοθείσας νομολογίας του Αρείου Πάγου, η οποία δικαιώνει τις πρακτικές των τραπεζών;
Ωστόσο η συγκεκριμένη «επιλογή» απάντησης και συνολικής διαχείρισης της καταγγελίας από την αρμόδια πολιτική Επιτροπή έχει και μια άλλη ανάγνωση αρκετά ενθαρρυντική όπως αναφέρουν νομικοί κύκλοι και οι δανειολήπτες, αφού η επιτροπή κλείνει το μάτι για έναν άλλον δρόμο. Από την απάντησή της προκύπτει παραδοχή μεμονωμένης παραβίασης (αφού δεν… προκύπτει ότι υπάρχει γενική πρακτική…) από πλευράς Αρείου Πάγου, για την οποία αφού δεν παραπέμπει στο ΔΕΕ την καταγγελία χιλιάδων Ελλήνων δανειοληπτών, ταυτόχρονα δεν διστάζει να τους επισημάνει την επιλογή να κινηθούν δικαστικά κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας, ώστε το κράτος να αποκαταστήσει τη ζημία που υπέστησαν οι δανειολήπτες από την παραβίαση του δικαίου της Ε.Ε. η οποία του καταλογίζεται.
Στα πλαίσια αυτά ο πανελλήνιος σύλλογος δανειοληπτών ελβετικού φράγκου ΣΥ.ΔΑΝ.Ε.Φ., προαναγγέλλει προσφυγή στη δικαιοσύνη κατά της ελληνικού δημοσίου για αποκατάσταση της ζημίας που έχουν υποστεί, τονίζοντας σε ανακοίνωση, ότι:
‘’ Ήρθε η ώρα να σηκώσουμε το γάντι και να ακολουθήσουμε «ευλαβικά» την προτροπή τους! Γεννάτε πλέον η υποχρέωση και όχι η επιλογή να πράξουμε και εμείς όπως σχετικά έπραξαν πολλές κοινωνικές, εργασιακές ομάδες της χώρας μας (συνταξιούχοι, ένστολοι, γιατροί, οι ίδιοι οι δικαστικοί κ.α.) και να στραφούμε κατά της ελληνικής δημοκρατίας, ώστε η ίδια, με γενναιότητα να αποκαταστήσει τη ζημία που υποστήκαμε! ’’