Δευτέρα 20 Απριλίου 2015

Επιλογές διευθυντών: Πρώτες σκέψεις επί δελτίου τύπου «ουσιωδών σημείων», προφορικών εξαγγελιών (μέχρι νεωτέρας) και δηλώσεων!





Την απόλυτη σύγχυση κατάφερε να δημιουργήσει μέσα σε διάστημα ενός μήνα ενός μήνα η πολιτική ηγεσία του Υ.ΠΟ.ΠΑΙ.Θ. για το ζήτημα του τρόπου επιλογής των διευθυντών των σχολικών μονάδων.
Από τη δήλωση για παράταση κατά ένα έτος της θητείας τους (δια στόματος του Αναπληρωτή Υπουργού κ. Κουράκη) στις 3/3, περάσαμε στην εκλογή «πιλοτικά» για ένα χρόνο από το σύλλογο διδασκόντων (δια στόματος αναπληρωτή Γενικού Γραμματέα του ΥΠΟΠΑΙΘ κ. Πιλάλη) στις 17/3 για να καταλήξουμε αμέσως μετά στο «άδειασμα» του Υπουργού Παιδείας κ. Μπαλτά στις 21/3 που δήλωσε «Δεν είναι θέση του υπουργείου Παιδείας οι προτάσεις του Τ. Κουράκη να εκλέγονται οι Διευθυντές των Σχολείων από τα μέλη των Συλλόγων Διδασκόντων». Καταλήξαμε, στη συνέντευξη Τύπου στις 15/4/2015 για την παρουσίαση του Πολυνομοσχεδίου, διαβάσαμε το Δελτίο Τύπου στις 16/4/2015 για τα «ουσιώδη σημεία» κι ενώ περιμέναμε να δούμε αναλυτικά την πρόταση της Κυβέρνησης στο κείμενο του πολυνομοσχεδίου που κυκλοφόρησε δεν γίνεται η παραμικρή αναφορά στον τρόπο επιλογής στελεχών εκπαίδευσης.

Είναι ξεκάθαρο ότι όλες αυτές οι δηλώσεις δεν είναι δείγμα ενδοκυβερνητικής «ασυνεννοησίας» αλλά στοχεύουν στο να λειτουργήσουν παρελκυστικά ώστε η συζήτηση, το τελευταίο χρονικό διάστημα, να περιορίζεται στο εν λόγω θέμα ενώ τα καυτά προβλήματα της εκπαίδευσης παραμένουν άλυτα δίχως να υπάρχει σαφής ορίζοντας, έστω,  για συζήτηση σχετικά με αυτά.
Παράλληλα δε γίνεται συζήτηση ουσίας ούτε για τον πυρήνα του θέματος της  επιλογής των στελεχών της εκπαίδευσης. Γιατί πέρα από τον τρόπο που θα γίνουν οι επιλογές των διευθυντών εκπαίδευσης, σχολείων ή των σχολικών συμβούλων, πέρα από τα πρόσωπα που θα επιλεγούν, το κυρίαρχο είναι η φιλοσοφία και ο ρόλος που έχουν τα στελέχη, τα οποία καλούνται να εφαρμόσουν μια πολιτική η οποία, όπως αποδείχτηκε στο πολύ πρόσφατο παρελθόν, είναι, συχνότατα, ζημιογόνος για την εκπαίδευση και εχθρική απέναντι στους εκπαιδευτικούς.
Εδώ οφείλει να πάρει σαφή θέση η κυβέρνηση αλλά και το συνδικαλιστικό κίνημα τόσο για το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των στελεχών εκπαίδευσης όσο και για την πολιτική που θα υλοποιηθεί.
Πέρα από τη δημοφιλία της πρότασης να λαμβάνεται υπόψη η γνώμη του συλλόγου διδασκόντων κατά ένα ποσοστό, ειδικά όταν έχει προηγηθεί σε πολλές σχολικές μονάδες μια περίοδος ψυχρότητας ή και αντιπαλότητας μεταξύ των συναδέλφων, με αφορμή την επιχειρηθείσα εφαρμογή της αξιολόγησης - χειραγώγησης, είναι ορατός ο κίνδυνος της δημιουργίας νέου πεδίου τριβών ανάμεσα σε συναδέλφους και η εφαρμογή μιας άλλης αξιολόγησης με τις ίδιες παθογένειες.
Παρόλα αυτά, σε μια πρώτη ανάγνωση υπάρχουν θετικά σημεία, όπως το γεγονός ότι λαμβάνεται υπόψη η γνώμη του Συλλόγου Διδασκόντων στην όλη διαδικασία. Στα αρνητικά θα μπορούσε κανείς να θίξει: α) την εύνοια που φαίνεται να απολαμβάνουν, σε κάποιες περιπτώσεις, οι νυν διευθυντές (ειδικά όσοι κατά την τελευταία πενταετία ανέλαβαν χρέη διευθυντή σε δυο διαφορετικά σχολεία) β) το γεγονός του αυστηρού περιορισμού στην επιλογή σχολείων που δηλώνουν οι υποψήφιοι αφού, έτσι, αδικούνται όσοι παραμένουν για χρόνια στο ίδιο σχολείο, γ) τον αποκλεισμό που φαίνεται να υφίστανται οι προϊστάμενοι ολιγοθέσιων σχολείων και σαν επιστέγασμα των παραπάνω την παραβίαση της δυνατότητας ίσων ευκαιριών στη διαδικασία. Είναι επίσης απαραίτητο, για να μιλάμε για γνήσιες δημοκρατικές διαδικασίες, η ψήφος να είναι αιτιολογημένη και όχι μυστική αλλά και να προβλέπεται διαδικασία ένστασης που, από την ανακοίνωση, φαίνεται να απουσιάζει.
Πάντως, σε κάθε περίπτωση, είναι ανεύθυνο και παράλογο να υπάρξει συνολική τοποθέτηση για τη διαδικασία πριν αυτή παρουσιαστεί στην ολότητά της αλλά είναι απαραίτητο να κατατεθεί μια πρώτη άποψη ενισχυτικά στη διαδικασία ενός δημόσιου διαλόγου που θα έπρεπε να υπάρχει αλλά, δυστυχώς, δεν προβλέπεται (σύμφωνα με την πεπατημένη των πολιτικών ηγεσιών αυτού του Υπουργείου.
Η Δ.Α.Κ.Ε./Π.Ε. πιστεύει πως το ισχύον σύστημα επιλογής των στελεχών ήταν αναξιοκρατικό, με πολλές ελλείψεις και αδικίες. Όπως και στην πλειονότητα των συστημάτων που έχουν εφαρμοστεί,  βασίλευε ο κομματισμός, η ημετεροκρατία και η αδιαφάνεια στην επιλογή.
Αυτό που χρειάζεται η εκπαίδευση είναι ο δημοκρατικός επαναπροσδιορισμός του ρόλου των στελεχών και η θέσπιση δικλείδων ασφαλείας στην επιλογή όπως, για παράδειγμα, το «προφίλ» που αφορά στην ικανότητα και δυνατότητα διοίκησης.
Η νέα πολιτική ηγεσία, όπως απέδειξε και η καθαρά κομματική διαδικασία επιλογής των Περιφερειακών Διευθυντών, φαίνεται να βαδίζει σε παλιά μονοπάτια. Λειτουργεί, και αυτή, αποσπασματικά, με ιδεοληψίες, δίχως σχέδιο και όραμα για την εκπαίδευση κι είναι, απ’ ότι φαίνεται ως τώρα, ανήμπορη να δώσει λύσεις όχι μόνο στα οικονομικής διάστασης θέματα (όπου βάζει ως εμπόδιο το… μνημονιακό μεσοπρόθεσμο) αλλά και σε θεσμικά ζητήματα για τα οποία χρειάζεται γνώση, πολιτική βούληση και δεν απαιτούνται χρήματα.
Σ’ αυτό το πλαίσιο κινούνται κι οι πρώτες ανακοινώσεις για την επιλογή των στελεχών της εκπαίδευσης, απ’ όπου απουσιάζουν - γιατί άραγε; - οι προθέσεις για το τι μέλλει γενέσθαι με τους σχολικούς συμβούλους. Ίδωμεν...


Για τη Δ.Α.Κ.Ε./Π.Ε.
Ο Πρόεδρος

Ο Γενικός Γραμματέας



Μάνος Ανδρουλάκης

Κώστας Χριστόπουλος









Απόσπασμα από το Δελτίο Τύπου με θέμα: «Ουσιώδη σημεία του πολυνομοσχεδίου για την Παιδεία»

Για τους υποψήφιους Διευθυντές σχολικών μονάδων
Απαραίτητες προϋποθέσεις προκειμένου οι εκπαιδευτικοί να θέσουν υποψηφιότητα είναι η 8ετής διδακτική προϋπηρεσία και η πιστοποιημένη γνώση Τεχνολογίας, Πληροφοριών και Επικοινωνίας (ΤΠΕ), επιπέδου 1.
Ως επιπλέον μοριοδοτούμενα προσόντα των υποψηφίων θεωρούνται η διοικητική εμπειρία, η διδακτική εμπειρία, η παιδαγωγική συγκρότηση και κατάρτιση τους (67% επί της συνολικής μοριοδότησης) και η γνώμη του Συλλόγου διδασκόντων του σχολείου, στο οποίο επιθυμούν να βάλλουν υποψηφιότητα (33% επί της συνολικής μοριοδότησης).
Κάθε υποψήφιος/α μπορεί να βάλει υποψηφιότητα σε δυο το πολύ σχολικές μονάδες, εφόσον έχει υπηρετήσει σε αυτές  την τελευταία πενταετία.

Για τους Διευθυντές εκπαίδευσης
Απαραίτητες προϋποθέσεις προκειμένου οι εκπαιδευτικοί να θέσουν υποψηφιότητα είναι η 10ετής διδακτική προϋπηρεσία και η πιστοποιημένη γνώση Τεχνολογίας, Πληροφοριών και Επικοινωνίας (ΤΠΕ), επιπέδου 1.
Ως επιπλέον μοριοδοτούμενα προσόντα των υποψηφίων θεωρούνται η διοικητική εμπειρία, η διδακτική εμπειρία, η παιδαγωγική συγκρότηση και κατάρτιση τους (67% επί της συνολικής μοριοδότησης) και η γνώμη των Διευθυντών Σχολικών Μονάδων της Περιφέρειας, στην οποία επιθυμούν να βάλλουν υποψηφιότητα (33% επί της συνολικής μοριοδότησης).
Κάθε υποψήφιος μπορεί να βάλλει υποψηφιότητα σε δυο το πολύ Διευθύνσεις Εκπαίδευσης.