Της Δομνίκης Καράντζιου, Συγγραφέας
Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα χωριό που τα Χριστούγεννα στολίζεται και φωτίζεται για να αγκαλιάσει όλα τα παιδιά του κόσμου και που σαν αυτό δεν υπάρχει στον κόσμο όλο, συνέβη κάτι το μοναδικό. Έγινε ένα θαύμα σε ένα ταπεινό πλάσμα της γης, που ούτε από θαύματα γνώριζε, ούτε από γράμματα, ούτε από αριθμούς, όπως οι άνθρωποι. Το μόνο που ήξερε ήταν να αγαπάει.
Όλα άρχισαν πριν κάποιους μήνες, την προηγούμενη άνοιξη, όταν μια όμορφη, κανελί γάτα, με σχιστά, καταπράσινα μάτια, ήσυχη και χαδιάρα, έψαχνε έναν νέο τόπο για να ζήσει και να μεγαλώσει τα μικρά γατάκια, που είχε γεννήσει πριν λίγες μέρες. Έψαξε παντού στην γύρω περιοχή. Ήταν εκείνη η αυλή με την υπέροχη μυρωδιά φρεσκοψημένου ψωμιού, οι φωνές ανθρώπων χαμογελαστών, οι ψηλές σκεπές με τα δυο φουγάρα των δυο δίδυμων σπιτιών που της κέντρισαν την προσοχή. Ένιωσε μεγάλη ανακούφιση όταν βρέθηκε σε εκείνη την αυλή, καθώς ήταν κυνηγημένη από την περιοχή της από μια συμμορία σκληρών και άκαρδων γατών. Αποφάσισε πως εκεί θα έκανε τη νέα της φωλιά, πως εκείνη η αυλή θα γινόταν ο τόπος της. Επέστρεψε στα μικρά της, όμως, για κακή της τύχη, όσο έλειπε, ένας μεγάλος αρσενικός γάτος πλησίασε τη φωλιά, πήρε τα γατάκια της και τα μετέφερε μακριά -έτσι τουλάχιστον πίστευε η κανελί γάτα, γιατί δεν ήθελε να πιστεύει πως έπνιξε τα σπλάχνα της.
Έφυγε, λοιπόν, με την εικόνα των μικρών στα μάτια της και με ένα πικραμυγδαλάκι στο λαιμό της και έτρεξε για το χωριό. Μπήκε, συρτά συρτά, στην αυλή και κρύφτηκε πίσω από το πρώτο μακρόστενο κτίριο. Ήταν τόσο όμορφα! Ανέβηκε στην σκεπή και βολεύτηκε στη γωνία, για να χαζεύει τους ανθρώπους. Τους συμπάθησε από την πρώτη στιγμή. Και από εκείνη την ηλιόλουστη, ανοιξιάτικη ημέρα έμεινε εκεί και απολάμβανε κάθε μέρα τις φροντίδες τους, μια κούπα γάλα και ένα μπολ ψαροκόκκαλα. Η μεγάλη της λαχτάρα όμως ήταν να έρθουν τα μικρά της, να ακολουθήσουν το αλάνθαστο ένστικτό τους, να τη βρουν και αυτή να τα γλείφει ατελείωτα, να τα καθαρίζει και να τα ζεσταίνει με τα χνώτα της.
Ο καιρός όμως περνούσε και τα μικρά της δεν έλεγαν να φανούν. Και η κανελί γάτα στεναχωριόταν, ανησυχούσε, έκλαιγε τα βράδια, όταν ξάπλωνε στα κεραμίδια και κοιτούσε τ’ άστρα. Νιαούριζε δυνατά μήπως τα γατιά της καταφέρουν να την ακούσουν. Πέρασε το ζεστό καλοκαίρι, ήρθε το φθινόπωρο και γνώρισε έναν αρσενικό γάτο. Είχε και αυτός κανελί χρώμα με μπεζ ρίγες. Αγαπήθηκαν και η γάτα έμεινε και πάλι έγκυος. «Αυτή τη φορά δεν θα μου πάρει κανένας τα μικρά μου, θα τα φυλάω νύχτα-μέρα» σκέφτηκε και κούρνιασε στα κεραμίδια, εκείνο το πρώτο βράδυ που ένιωσε τις γνωστές κλωτσιές στην κοιλιά της, που δήλωναν πως μέσα της μεγαλώνουν και πάλι μικρά γατάκια.
Οι άνθρωποι του χωριού είδαν την κοιλιά της που άρχισε να φουσκώνει και έγιναν ακόμη πιο περιποιητικοί μαζί της. Η Γιολάντα και η Γιάννα της έφερναν νερό χλιαρό να πίνει, η Ελένη της έφερνε λιχουδιές, η Κατερίνα, η Εύα, η Έλενα και η κυρία Βάσω της έφερναν τυρί και κρεατάκι από το σπίτι τους. Ο Ηλίας, η Όλγα, η Άννα, η Βούλα, ο Λάζαρος και ο Νίκος της έφερναν ό,τι καλό υπήρχε στην κουζίνα τους και ο Παναγιώτης με τον Μπεν, ένα αγόρι που είχε έρθει τελευταία και μιλούσε μία γλώσσα που δεν γνώριζε, τη χάιδευαν, λέγοντάς της πως σε τούτο το χωριό δεν κινδυνεύει από κανέναν, πως είναι ασφαλής και όλοι την αγαπάνε. Η κανελί γάτα ήταν ευχαριστημένη, πρώτη φορά στη ζωή της ένιωθε θαλπωρή.
Ήρθε ο Δεκέμβρης και η εγκυμοσύνη της ήταν προχωρημένη. Από την σκεπή απολάμβανε τον χειμωνιάτικο ήλιο. Όταν έβρεχε, κατέβαινε και έβρισκε ζεστασιά κοντά στον στρογγυλό, χτιστό φούρνο, εκεί όπου έψηνε η κυρία Γλυκερία το νόστιμο ψωμί και της έδινε να φάει λίγη κόρα. Παρακολουθούσε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τους φίλους της, τους ανθρώπους του χωριού, να στήνουν μικρά, ξύλινα σπιτάκια, να μεταφέρουν ολόκληρα έλατα από το δάσος, κούτσουρα για τη φωτιά, τρόφιμα, φάρμακα, κασόνια, άχυρα, στολίδια, λαμπιόνια και δεν μπορούσε να καταλάβει για ποιο λόγο γίνονταν όλα αυτά. Ο Παναγιώτης έσκαβε λάκκους, μετρούσε αποστάσεις, λογάριαζε, αλλά και πάλι αναρωτιόταν τι ετοιμάζανε όλοι τους. Μετά από αρκετές ημέρες και πολλές ώρες δουλειάς των ανθρώπων του χωριού, ξύπνησε ένα απόγευμα από έναν βαθύ, μεσημεριανό ύπνο, μόλις είχε σκοτεινιάσει και ένα υπέροχο θέαμα εμφανίστηκε στα σχιστά, καταπράσινα, γατίσια μάτια της. Το χωριό είχε φωτιστεί με άπειρα μικρά λαμπάκια, πέντε φωτιές φώτιζαν και ζέσταιναν την αυλή, ένα έλκηθρο με φωτεινά ποδήλατα είχε στηθεί και έμοιαζε σαν να πετούσε, ένα κάρο ήταν γεμάτο λουλούδια και το πιο ψηλό έλατο είχε άπειρα μικρά λαμπάκια. «Όμορφο που είναι!» θαύμασε και έμεινε να το κοιτάζει με ολάνοιχτα μάτια. Ποτέ της δεν είχε ξαναδεί τόσο όμορφο χωριό.
Την επομένη άρχισαν να καταφθάνουν πολλοί άνθρωποι μαζί με παιδάκια. Η κανελί γάτα ανησύχησε. «Γιατί επέτρεψαν να έρθουν τόσοι άνθρωποι;» αναρωτήθηκε και συνέχιζε να παρατηρεί με αγωνία. Πρόσεξε πως οι επισκέπτες έφερναν σακούλες με τρόφιμα και σκέφτηκε «μήπως είναι τρόφιμα για τα μικρά μου που θα γεννηθούν;». Η αγωνία της έδωσε θέση στη χαρά, όταν είδε πως τα παιδάκια έπαιζαν ανέμελα και οι μεγάλοι κάθονταν στις φωτιές να ζεσταθούν. «Κάπως έτσι θα παίζουν και τα δικά μου γατάκια τώρα, θα κάνουν κωλοτούμπες, θα δαγκώνονται, θα γλείφονται» σκέφτηκε και η θύμησή τους έφερε ξανά το ίδιο πικραμυγδαλάκι στον λαιμό της. Έβλεπε τις μαμάδες που φρόντιζαν τα μικρά τους και φανταζόταν τον εαυτό της με τα νεογέννητα γατάκια της να τα γλείφει και να τα θηλάζει.
Όμως η μεγαλύτερή της έγνοια ήταν να βρει ένα προφυλαγμένο μέρος να γεννήσει, ένα μέρος όπου δεν θα πλησίαζε κανείς, ούτε οι φίλοι της, οι άνθρωποι, ούτε οι αρσενικοί γάτοι. Τα παιδιά και οι μεγάλοι συνέχιζαν να επισκέπτονται κάθε μέρα το χωριό, έπαιζαν στα ξύλινα σπιτάκια, γεύονταν λιχουδιές. Μόνο σε ένα σπιτάκι δεν έπαιζαν, ούτε έτρωγαν, παρά μόνο το θαύμαζαν και το κοιτούσαν στοργικά. Την έφαγε η περιέργεια. Τι συνέβαινε στο σπιτάκι αυτό; Κατέβηκε διακριτικά από την κεραμοσκεπή και το πλησίασε. Ήταν πράγματι διαφορετικό! Είχε μπόλικο άχυρο και μέσα κατοικούσαν ένα ζευγάρι ανθρώπων, ένα μωρό που κοιμόταν σε ένα φτωχικό κρεβατάκι και είχε τρεις επισκέπτες με μακριά, πολύχρωμα ρούχα, που κάτι κρατούσαν στα χέρια τους. Υπήρχαν και τρία αλογάκια και ένα αρνάκι, που κοιτούσαν με αγάπη το μωρό που κοιμόταν. Πλησίασε να τους μυρίσει, να νιώσει την ανάσα τους, αλλά διαπίστωσε πως δεν ήταν αληθινοί οι άνθρωποι, ούτε τα ζώα αληθινά. «Καλύτερα που δεν έχουν ανάσα» σκέφτηκε, «δεν θα κινδυνεύω από κανέναν». Πλησίασε το βρέφος που κοιμόταν. «Κάπως έτσι θα κοιμούνται τα γατάκια μου, θα τα έχω όλα στην αγκαλιά μου, όπως εκείνα που είχα πέρυσι» σκέφτηκε τρυφερά και δάκρυσε και για τα γατάκια που είχε χάσει την προηγούμενη άνοιξη και για αυτά που θα γεννούσε σε λίγες ημέρες.
Η φωτιά έξω από το ξύλινο σπιτάκι έκαιγε και η ζεστασιά απλωνόταν παντού. Ξαφνικά, δύο παιδάκια ήρθαν τρέχοντας και στάθηκαν έξω από τον φράχτη του σπιτιού.
-Έλα να δούμε τη φάτνη με τον Χριστούλη και τους τρεις μάγους, άκουσε η κανελί γάτα να λέει το μεγαλύτερο παιδάκι και με ένα σαλταπήδο κρύφτηκε πίσω από το αρνάκι.
Από εκείνο το βράδυ η κανελί γάτα εγκαταστάθηκε στη φάτνη. Δεν ξανανέβηκε στις αγαπημένες της κεραμοσκεπές. Ξάπλωνε στο άχυρο και κοιτούσε το μωράκι που κοιμόταν, ηρεμούσε με τη γαλήνια όψη της μαμάς του, του μπαμπά του και θαύμαζε τους τρεις μάγους με τα δώρα. Οι μέρες κυλούσαν όμορφα, το πρωί έρχονταν πολλά παιδιά και αυτή χαιρόταν με τα ξεφωνητά και τα γέλια τους. Πόσο θα ήθελε να μπορεί να βγει από την κρυψώνα της, να τα πλησιάσει και να παίξει μαζί τους! Να μπερδεύεται στα πόδια τους και αυτά να τη χαϊδεύουν! Να άκουγε και αυτή παραμύθια στην παραμυθούπολη! Όμως έπρεπε να είναι προσεκτική. Δεν έπρεπε να αντιληφθεί κανένας αρσενικός γάτος την παρουσία της. Τις επόμενες ημέρες είδε παιδάκια διαφορετικά, με πιο σκούρα πρόσωπα, με ρούχα τριμμένα, με χεράκια που άπλωναν δειλά να πάρουν κάτι να φάνε, με χαμόγελο σφιγμένο. Το πρόσωπό τους είχε μια παράξενη θλίψη και σκέφτηκε πως και τα γατάκια που έχασε θα είχαν θλιμμένο πρόσωπο, γιατί θα την αναζητούσαν σε κάθε γωνιά, σε κάθε σκεπή.
Η εγκυμοσύνη της προχωρούσε και ένιωθε πως οι μέρες πλησίαζαν. Το κρύο είχε γίνει τσουχτερό και η φωτιά δεν αρκούσε για να τη ζεστάνει. Κόσμος πολύς ερχόταν και έφευγε, πλησίαζε τη φάτνη -έτσι το έλεγαν οι άνθρωποι το σπίτι της- και κοιτούσαν τους ανθρώπους και τα ζωάκια που δεν είχαν ανάσα. «Μάλλον θα είναι σημαντικοί κι ας μην αναπνέουν» σκέφτηκε η γάτα, «ίσως κάποτε να ζούσαν και να αγάπησαν τους ανθρώπους, ίσως αυτό το μωρό να μεγάλωσε και να πρόσφερε στους ανθρώπους πολλή αγάπη» συλλογιζόταν και τους αγάπησε και η ίδια αυτούς τους αμίλητους, ακίνητους ανθρώπους χωρίς ανάσα και τα ζώα που κοιτούσαν το μωρό που κοιμόταν. Κάθε βράδυ οι άνθρωποι του χωριού γέμιζαν με ζεστό αέρα ένα χάρτινο αερόστατο και αυτό ταξίδευε ψηλά στον ουρανό και γίνονταν ένα με τα αστέρια. Κάθε φορά που έβλεπε η κανελί γάτα το φωτεινό αερόστατο να πετάει έκανε μια ευχή: «Μακάρι τα γατάκια μου, που θα ’χουν μεγαλώσει και θα καταλαβαίνουν, να δουν το αερόστατο, να τους οδηγήσει με τη λάμψη του σε τούτο το χριστουγεννιάτικο χωριό!».
Ήρθε ένα βράδυ που κατάλαβε πως θα γεννούσε. Ο κόσμος είχε φύγει, μόνο οι άνθρωποι του χωριού, οι φίλοι της, ήταν ακόμη εκεί. Κάθονταν στο μακρόστενο κτίριο -Αράνι είχε ακούσει πως το έλεγαν- μιλούσαν και γελούσαν. Η ίδια πονούσε, όμως δεν νιαούριζε. Έπρεπε να παραμένει βουβή, μην την ακούσουν οι αρσενικοί γάτοι. Ξάπλωσε δίπλα στο μωρό που κοιμόταν χωρίς ανάσα, δίπλα στη μάνα του που το πρόσεχε με το μητρικό της βλέμμα. Σε λίγη ώρα κατάφερε και έφερε στη ζωή, χωρίς καμία βοήθεια, έξι μικρά γατάκια. Νιαούριζαν δυνατά από τον κρύο αέρα που πάγωνε τα πνευμόνια τους και η χαρά της πνιγόταν από την αγωνία μην ακουστούν στους αρσενικούς γάτους. Όταν οι φίλοι της βγήκαν από το Αράνι, άκουσαν τα μικρά γατάκια και την πλησίασαν διακριτικά. Η κανελί γάτα αγκάλιασε ενστικτωδώς τα έξι μικρά της και τους κοιτούσε με το βλέμμα της γεμάτο αγάπη για αυτούς που τόσο την προστάτεψαν και τη φιλοξένησαν όλον αυτόν τον καιρό.
Οι άνθρωποι του χωριού αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν. Ήταν Χριστούγεννα και η αγαπημένη τους γάτα είχε γεννήσει έξι χαριτωμένα γατάκια. Της έφεραν καλούδια να φάει, άναψαν τη φωτιά και την κράτησαν αναμμένη όλο το βράδυ. Ο Λεωνίδας με τον Μπεν παρέμειναν εκεί και φρόντιζαν να βάζουν κούτσουρα στη φωτιά για να μην σβήσει. Έφυγαν χαράματα, κουρασμένοι και ξενυχτισμένοι. Την επομένη, ανήμερα Χριστούγεννα, η κανελί γάτα ήταν πολύ ευτυχισμένη. Θήλαζε τα μικρά της και τα ζέσταινε με το ζεστό κορμί της. Όμως η εικόνα των έξι μεγαλύτερων παιδιών της τη βασάνιζε. Τα ήθελε και αυτά κοντά της.
Το βράδυ που άρχισε να καταφθάνει ο κόσμος και έφερνε σακούλες, περίμενε μήπως της φέρουν και της ίδιας κάτι. Είδε ξανά το αερόστατο που έφυγε ψηλά στον ουρανό και έκανε την ίδια ευχή που έλεγε μέσα της τόσες φορές, μέρες τώρα. Και πριν προλάβει να χαμηλώσει το βλέμμα της, άκουσε νιαουρίσματα. Ήταν γνωστά νιαουρίσματα, γεμάτα χαρά και ανυπομονησία. Δεν μπορούσε όμως να σηκωθεί. Είχε τα μικρά της που τα θήλαζε, που είχαν κολλημένα τα στοματάκια τους στις ρώγες της, ρουφώντας λαίμαργα το γάλα τους. «Ήρθαν τα γατάκια μου!», αναφώνησε με ένα δυνατό νιαούρισμα. Και τα γατάκια της, που τώρα είχαν μεγαλώσει και είχαν γίνει πανέμορφες κανελί και μπεζ γάτες, την άκουσαν και την πλησίασαν. Άνοιξε την αγκαλιά της και τα δέχθηκε με απροσδόκητη χαρά. Τα έγλειφε, τα φιλούσε και αυτά χαϊδεύονταν, νιαούριζαν γλυκά, κολλούσαν τη μουσούδα τους στη δική της, μπερδεύονταν με τα νεογέννητα. Όλη η ομάδα του χωριού πλησίασε τη φάτνη. Δεν είχαν δει πιο όμορφο θέαμα! Η γάτα τους, η αγαπημένη κανελί γάτα, με έξι νεογέννητα γατάκια και άλλα έξι μεγαλύτερα να τα φιλάει και να τα γλείφει όλα, ένα προς ένα, με την ίδια αγάπη.
Αυτό συνέβη εκείνα τα Χριστούγεννα στο Χριστουγεννιάτικο χωριό του κόσμου. Αλλά όχι μόνο αυτό. Παιδιά από σχολεία, προσφυγόπουλα, μεγάλοι και μικροί πέρασαν από το Χριστουγεννιάτικο χωριό του κόσμου και έζησε ο καθένας τις δικές του μαγικές στιγμές. Γιατί σε εκείνο το χωριό, όπου οι κάτοικοί του πρόσφεραν απλόχερα αγάπη και θαλπωρή, τα θαύματα γίνονταν όχι μια φορά στα χίλια χρόνια, αλλά κάθε χρόνο, κάθε Χριστούγεννα.
Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα χωριό που τα Χριστούγεννα στολίζεται και φωτίζεται για να αγκαλιάσει όλα τα παιδιά του κόσμου και που σαν αυτό δεν υπάρχει στον κόσμο όλο, συνέβη κάτι το μοναδικό. Έγινε ένα θαύμα σε ένα ταπεινό πλάσμα της γης, που ούτε από θαύματα γνώριζε, ούτε από γράμματα, ούτε από αριθμούς, όπως οι άνθρωποι. Το μόνο που ήξερε ήταν να αγαπάει.
Όλα άρχισαν πριν κάποιους μήνες, την προηγούμενη άνοιξη, όταν μια όμορφη, κανελί γάτα, με σχιστά, καταπράσινα μάτια, ήσυχη και χαδιάρα, έψαχνε έναν νέο τόπο για να ζήσει και να μεγαλώσει τα μικρά γατάκια, που είχε γεννήσει πριν λίγες μέρες. Έψαξε παντού στην γύρω περιοχή. Ήταν εκείνη η αυλή με την υπέροχη μυρωδιά φρεσκοψημένου ψωμιού, οι φωνές ανθρώπων χαμογελαστών, οι ψηλές σκεπές με τα δυο φουγάρα των δυο δίδυμων σπιτιών που της κέντρισαν την προσοχή. Ένιωσε μεγάλη ανακούφιση όταν βρέθηκε σε εκείνη την αυλή, καθώς ήταν κυνηγημένη από την περιοχή της από μια συμμορία σκληρών και άκαρδων γατών. Αποφάσισε πως εκεί θα έκανε τη νέα της φωλιά, πως εκείνη η αυλή θα γινόταν ο τόπος της. Επέστρεψε στα μικρά της, όμως, για κακή της τύχη, όσο έλειπε, ένας μεγάλος αρσενικός γάτος πλησίασε τη φωλιά, πήρε τα γατάκια της και τα μετέφερε μακριά -έτσι τουλάχιστον πίστευε η κανελί γάτα, γιατί δεν ήθελε να πιστεύει πως έπνιξε τα σπλάχνα της.
Έφυγε, λοιπόν, με την εικόνα των μικρών στα μάτια της και με ένα πικραμυγδαλάκι στο λαιμό της και έτρεξε για το χωριό. Μπήκε, συρτά συρτά, στην αυλή και κρύφτηκε πίσω από το πρώτο μακρόστενο κτίριο. Ήταν τόσο όμορφα! Ανέβηκε στην σκεπή και βολεύτηκε στη γωνία, για να χαζεύει τους ανθρώπους. Τους συμπάθησε από την πρώτη στιγμή. Και από εκείνη την ηλιόλουστη, ανοιξιάτικη ημέρα έμεινε εκεί και απολάμβανε κάθε μέρα τις φροντίδες τους, μια κούπα γάλα και ένα μπολ ψαροκόκκαλα. Η μεγάλη της λαχτάρα όμως ήταν να έρθουν τα μικρά της, να ακολουθήσουν το αλάνθαστο ένστικτό τους, να τη βρουν και αυτή να τα γλείφει ατελείωτα, να τα καθαρίζει και να τα ζεσταίνει με τα χνώτα της.
Ο καιρός όμως περνούσε και τα μικρά της δεν έλεγαν να φανούν. Και η κανελί γάτα στεναχωριόταν, ανησυχούσε, έκλαιγε τα βράδια, όταν ξάπλωνε στα κεραμίδια και κοιτούσε τ’ άστρα. Νιαούριζε δυνατά μήπως τα γατιά της καταφέρουν να την ακούσουν. Πέρασε το ζεστό καλοκαίρι, ήρθε το φθινόπωρο και γνώρισε έναν αρσενικό γάτο. Είχε και αυτός κανελί χρώμα με μπεζ ρίγες. Αγαπήθηκαν και η γάτα έμεινε και πάλι έγκυος. «Αυτή τη φορά δεν θα μου πάρει κανένας τα μικρά μου, θα τα φυλάω νύχτα-μέρα» σκέφτηκε και κούρνιασε στα κεραμίδια, εκείνο το πρώτο βράδυ που ένιωσε τις γνωστές κλωτσιές στην κοιλιά της, που δήλωναν πως μέσα της μεγαλώνουν και πάλι μικρά γατάκια.
Οι άνθρωποι του χωριού είδαν την κοιλιά της που άρχισε να φουσκώνει και έγιναν ακόμη πιο περιποιητικοί μαζί της. Η Γιολάντα και η Γιάννα της έφερναν νερό χλιαρό να πίνει, η Ελένη της έφερνε λιχουδιές, η Κατερίνα, η Εύα, η Έλενα και η κυρία Βάσω της έφερναν τυρί και κρεατάκι από το σπίτι τους. Ο Ηλίας, η Όλγα, η Άννα, η Βούλα, ο Λάζαρος και ο Νίκος της έφερναν ό,τι καλό υπήρχε στην κουζίνα τους και ο Παναγιώτης με τον Μπεν, ένα αγόρι που είχε έρθει τελευταία και μιλούσε μία γλώσσα που δεν γνώριζε, τη χάιδευαν, λέγοντάς της πως σε τούτο το χωριό δεν κινδυνεύει από κανέναν, πως είναι ασφαλής και όλοι την αγαπάνε. Η κανελί γάτα ήταν ευχαριστημένη, πρώτη φορά στη ζωή της ένιωθε θαλπωρή.
Ήρθε ο Δεκέμβρης και η εγκυμοσύνη της ήταν προχωρημένη. Από την σκεπή απολάμβανε τον χειμωνιάτικο ήλιο. Όταν έβρεχε, κατέβαινε και έβρισκε ζεστασιά κοντά στον στρογγυλό, χτιστό φούρνο, εκεί όπου έψηνε η κυρία Γλυκερία το νόστιμο ψωμί και της έδινε να φάει λίγη κόρα. Παρακολουθούσε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τους φίλους της, τους ανθρώπους του χωριού, να στήνουν μικρά, ξύλινα σπιτάκια, να μεταφέρουν ολόκληρα έλατα από το δάσος, κούτσουρα για τη φωτιά, τρόφιμα, φάρμακα, κασόνια, άχυρα, στολίδια, λαμπιόνια και δεν μπορούσε να καταλάβει για ποιο λόγο γίνονταν όλα αυτά. Ο Παναγιώτης έσκαβε λάκκους, μετρούσε αποστάσεις, λογάριαζε, αλλά και πάλι αναρωτιόταν τι ετοιμάζανε όλοι τους. Μετά από αρκετές ημέρες και πολλές ώρες δουλειάς των ανθρώπων του χωριού, ξύπνησε ένα απόγευμα από έναν βαθύ, μεσημεριανό ύπνο, μόλις είχε σκοτεινιάσει και ένα υπέροχο θέαμα εμφανίστηκε στα σχιστά, καταπράσινα, γατίσια μάτια της. Το χωριό είχε φωτιστεί με άπειρα μικρά λαμπάκια, πέντε φωτιές φώτιζαν και ζέσταιναν την αυλή, ένα έλκηθρο με φωτεινά ποδήλατα είχε στηθεί και έμοιαζε σαν να πετούσε, ένα κάρο ήταν γεμάτο λουλούδια και το πιο ψηλό έλατο είχε άπειρα μικρά λαμπάκια. «Όμορφο που είναι!» θαύμασε και έμεινε να το κοιτάζει με ολάνοιχτα μάτια. Ποτέ της δεν είχε ξαναδεί τόσο όμορφο χωριό.
Την επομένη άρχισαν να καταφθάνουν πολλοί άνθρωποι μαζί με παιδάκια. Η κανελί γάτα ανησύχησε. «Γιατί επέτρεψαν να έρθουν τόσοι άνθρωποι;» αναρωτήθηκε και συνέχιζε να παρατηρεί με αγωνία. Πρόσεξε πως οι επισκέπτες έφερναν σακούλες με τρόφιμα και σκέφτηκε «μήπως είναι τρόφιμα για τα μικρά μου που θα γεννηθούν;». Η αγωνία της έδωσε θέση στη χαρά, όταν είδε πως τα παιδάκια έπαιζαν ανέμελα και οι μεγάλοι κάθονταν στις φωτιές να ζεσταθούν. «Κάπως έτσι θα παίζουν και τα δικά μου γατάκια τώρα, θα κάνουν κωλοτούμπες, θα δαγκώνονται, θα γλείφονται» σκέφτηκε και η θύμησή τους έφερε ξανά το ίδιο πικραμυγδαλάκι στον λαιμό της. Έβλεπε τις μαμάδες που φρόντιζαν τα μικρά τους και φανταζόταν τον εαυτό της με τα νεογέννητα γατάκια της να τα γλείφει και να τα θηλάζει.
Όμως η μεγαλύτερή της έγνοια ήταν να βρει ένα προφυλαγμένο μέρος να γεννήσει, ένα μέρος όπου δεν θα πλησίαζε κανείς, ούτε οι φίλοι της, οι άνθρωποι, ούτε οι αρσενικοί γάτοι. Τα παιδιά και οι μεγάλοι συνέχιζαν να επισκέπτονται κάθε μέρα το χωριό, έπαιζαν στα ξύλινα σπιτάκια, γεύονταν λιχουδιές. Μόνο σε ένα σπιτάκι δεν έπαιζαν, ούτε έτρωγαν, παρά μόνο το θαύμαζαν και το κοιτούσαν στοργικά. Την έφαγε η περιέργεια. Τι συνέβαινε στο σπιτάκι αυτό; Κατέβηκε διακριτικά από την κεραμοσκεπή και το πλησίασε. Ήταν πράγματι διαφορετικό! Είχε μπόλικο άχυρο και μέσα κατοικούσαν ένα ζευγάρι ανθρώπων, ένα μωρό που κοιμόταν σε ένα φτωχικό κρεβατάκι και είχε τρεις επισκέπτες με μακριά, πολύχρωμα ρούχα, που κάτι κρατούσαν στα χέρια τους. Υπήρχαν και τρία αλογάκια και ένα αρνάκι, που κοιτούσαν με αγάπη το μωρό που κοιμόταν. Πλησίασε να τους μυρίσει, να νιώσει την ανάσα τους, αλλά διαπίστωσε πως δεν ήταν αληθινοί οι άνθρωποι, ούτε τα ζώα αληθινά. «Καλύτερα που δεν έχουν ανάσα» σκέφτηκε, «δεν θα κινδυνεύω από κανέναν». Πλησίασε το βρέφος που κοιμόταν. «Κάπως έτσι θα κοιμούνται τα γατάκια μου, θα τα έχω όλα στην αγκαλιά μου, όπως εκείνα που είχα πέρυσι» σκέφτηκε τρυφερά και δάκρυσε και για τα γατάκια που είχε χάσει την προηγούμενη άνοιξη και για αυτά που θα γεννούσε σε λίγες ημέρες.
Η φωτιά έξω από το ξύλινο σπιτάκι έκαιγε και η ζεστασιά απλωνόταν παντού. Ξαφνικά, δύο παιδάκια ήρθαν τρέχοντας και στάθηκαν έξω από τον φράχτη του σπιτιού.
-Έλα να δούμε τη φάτνη με τον Χριστούλη και τους τρεις μάγους, άκουσε η κανελί γάτα να λέει το μεγαλύτερο παιδάκι και με ένα σαλταπήδο κρύφτηκε πίσω από το αρνάκι.
Από εκείνο το βράδυ η κανελί γάτα εγκαταστάθηκε στη φάτνη. Δεν ξανανέβηκε στις αγαπημένες της κεραμοσκεπές. Ξάπλωνε στο άχυρο και κοιτούσε το μωράκι που κοιμόταν, ηρεμούσε με τη γαλήνια όψη της μαμάς του, του μπαμπά του και θαύμαζε τους τρεις μάγους με τα δώρα. Οι μέρες κυλούσαν όμορφα, το πρωί έρχονταν πολλά παιδιά και αυτή χαιρόταν με τα ξεφωνητά και τα γέλια τους. Πόσο θα ήθελε να μπορεί να βγει από την κρυψώνα της, να τα πλησιάσει και να παίξει μαζί τους! Να μπερδεύεται στα πόδια τους και αυτά να τη χαϊδεύουν! Να άκουγε και αυτή παραμύθια στην παραμυθούπολη! Όμως έπρεπε να είναι προσεκτική. Δεν έπρεπε να αντιληφθεί κανένας αρσενικός γάτος την παρουσία της. Τις επόμενες ημέρες είδε παιδάκια διαφορετικά, με πιο σκούρα πρόσωπα, με ρούχα τριμμένα, με χεράκια που άπλωναν δειλά να πάρουν κάτι να φάνε, με χαμόγελο σφιγμένο. Το πρόσωπό τους είχε μια παράξενη θλίψη και σκέφτηκε πως και τα γατάκια που έχασε θα είχαν θλιμμένο πρόσωπο, γιατί θα την αναζητούσαν σε κάθε γωνιά, σε κάθε σκεπή.
Η εγκυμοσύνη της προχωρούσε και ένιωθε πως οι μέρες πλησίαζαν. Το κρύο είχε γίνει τσουχτερό και η φωτιά δεν αρκούσε για να τη ζεστάνει. Κόσμος πολύς ερχόταν και έφευγε, πλησίαζε τη φάτνη -έτσι το έλεγαν οι άνθρωποι το σπίτι της- και κοιτούσαν τους ανθρώπους και τα ζωάκια που δεν είχαν ανάσα. «Μάλλον θα είναι σημαντικοί κι ας μην αναπνέουν» σκέφτηκε η γάτα, «ίσως κάποτε να ζούσαν και να αγάπησαν τους ανθρώπους, ίσως αυτό το μωρό να μεγάλωσε και να πρόσφερε στους ανθρώπους πολλή αγάπη» συλλογιζόταν και τους αγάπησε και η ίδια αυτούς τους αμίλητους, ακίνητους ανθρώπους χωρίς ανάσα και τα ζώα που κοιτούσαν το μωρό που κοιμόταν. Κάθε βράδυ οι άνθρωποι του χωριού γέμιζαν με ζεστό αέρα ένα χάρτινο αερόστατο και αυτό ταξίδευε ψηλά στον ουρανό και γίνονταν ένα με τα αστέρια. Κάθε φορά που έβλεπε η κανελί γάτα το φωτεινό αερόστατο να πετάει έκανε μια ευχή: «Μακάρι τα γατάκια μου, που θα ’χουν μεγαλώσει και θα καταλαβαίνουν, να δουν το αερόστατο, να τους οδηγήσει με τη λάμψη του σε τούτο το χριστουγεννιάτικο χωριό!».
Ήρθε ένα βράδυ που κατάλαβε πως θα γεννούσε. Ο κόσμος είχε φύγει, μόνο οι άνθρωποι του χωριού, οι φίλοι της, ήταν ακόμη εκεί. Κάθονταν στο μακρόστενο κτίριο -Αράνι είχε ακούσει πως το έλεγαν- μιλούσαν και γελούσαν. Η ίδια πονούσε, όμως δεν νιαούριζε. Έπρεπε να παραμένει βουβή, μην την ακούσουν οι αρσενικοί γάτοι. Ξάπλωσε δίπλα στο μωρό που κοιμόταν χωρίς ανάσα, δίπλα στη μάνα του που το πρόσεχε με το μητρικό της βλέμμα. Σε λίγη ώρα κατάφερε και έφερε στη ζωή, χωρίς καμία βοήθεια, έξι μικρά γατάκια. Νιαούριζαν δυνατά από τον κρύο αέρα που πάγωνε τα πνευμόνια τους και η χαρά της πνιγόταν από την αγωνία μην ακουστούν στους αρσενικούς γάτους. Όταν οι φίλοι της βγήκαν από το Αράνι, άκουσαν τα μικρά γατάκια και την πλησίασαν διακριτικά. Η κανελί γάτα αγκάλιασε ενστικτωδώς τα έξι μικρά της και τους κοιτούσε με το βλέμμα της γεμάτο αγάπη για αυτούς που τόσο την προστάτεψαν και τη φιλοξένησαν όλον αυτόν τον καιρό.
Οι άνθρωποι του χωριού αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν. Ήταν Χριστούγεννα και η αγαπημένη τους γάτα είχε γεννήσει έξι χαριτωμένα γατάκια. Της έφεραν καλούδια να φάει, άναψαν τη φωτιά και την κράτησαν αναμμένη όλο το βράδυ. Ο Λεωνίδας με τον Μπεν παρέμειναν εκεί και φρόντιζαν να βάζουν κούτσουρα στη φωτιά για να μην σβήσει. Έφυγαν χαράματα, κουρασμένοι και ξενυχτισμένοι. Την επομένη, ανήμερα Χριστούγεννα, η κανελί γάτα ήταν πολύ ευτυχισμένη. Θήλαζε τα μικρά της και τα ζέσταινε με το ζεστό κορμί της. Όμως η εικόνα των έξι μεγαλύτερων παιδιών της τη βασάνιζε. Τα ήθελε και αυτά κοντά της.
Το βράδυ που άρχισε να καταφθάνει ο κόσμος και έφερνε σακούλες, περίμενε μήπως της φέρουν και της ίδιας κάτι. Είδε ξανά το αερόστατο που έφυγε ψηλά στον ουρανό και έκανε την ίδια ευχή που έλεγε μέσα της τόσες φορές, μέρες τώρα. Και πριν προλάβει να χαμηλώσει το βλέμμα της, άκουσε νιαουρίσματα. Ήταν γνωστά νιαουρίσματα, γεμάτα χαρά και ανυπομονησία. Δεν μπορούσε όμως να σηκωθεί. Είχε τα μικρά της που τα θήλαζε, που είχαν κολλημένα τα στοματάκια τους στις ρώγες της, ρουφώντας λαίμαργα το γάλα τους. «Ήρθαν τα γατάκια μου!», αναφώνησε με ένα δυνατό νιαούρισμα. Και τα γατάκια της, που τώρα είχαν μεγαλώσει και είχαν γίνει πανέμορφες κανελί και μπεζ γάτες, την άκουσαν και την πλησίασαν. Άνοιξε την αγκαλιά της και τα δέχθηκε με απροσδόκητη χαρά. Τα έγλειφε, τα φιλούσε και αυτά χαϊδεύονταν, νιαούριζαν γλυκά, κολλούσαν τη μουσούδα τους στη δική της, μπερδεύονταν με τα νεογέννητα. Όλη η ομάδα του χωριού πλησίασε τη φάτνη. Δεν είχαν δει πιο όμορφο θέαμα! Η γάτα τους, η αγαπημένη κανελί γάτα, με έξι νεογέννητα γατάκια και άλλα έξι μεγαλύτερα να τα φιλάει και να τα γλείφει όλα, ένα προς ένα, με την ίδια αγάπη.
Αυτό συνέβη εκείνα τα Χριστούγεννα στο Χριστουγεννιάτικο χωριό του κόσμου. Αλλά όχι μόνο αυτό. Παιδιά από σχολεία, προσφυγόπουλα, μεγάλοι και μικροί πέρασαν από το Χριστουγεννιάτικο χωριό του κόσμου και έζησε ο καθένας τις δικές του μαγικές στιγμές. Γιατί σε εκείνο το χωριό, όπου οι κάτοικοί του πρόσφεραν απλόχερα αγάπη και θαλπωρή, τα θαύματα γίνονταν όχι μια φορά στα χίλια χρόνια, αλλά κάθε χρόνο, κάθε Χριστούγεννα.