Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2017

"Ψαροταβέρνα, Η ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗ"


Γράφει, ο Θόδωρος Δημητριάδης

Όσοι δεν βγήκατε έξω χτες Καθαρά Δευτέρα δεν χάσατε και πολλά.
Μάλλον τυχεροί πρέπει να είστε. Πρώτα-πρώτα, ο καιρός ήταν χάλια. Δεύτερο γλυτώσατε βενζίνες και διόδια. Τρίτο, και κυριότερο, δεν πάθατε αυτά που έπαθα εγώ.

Όπως είναι γνωστό, σε όλες τις ελληνικές γιορτές, εκδηλώσεις κλπ. όλοι στο τέλος καταλήγουμε σε ένα τραπέζι για να φάμε.

Έτσι λοιπόν αποφάσισα κι εγώ να πάω με τη γυναίκα μου σε μια παραλιακή ταβέρνα για τα περίφημα σαρακοστιανά.

Εκεί όμως είχε κοσμοπλημμύρα. Μισή ώρα έκανα να βρω μέρος να παρκάρω το αμάξι. Άλλη μισή ώρα για να βρούμε ελεύθερο τραπέζι.


Κάποια στιγμή ένας αξύριστος, ατημέλητος και λαχανιασμένος ήρθε και με ρώτησε:

- Πόσα άτομα είστε;

Του απάντησα ότι ήμασταν μόνο δύο, οπότε πήγε και μας στρίμωξε σ’ ένα μικρό τραπεζάκι στη γωνία στον τοίχο, στο χειρότερο μέρος, στενό, μόλις που μπόρεσα να τραβήξω την καρέκλα και να καθίσω.

Πέρασαν 20 λεπτά μέχρι να έλθει για να πάρει παραγγελία. Ήλθε τρέχοντας πάνω απ’ το κεφάλι μου και κοιτάζοντας αλλού, στα άλλα τραπέζια, είπε:

- Παρακαλώ;

- Μην παρακαλάς, του απάντησα. Θέλω έναν κατάλογο να δω τι έχετε για να διαλέξω.

- Να σας πω εγώ τι έχουμε. Έχουμε ... (κι άρχισε σαν καλάζνικοφ να με βομβαρδίζει).

- Προτιμώ να δω τον κατάλογο, τον διέκοψα.

Κατέβασε κάτι μούτρα, σαν να του σκότωσα τον πατέρα, πήγε κι έφερε τον κατάλογο, τον πέταξε πάνω στο τραπέζι μπροστά στη μούρη μου, κι έφυγε.


Διάλεξα καλαμαράκια για τη γυναίκα μου, και για μένα ψαρόσουπα και γαύρο, δηλαδή φτηνά πράγματα, για να μη πληρώσω στο τέλος και κανέναν αλμυρό λογαριασμό.

Το γκαρσόνι όμως είχε εξαφανιστεί. Πότε-πότε τον έπαιρνε το μάτι μου να τρέχει στα άλλα τραπέζια, να μαζεύει πιάτα, να σερβίρει τις άλλες παρέες, να κάνει λογαριασμούς. Σε μας σημασία δεν έδινε, ούτε καν γυρνούσε να δει προς την πλευρά μας, παρ’ ότι είχα σηκωμένο συνέχεια το χέρι μου για να με προσέξει.

Μέσα στην ταβέρνα δεν είχε εξαερισμό, μύριζε έντονα τσίκνα τηγανητά, χώρια που όλοι κάπνιζαν.


Όταν κάποτε ο ατημέλητος, αξύριστος και λαχανιασμένος σερβιτόρος εδέησε να έλθει για να πάρει παραγγελία, μου λέει ότι δυστυχώς η ψαρόσουπα και ο γαύρος έχουν τελειώσει, υπάρχει μόνο τσιπούρα αλανιάρα, λαυράκι, συναγρίδα και αστακός. Από σαλάτες επίσης το κουνουπίδι είχε τελειώσει και αντί για κρασί Λήμνου, μου πρότεινε το χύμα κρασί σπεσιαλιτέ του καταστήματος, που το σέρβιραν και σε κάτι παραδοσιακά αλουμινένια κύπελλα.


Τι να κάνω, ο δόλιος, δέχτηκα, με είχε θερίσει η πείνα. Τον παρακάλεσα μόνο να φέρει μια αλατιέρα και χαρτοπετσέτες, γιατί δεν είχε πάνω στο τραπέζι.

Το κρασί χύμα ήλθε αμέσως, αλλά το ψάρι έκανε 40 λεπτά. Μέχρι να το φέρει, είχα πιει ξεροσφύρι το χύμα κρασί -ο Θεός να το κάνει κρασί. Κάτι δεν μου άρεσε σ’ αυτό το κρασί, πιο πολύ για ξύδι μου φάνηκε.


Να μην τα πολυλογώ, έφαγα κάτι που θύμιζε ψάρι, σκεπασμένο με μαρούλια, μαϊδανό και άλλα πράσινα φύλλα για να φαίνεται μεγάλη η μερίδα, και στο τέλος, όταν ήλθε η ώρα να πληρώσω το λογαριασμό, 68 ευρώ, μετάνιωσα την ώρα και τη στιγμή που πάτησα το πόδι μου. Το πιο ωραίο απ’ όλα είναι ότι αφού με λήστεψαν, στο τέλος το γκαρσόνι ήλθε και μου πέταξε στο τραπέζι επιδόρπιο ένα κομμάτι χαλβά με λεμόνι:

- Αυτό είναι προσφορά του καταστήματος!


Όλη νύχτα δεν κοιμήθηκα απ’ το κακό μου. Το ξημέρωμα με βρήκε με ένα κεφάλι καζάνι, και το στομάχι μου χάλια κουβάρι απ’ το χύμα κρασί-μπαρούτι που ήταν η σπεσιαλιτέ του καταστήματος.

Χώρια που τα ρούχα μας μυρίζαν έντονο καπνό και ψαρίλα, οπότε η γυναίκα μου αναγκάστηκε να βάλει – έκτακτο σαρακοστιανό – πλυντήριο…