«Δὲν τοῦ πάει Τοῦρκος τούτου τοῦ τόπου, ρὲ παιδιά, πῶς νὰ τὸ κάνουμε», ἔλεγε ὁ ποιητὴς Κώστας Μόντης, βλέποντας, μὲ νοτισμένα μάτια, τὴν ὡραία Ἀμμόχωστο, τὸν γενέθλιο τόπο του.
Γιατί; διότι
«ἀπὸ ἐκεῖ πέρασε ἕνας ἄλλος λαὸς
ποὺ γέμισε πληγὲς τὸ χῶμα.
Βρῆκε ἐκκλησιὲς καὶ τὶς χάλασε.
Βρῆκε λιακωτὰ καὶ τὰ κούρσεψε.
Βρῆκε τὰ βήματα ἑνὸς πολιτισμοῦ
καὶ θέλει νὰ τὰ παραγράψει.
Καὶ χαλᾶ. Γιατί δὲν μπορεῖ νὰ κτίσει.
Καὶ ἱεροσυλεῖ. Γιατί δὲν μπορεῖ νὰ σεβαστεῖ.
Καὶ καταστρέφει. Γιατί δὲν μπορεῖ νὰ δημιουργήσει». («Ἀπ’ ἐδῶ πέρασαν ἐκεῖνοι», Ἄνθος Λυκαύγης. Κυπριακὸ Ἀνθολόγιο Ε´-´Στ’ Λευκωσία 1994, σελ. 195).
Ἔτσι μιλοῦν καὶ γράφουν ὅσοι ἀγαποῦν τὴν πατρίδα καὶ δὲν ξεχνοῦν (ἄλλο πράγμα, ἂν συγχωροῦν) τὶς ἀδικίες, τὶς λεηλασίες, τὶς σφαγές, στὶς ὁποῖες μᾶς καταδίκασε ἡ συμβίωση μὲ τὸ ἐξ ἀνατολῶν θηρίο, με τά τουρκομεμέτια. Ἀλλὰ τώρα που καταντήσαμε «ἀνεμοδοῦρες, μηχανὲς διαφταρμένες», ὡς θὰ ἔλεγε ὁ τίμιος Μακρυγιάννης, ἔχουμε τὴν Τουρκιὰ στὰ σπίτια μας, στὶς σάλες μας. Καθημερινοὶ μουσαφιραῖοι, φίλοι καρδιακοί, οἱ γλυκανάλατες, σαχλὲς τουρκοσαπουνόπερες και τά κανιβαλικά σαβουροπαιχνίδια τύπου survivor. Οἱ Γενοκτόνοι τοῦ λαοῦ μας, οἱ ἐγκληματίες, οἱ δολοφόνοι τοῦ Ἰσαάκ, τοῦ Σολωμοῦ, τοῦ Ἡλιάκη, τῶν τριῶν ἡρώων τῶν Ὑμίων, δόξη καὶ τιμή, μπῆκαν στὰ σπίτια μας. Χάθηκε ἡ ἀγάπη στὴν πατρίδα. Φτώχυνε τὸ κράτος, τὸ καταλήστευσαν οἱ κοπροπολιτικάντηδες, ἀλλὰ ἡ ἀηδία, ἡ ἀπόρριψη ἐπεκτείνεται. Δὲν περιορίζεται στοὺς Γραικύλους τῆς σήμερον, ἀλλὰ «ἐπιπολαίως» ἁπλώνεται στὸ χθές, σ’ αὐτοὺς ποὺ ἐς ἀεὶ τοὺς χρωστᾶμε στοὺς νεκρούς. («Ἑλλάδα εἶσαι γεννημένη ἀπὸ τοὺς πεθαμένους», κανοναρχεῖ ὁ ποητὴς Τάσος Λειβαδίτης). Οἱ ἀνίκανοι τῆς σήμερον δὲν εἶναι ἡ πατρίδα. Αὐτοὶ εἶναι τὸ ὄνειδός της. «Στῶμεν καλῶς». Ἡ πατρίδα ποτὲ δὲν ξεπέφτει, δὲν χάνεται στὰ τάρταρα τῆς οἰκονομικῆς φρίκης, μονάχα ξαποσταίνει. Διασώζει ὁ Γιάννης Βλαχογιάννης στὰ «Διηγήματά» του ἕνα φωτεινὸ συμβάν, στὸ ὁποῖο πρωταγωνιστεῖ ἐκεῖνος ὁ «μεταξένιος» ἄνθρωπος, ὁ ἥρωας Κωνσταντὴς Κανάρης. Μετὰ τὴν ἀποτυχία νὰ πυρπολήσει στὴν Ἀλεξάνδρεια τὸν αἰγυπτιακὸ στόλο ἐπιστρέφει μὲ τοὺς ναῦτες του, ὅλοι τους σὲ κακὴ κατάσταση, δίχως ψωμὶ καὶ νερό. Ἐμφανίζεται τότε, ἕνα αὐστριακὸ ἐμπορικὸ πλοῖο. Σαλτάρουν οἱ Ἕλληνες στὸ καράβι, πιάνει ὁ Κανάρης τὸν πλοίαρχο. «Τί θέλετε;» ρωτάει ἔντρομος ὁ καπετάνιος. «Ψωμί, νερὸ καὶ ὅ,τι ἄλλο ἔχει τὸ καράβι, γιατί πεθαίνουμε ἀπὸ τὴν πείνα», ἀπαντάει ὁ Κανάρης. Ὁ αὐστριακὸς προστάζει καὶ κατεβαίνουν οἱ ζαϊρέδες στὴν βάρκα τοῦ μπουρλοτιέρη. Τοῦ λέει ὁ Κανάρης: «Δὲν ἔχω χρήματα νὰ σὲ πληρώσω τώρα· γράψε σ’ ἕνα χαρτὶ πόσο ἀξίζουν καὶ φέρε το νὰ τὸ ὑπογράψω». «Δὲν κάνουν τίποτα», ἀποκρίνεται ὁ ξένος.
«Φέρε τὸ χαρτὶ καὶ γράψε δύο χιλιάδες γρόσια», εἶπε ἔντονα ὁ Κανάρης. Καὶ ἀφοῦ ὑπόγραψε: «Ἀλλὰ ἐσεῖς δὲν ἔχετε ἔθνος», ἀπαντᾶ ὁ καντιποτένιος, τὸ κοπέλι τῆς “Ἱερῆς Συμμαχίας”. Καπνίζουν τὰ μάτια του, ἀστράφτει καὶ βροντᾶ ὁ Κανάρης. «Ἂν δὲν ἔχουμε ἔθνος, θὰ κάνουμε». (Τὸν βρῆκε καὶ τὸν πλήρωσε, ὅταν γίναμε κράτος καὶ ὁ ἴδιος ὑπουργὸς καὶ πρωθυπουργός). Ἔθνος ὑπῆρχε, ἡ ἔννοια τῆς πατρίδος, ὡς μνήμη ζωήρρυτος καὶ ἀειθαλὴς ζοῦσε – «ἐμᾶς ὁ αὐτοκράτοράς μας, ὁ Παλαιολόγος, ἐσκοτώθη εἰς τὰ τείχη γιὰ νὰ μὴν παραδώσει τὴν Πόλη», ἔλεγε ὁ Κολοκοτρώνης στὸν καπετὰν Ἄμιλτον – κράτος δὲν ὑπῆρχε. Καὶ ὅταν ἔγινε, ἔγινε, ἀφοῦ «ἔφαγαν» τὸν μεγάλο Κυβερνήτη, τὸ ψευτορωμαϊκό, αὐτὸ ποὺ σήμερα μᾶς ὑποτάσσει στὴν ἀκάθαρτη φράγκικη καλύπτραν και στα τουρκικά φακιόλια.
(«Καὶ λευτερωθήκαμεν ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ σκλαβωθήκαμε εἰς ἀνθρώπους κακορίζικους ὅπου ἦταν ἡ ἀκαθαρσία τῆς Εὐρώπης», λέει ὁ στρατηγός). Ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι, οἱ ἡρωϊκοὶ ραγιάδες, ποὺ τοὺς «τηγάνιζε» καθημερινὰ ὁ ἀντίχριστος Τοῦρκος, εἶχαν τὴν πατρίδα φυλαχτὸ σὰν τὸ Τίμιο Ξύλο. Ἔμεινε ὁ Μακρυγιάννης ἀπὸ χρήματα κάποτε. Τοῦ λέει «ὁ φίλος του» (ἔτσι τὸν ὀνομάζει) Γρόπιος, πρόξενος τῆς Ἀούστριας. «Εἶναι ἕνας Ἄγγλος, ὁ Γκόρδον, βάνει τὰ μέσα τοῦ πολέμου, ὅσα χρήματα χρειαστοῦν. Τοῦ παραχωρεῖς τὴν θέση σου;». Στοχεύει στὴ ρίζα, ὁ Γρόπιος, στὴν ἔμφυτη φιλοπρωτία καὶ φιλαρχία τοῦ Ἕλληνα τῆς ἐποχῆς, καί, πολὺ περισσότερο, στοὺς ἀδούλωτους, ἀπροσκύνητους, λεύτερους καπεταναίους τοῦ ’21. Ὁ Μακρυγιάννης ὅμως, σὰν τὸν δίκαιο Ἀριστείδη λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν ναυμαχία τῆς Σαλαμίνας, λέει τοῦτα τὰ ἀθάνατα λόγια, ποὺ τὰ βρίσκω ἀπ’ τὰ ὀμορφότερα καὶ συγκινητικότερα, ποὺ ἀκούστηκαν ἀπὸ Ρωμηούς, τούς ἐπιφανεῖς τοῦ Γένους μας:. «Σύρε πές του, ὅποιος εἶναι αὐτὸς ὁπού θὰ βάλη τὰ χρήματα, ὄχι ἀρχηγὸν τὸν κάνω καμπούλι (=δέχομαι), διὰ τὴν ἀγάπη τῆς πατρίδος μου, ἀλλὰ ὅπου κατουράγει νὰ μοῦ δίνει νὰ πίνω ἐγὼ τὸ κάτρο· τὸ κάνω αὐτὸ καὶ τοῦ τὸ δίνω ἐνγράφως». «Διὰ τὴν ἀγάπη τῆς πατρίδος» πίνει καὶ τὸ «κάτουρον» τοῦ Φράγκου ὁ στρατηγός, διὰ τὴν ἀγάπη τῆς πατρίδος ἄφησε ὁ Παῦλος Μελᾶς τὴν σύγχρονη Βαβυλώνα τῆς ἡδονοθηρίας, τῆς πλουτοκρατίας καὶ τῆς ἀσωτίας καὶ ἀνέβηκε «εἰς Μακεδονίαν» γιὰ νὰ βρεῖ γαλήνη, γιατί «ἐκεῖνο ποὺ μετρᾶ εἶναι πώς, ὅταν οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ λὲν Ἑλλάδα, ἐννοοῦν τάφο. Λόγος ἐθνικὸς γι’ αὐτοὺς εἶναι νὰ μιλᾶς μέσα ἀπὸ τὸ μνῆμα». Ἀπ’ τὰ μνήματα, ἀπ’ τὰ λευκασμένα κόκκαλα, ἐξ ἄλλου, βγαίνει ἡ λευτεριά. Εἶναι ἡ πατρίδα, θυσία καὶ«ἔντιμος πενία» (Παπαδιαμάντης). Καὶ …«φίλει τὴν πατρίδα κἂν ἄδικος ᾖ» (Πλάτων) τὴν ἀγαπᾶς καὶ ἂν εἶναι ἄδικη, δηλαδή, ἂν ἔγινε καὶ πάλι Ψωροκώσταινα. Τὴν μάνα μας τὴν ἀγαπᾶμε, τὴν σεβόμαστε καὶ τῆς κλείνουμε τὰ μάτια, δὲν τὴν φτύνουμε, ὅταν χάσει τὴν δύναμή της. Αὐτὴ εἶναι ἡ πατρίδα. Χαμένα κορμιὰ καὶ λακέδες ποὺ ἅρπαξαν τὸ βιὸς καὶ ποδοπάτησαν τὴν ὑπόληψή της, τὸ ψευτοκράτος, ἂς χαθεῖ μαζὶ καὶ οἱ ἀλιτήριοι ποὺ τὸ ἀπομυζοῦν. Ἀλλὰ καὶ ὅσοι τὴν ἐπιβουλεύονται, οἱ προαιώνιοι βρικόλακες, ἡ Τουρκιά, μακριά, μακριὰ ἀπὸ τὰ σπίτια μας. Ἂν χάσουμε τὴ μνήμη μας, θὰ χαθοῦμε. «Ἡ Ἕλενα, συμμαθήτριά μου χρόνια, ἔγραφε πάντα στὸ ἐπάγγελμα πατρὸς μία λέξη ποὺ ποτὲ δὲνκαταλάβαινα: Ἀγνοούμενος», ἔγραφε ἕνα Ἑλληνάκι τῆς Κύπρου λίγο μετὰ τὴν «εἰρηνικὴ ἀπόβαση τοῦ Ἀττίλα», ὡς θὰ ἔλεγε καὶ ὁ κάθε τουρκοτζουτζὲς. Πῶς νὰ τὸ κάνουμε; Δὲν τοῦ πάει Τοῦρκος τούτου τοῦ τόπου… Καὶ τί θά ‘λέγε ὁ ποιητής, ἂν ἄκουγε κουβέντες ἀγαρηνές, λόγια μαγαρισμένα στὰ σπίτια τὰ (ψευτο)ρωμαίικα; Καί θά τό γράψω καί ἄς εἶναι ὑπερβολή: Εἶναι προδότες ὅσοι παρακολουθοῦν τούτη τήν ἐποχή, στήν τηλεόραση, τουρκοσειρές.
Νατσιός Δημήτρης
δάσκαλος-Κιλκίς
«ἀπὸ ἐκεῖ πέρασε ἕνας ἄλλος λαὸς
ποὺ γέμισε πληγὲς τὸ χῶμα.
Βρῆκε ἐκκλησιὲς καὶ τὶς χάλασε.
Βρῆκε λιακωτὰ καὶ τὰ κούρσεψε.
Βρῆκε τὰ βήματα ἑνὸς πολιτισμοῦ
καὶ θέλει νὰ τὰ παραγράψει.
Καὶ χαλᾶ. Γιατί δὲν μπορεῖ νὰ κτίσει.
Καὶ ἱεροσυλεῖ. Γιατί δὲν μπορεῖ νὰ σεβαστεῖ.
Καὶ καταστρέφει. Γιατί δὲν μπορεῖ νὰ δημιουργήσει». («Ἀπ’ ἐδῶ πέρασαν ἐκεῖνοι», Ἄνθος Λυκαύγης. Κυπριακὸ Ἀνθολόγιο Ε´-´Στ’ Λευκωσία 1994, σελ. 195).
Ἔτσι μιλοῦν καὶ γράφουν ὅσοι ἀγαποῦν τὴν πατρίδα καὶ δὲν ξεχνοῦν (ἄλλο πράγμα, ἂν συγχωροῦν) τὶς ἀδικίες, τὶς λεηλασίες, τὶς σφαγές, στὶς ὁποῖες μᾶς καταδίκασε ἡ συμβίωση μὲ τὸ ἐξ ἀνατολῶν θηρίο, με τά τουρκομεμέτια. Ἀλλὰ τώρα που καταντήσαμε «ἀνεμοδοῦρες, μηχανὲς διαφταρμένες», ὡς θὰ ἔλεγε ὁ τίμιος Μακρυγιάννης, ἔχουμε τὴν Τουρκιὰ στὰ σπίτια μας, στὶς σάλες μας. Καθημερινοὶ μουσαφιραῖοι, φίλοι καρδιακοί, οἱ γλυκανάλατες, σαχλὲς τουρκοσαπουνόπερες και τά κανιβαλικά σαβουροπαιχνίδια τύπου survivor. Οἱ Γενοκτόνοι τοῦ λαοῦ μας, οἱ ἐγκληματίες, οἱ δολοφόνοι τοῦ Ἰσαάκ, τοῦ Σολωμοῦ, τοῦ Ἡλιάκη, τῶν τριῶν ἡρώων τῶν Ὑμίων, δόξη καὶ τιμή, μπῆκαν στὰ σπίτια μας. Χάθηκε ἡ ἀγάπη στὴν πατρίδα. Φτώχυνε τὸ κράτος, τὸ καταλήστευσαν οἱ κοπροπολιτικάντηδες, ἀλλὰ ἡ ἀηδία, ἡ ἀπόρριψη ἐπεκτείνεται. Δὲν περιορίζεται στοὺς Γραικύλους τῆς σήμερον, ἀλλὰ «ἐπιπολαίως» ἁπλώνεται στὸ χθές, σ’ αὐτοὺς ποὺ ἐς ἀεὶ τοὺς χρωστᾶμε στοὺς νεκρούς. («Ἑλλάδα εἶσαι γεννημένη ἀπὸ τοὺς πεθαμένους», κανοναρχεῖ ὁ ποητὴς Τάσος Λειβαδίτης). Οἱ ἀνίκανοι τῆς σήμερον δὲν εἶναι ἡ πατρίδα. Αὐτοὶ εἶναι τὸ ὄνειδός της. «Στῶμεν καλῶς». Ἡ πατρίδα ποτὲ δὲν ξεπέφτει, δὲν χάνεται στὰ τάρταρα τῆς οἰκονομικῆς φρίκης, μονάχα ξαποσταίνει. Διασώζει ὁ Γιάννης Βλαχογιάννης στὰ «Διηγήματά» του ἕνα φωτεινὸ συμβάν, στὸ ὁποῖο πρωταγωνιστεῖ ἐκεῖνος ὁ «μεταξένιος» ἄνθρωπος, ὁ ἥρωας Κωνσταντὴς Κανάρης. Μετὰ τὴν ἀποτυχία νὰ πυρπολήσει στὴν Ἀλεξάνδρεια τὸν αἰγυπτιακὸ στόλο ἐπιστρέφει μὲ τοὺς ναῦτες του, ὅλοι τους σὲ κακὴ κατάσταση, δίχως ψωμὶ καὶ νερό. Ἐμφανίζεται τότε, ἕνα αὐστριακὸ ἐμπορικὸ πλοῖο. Σαλτάρουν οἱ Ἕλληνες στὸ καράβι, πιάνει ὁ Κανάρης τὸν πλοίαρχο. «Τί θέλετε;» ρωτάει ἔντρομος ὁ καπετάνιος. «Ψωμί, νερὸ καὶ ὅ,τι ἄλλο ἔχει τὸ καράβι, γιατί πεθαίνουμε ἀπὸ τὴν πείνα», ἀπαντάει ὁ Κανάρης. Ὁ αὐστριακὸς προστάζει καὶ κατεβαίνουν οἱ ζαϊρέδες στὴν βάρκα τοῦ μπουρλοτιέρη. Τοῦ λέει ὁ Κανάρης: «Δὲν ἔχω χρήματα νὰ σὲ πληρώσω τώρα· γράψε σ’ ἕνα χαρτὶ πόσο ἀξίζουν καὶ φέρε το νὰ τὸ ὑπογράψω». «Δὲν κάνουν τίποτα», ἀποκρίνεται ὁ ξένος.
«Φέρε τὸ χαρτὶ καὶ γράψε δύο χιλιάδες γρόσια», εἶπε ἔντονα ὁ Κανάρης. Καὶ ἀφοῦ ὑπόγραψε: «Ἀλλὰ ἐσεῖς δὲν ἔχετε ἔθνος», ἀπαντᾶ ὁ καντιποτένιος, τὸ κοπέλι τῆς “Ἱερῆς Συμμαχίας”. Καπνίζουν τὰ μάτια του, ἀστράφτει καὶ βροντᾶ ὁ Κανάρης. «Ἂν δὲν ἔχουμε ἔθνος, θὰ κάνουμε». (Τὸν βρῆκε καὶ τὸν πλήρωσε, ὅταν γίναμε κράτος καὶ ὁ ἴδιος ὑπουργὸς καὶ πρωθυπουργός). Ἔθνος ὑπῆρχε, ἡ ἔννοια τῆς πατρίδος, ὡς μνήμη ζωήρρυτος καὶ ἀειθαλὴς ζοῦσε – «ἐμᾶς ὁ αὐτοκράτοράς μας, ὁ Παλαιολόγος, ἐσκοτώθη εἰς τὰ τείχη γιὰ νὰ μὴν παραδώσει τὴν Πόλη», ἔλεγε ὁ Κολοκοτρώνης στὸν καπετὰν Ἄμιλτον – κράτος δὲν ὑπῆρχε. Καὶ ὅταν ἔγινε, ἔγινε, ἀφοῦ «ἔφαγαν» τὸν μεγάλο Κυβερνήτη, τὸ ψευτορωμαϊκό, αὐτὸ ποὺ σήμερα μᾶς ὑποτάσσει στὴν ἀκάθαρτη φράγκικη καλύπτραν και στα τουρκικά φακιόλια.
(«Καὶ λευτερωθήκαμεν ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ σκλαβωθήκαμε εἰς ἀνθρώπους κακορίζικους ὅπου ἦταν ἡ ἀκαθαρσία τῆς Εὐρώπης», λέει ὁ στρατηγός). Ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι, οἱ ἡρωϊκοὶ ραγιάδες, ποὺ τοὺς «τηγάνιζε» καθημερινὰ ὁ ἀντίχριστος Τοῦρκος, εἶχαν τὴν πατρίδα φυλαχτὸ σὰν τὸ Τίμιο Ξύλο. Ἔμεινε ὁ Μακρυγιάννης ἀπὸ χρήματα κάποτε. Τοῦ λέει «ὁ φίλος του» (ἔτσι τὸν ὀνομάζει) Γρόπιος, πρόξενος τῆς Ἀούστριας. «Εἶναι ἕνας Ἄγγλος, ὁ Γκόρδον, βάνει τὰ μέσα τοῦ πολέμου, ὅσα χρήματα χρειαστοῦν. Τοῦ παραχωρεῖς τὴν θέση σου;». Στοχεύει στὴ ρίζα, ὁ Γρόπιος, στὴν ἔμφυτη φιλοπρωτία καὶ φιλαρχία τοῦ Ἕλληνα τῆς ἐποχῆς, καί, πολὺ περισσότερο, στοὺς ἀδούλωτους, ἀπροσκύνητους, λεύτερους καπεταναίους τοῦ ’21. Ὁ Μακρυγιάννης ὅμως, σὰν τὸν δίκαιο Ἀριστείδη λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν ναυμαχία τῆς Σαλαμίνας, λέει τοῦτα τὰ ἀθάνατα λόγια, ποὺ τὰ βρίσκω ἀπ’ τὰ ὀμορφότερα καὶ συγκινητικότερα, ποὺ ἀκούστηκαν ἀπὸ Ρωμηούς, τούς ἐπιφανεῖς τοῦ Γένους μας:. «Σύρε πές του, ὅποιος εἶναι αὐτὸς ὁπού θὰ βάλη τὰ χρήματα, ὄχι ἀρχηγὸν τὸν κάνω καμπούλι (=δέχομαι), διὰ τὴν ἀγάπη τῆς πατρίδος μου, ἀλλὰ ὅπου κατουράγει νὰ μοῦ δίνει νὰ πίνω ἐγὼ τὸ κάτρο· τὸ κάνω αὐτὸ καὶ τοῦ τὸ δίνω ἐνγράφως». «Διὰ τὴν ἀγάπη τῆς πατρίδος» πίνει καὶ τὸ «κάτουρον» τοῦ Φράγκου ὁ στρατηγός, διὰ τὴν ἀγάπη τῆς πατρίδος ἄφησε ὁ Παῦλος Μελᾶς τὴν σύγχρονη Βαβυλώνα τῆς ἡδονοθηρίας, τῆς πλουτοκρατίας καὶ τῆς ἀσωτίας καὶ ἀνέβηκε «εἰς Μακεδονίαν» γιὰ νὰ βρεῖ γαλήνη, γιατί «ἐκεῖνο ποὺ μετρᾶ εἶναι πώς, ὅταν οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ λὲν Ἑλλάδα, ἐννοοῦν τάφο. Λόγος ἐθνικὸς γι’ αὐτοὺς εἶναι νὰ μιλᾶς μέσα ἀπὸ τὸ μνῆμα». Ἀπ’ τὰ μνήματα, ἀπ’ τὰ λευκασμένα κόκκαλα, ἐξ ἄλλου, βγαίνει ἡ λευτεριά. Εἶναι ἡ πατρίδα, θυσία καὶ«ἔντιμος πενία» (Παπαδιαμάντης). Καὶ …«φίλει τὴν πατρίδα κἂν ἄδικος ᾖ» (Πλάτων) τὴν ἀγαπᾶς καὶ ἂν εἶναι ἄδικη, δηλαδή, ἂν ἔγινε καὶ πάλι Ψωροκώσταινα. Τὴν μάνα μας τὴν ἀγαπᾶμε, τὴν σεβόμαστε καὶ τῆς κλείνουμε τὰ μάτια, δὲν τὴν φτύνουμε, ὅταν χάσει τὴν δύναμή της. Αὐτὴ εἶναι ἡ πατρίδα. Χαμένα κορμιὰ καὶ λακέδες ποὺ ἅρπαξαν τὸ βιὸς καὶ ποδοπάτησαν τὴν ὑπόληψή της, τὸ ψευτοκράτος, ἂς χαθεῖ μαζὶ καὶ οἱ ἀλιτήριοι ποὺ τὸ ἀπομυζοῦν. Ἀλλὰ καὶ ὅσοι τὴν ἐπιβουλεύονται, οἱ προαιώνιοι βρικόλακες, ἡ Τουρκιά, μακριά, μακριὰ ἀπὸ τὰ σπίτια μας. Ἂν χάσουμε τὴ μνήμη μας, θὰ χαθοῦμε. «Ἡ Ἕλενα, συμμαθήτριά μου χρόνια, ἔγραφε πάντα στὸ ἐπάγγελμα πατρὸς μία λέξη ποὺ ποτὲ δὲνκαταλάβαινα: Ἀγνοούμενος», ἔγραφε ἕνα Ἑλληνάκι τῆς Κύπρου λίγο μετὰ τὴν «εἰρηνικὴ ἀπόβαση τοῦ Ἀττίλα», ὡς θὰ ἔλεγε καὶ ὁ κάθε τουρκοτζουτζὲς. Πῶς νὰ τὸ κάνουμε; Δὲν τοῦ πάει Τοῦρκος τούτου τοῦ τόπου… Καὶ τί θά ‘λέγε ὁ ποιητής, ἂν ἄκουγε κουβέντες ἀγαρηνές, λόγια μαγαρισμένα στὰ σπίτια τὰ (ψευτο)ρωμαίικα; Καί θά τό γράψω καί ἄς εἶναι ὑπερβολή: Εἶναι προδότες ὅσοι παρακολουθοῦν τούτη τήν ἐποχή, στήν τηλεόραση, τουρκοσειρές.
Νατσιός Δημήτρης
δάσκαλος-Κιλκίς