Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2021

Επιδημίες 17ου-18ου αιώνα

Οι επιδημίες ως παράγων της δημογραφικής μείωσης του ελληνικού στοιχείου επί τουρκικής κυριαρχίας (17ος –18ος αι.)
- Γράφει ο Παναγιώτης Γ. Αλεκάκης, Φιλόλογος – Ιστορικός, Δρ Ιστορικού και Αρχαιολογικού Τμήματος Α.Π.Θ., Διευθυντής 2ου ΓΕΛ Κατερίνης.

Με τον ερχομό του νέου έτους συμπληρώνονται 200 χρόνια από την έναρξη του εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα του 1821, που σημαίνει ότι κατά τη διάρκεια του 2021 θα γράφονται σχετικά κείμενα και θα διατυπώνονται σκέψεις – προβληματισμοί γύρω από τα γεγονότα της πολυετούς Επανάστασης και της μακραίωνης σκλαβιάς στους Αγαρηνούς, θα διεξάγονται ειδικά συνέδρια, ημερίδες και διημερίδες επιστημονικές, θα γίνονται επίσης αφιερώματα με διοργανωτές άλλοτε φορείς επιστημονικούς και άλλοτε διάφορους Συλλόγους ή Ιδρύματα.

Εμείς θα ξεκινήσουμε με κείμενο επίκαιρο, όπερ σημαίνει ότι θα στραφεί γύρω από τις επιδημίες του 17ου και 18ου αιώνα, με αποτέλεσμα τη δημογραφική μείωση του τότε υπόδουλου στους Τούρκους ελληνικού Γένους (μεταξύ άλλων αιτίων και παραγόντων που έφεραν σημαντική μείωση στον πληθυσμό των τότε αγωνιζόμενων και χειμαζόμενων Ελλήνων).

Οι πηγές επισημαίνουν την ύπαρξη μιας μεγάλης σειράς επιδημιών από τα τέλη του 16ου μέχρι τις αρχές του 18ου αιώνα, που με τον όρο «θανατικό» καλύπτουν μια κλίμακα ασθενειών, μιας και δεν ήταν πάντοτε βέβαιο για ποια επιδημία επρόκειτο. Συχνά γίνεται ανάμιξη σημαντικών με ασήμαντα περιστατικά, που τα θύματα ανέρχονταν από μεμονωμένα μέχρι χιλιάδες, χωρίς να καθίσταται δυνατόν να σχηματίσουμε ξεκάθαρη εικόνα για την εμφάνιση, τη διάδοση και το τέλος κάποιας επιδημίας.

Οι επιδημίες του 1592, 1611, 1620-1622, 1625, 1648-1649, 1667-1668, 1685-1689, 1717-1718 και του 1742 φαίνεται ότι προκάλεσαν μεγάλη καταστροφή και μείωση του πληθυσμού.

Οι επιδημίες ήταν σημαντικός παράγων αραίωσης του πληθυσμού της Θεσσαλίας και έτσι, σύμφωνα με μαρτυρία/ενθύμηση μοναχού της μονής της Παναγίας Ολυμπιώτισσας στην Ελασσόνα, «πανούκλα η τρανή αχμθ΄ (1649) έγεναιν το θανατικό το δυνατό». Στην δε επιδημία του 1667-68 με ιδιαίτερη ένταση στη Θεσσαλία αποδίδεται η μείωση του πληθυσμού της και, σύμφωνα με θυμησογράφο , «αχξζ΄ (1667) έγενε του δεύτερου του θανατικόν» και «η πανώλης αφήρπασεν εκ Λαρίσης το ήμισυ των κατοίκων, των δε πέριξ χωρίων έπαθον πολλά ολίγοι». Όπως υποστηρίχθηκε, η ερήμωση ορισμένων περιοχών λόγω «θανατικού» ανέτρεψε τις συνθήκες αγροτικής ιδιοκτησίας και είχε ως συνέπεια να εμφανιστεί το τσιφλίκι στο θεσσαλικό κάμπο. Αξιωματούχοι αποκτούσαν τα κτήματα αγροτών και ως μεγαλογαιοκτήμονες πεδινών περιοχών εκτόπισαν υπόδουλους γεωργούς προς ορεινές περιοχές.

Ο τουρκοβενετικός πόλεμος του 1685-1689 στην περιοχή της Πελοποννήσου είχε καταστροφικές συνέπειες στον πληθυσμό. Οι επιδημίες που διαδίδονταν με τις στρατιωτικές μετακινήσεις έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο, γιατί με τη μετακίνηση των στρατιωτικών σωμάτων καταργούνταν η απομόνωση του αγροτικού χώρου, με συνέπεια η αυτοπροστασία των εκεί κατοίκων να μην μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά.

Πολλές πληροφορίες (μη στατιστικού χαρακτήρα βέβαια) έχουμε για την επιδημία της πανώλης του 1687-1688 και για τη μεγάλη έκταση που πήρε. Φαίνεται ότι η επιδημία αυτή ήταν η πιο καταστροφική για την περιοχή της Πελοποννήσου, λόγω του ότι υπήρξαν θύματα σε επαρχίες του εσωτερικού της χερσονήσου και επομένως η επιδημία δεν περιορίσθηκε στα λιμάνια και τα αστικά κέντρα. Στο σημείο αυτό βέβαια πρέπει να προβούμε σε διευκρινίσεις.

Τις πληροφορίες μας τις δίνουν οι ξένοι πρόξενοι και διπλωμάτες που διέμεναν στα αστικά κέντρα, όπως στην Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη, τη Σμύρνη κ.α., ή στα λιμάνια – εμπορικούς σταθμούς, δηλαδή τόπους που οι επιδημίες προσβάλλουν και εξαπλώνονται άμεσα. Κατά την επιδημία πανώλης του 1717-18 στη Μεσσηνία στους καζάδες Καλαμάτας, Ανδρούσας, Κορώνης, Μεθώνης και Ναβαρίνου πέθαναν σε τρεις μήνες περίπου 2000 άτομα σε σύνολο 20-22 χιλιάδων κατοίκων, σύμφωνα με ασφαλή στατιστικά στοιχεία (ποσοστό 9-10%). Μια έκταση 2000 περίπου τετραγωνικών χιλιομέτρων με τρία λιμάνια και μια πόλη με συνεχείς θαλάσσιες επικοινωνίες δύσκολα μπορεί να προστατευθεί από τις επιθέσεις των πανδημιών.

Οι πληροφορίες όμως αυτές δεν ισχύουν για την αγροτική ενδοχώρα, όπου κατοικούσε ο κύριος όγκος του πληθυσμού. Το 17ο αιώνα ο πληθυσμός των πόλεων της οθωμανικής αυτοκρατορίας μόλις άγγιζε το 8% του συνολικού πληθυσμού. Η πανώλης και οι άλλες ασθένειες πλήττοντας τα λιμάνια με την γειτονική ενδοχώρα τους και τις πόλεις, στην πραγματικότητα έπλητταν ένα μικρό μέρος του πληθυσμού.

Για τον αγροτικό πληθυσμό δεν φαίνεται να υπήρχαν δυσμενείς επιπτώσεις σε μεγάλη κλίμακα. Με άλλα λόγια η τότε αραιοκατοικημένη ελληνική ύπαιθρος αυτοπροστατεύονταν στα πλαίσια της απομόνωσής της, κι ας ήταν τραγική η απομόνωση αυτή. Το 1687 στην Πελοπόννησο (οι περιοχές της Μεθώνης και Ναβαρίνου) έχουμε από τις βενετικές περιγραφές τον αριθμό των 5 κατοίκων ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο, πράγμα που εξασφαλίζει μια πολύ αποτελεσματική «καραντίνα», χωρίς να σημαίνει βέβαια ότι οι εν λόγω περιοχές είναι απρόσβλητες σε κάθε περίπτωση και οπωσδήποτε. Η αραιοκατοίκηση θα αποτελέσει και όρο ευνοϊκό για την επιβίωση και την παραπέρα ανάπτυξη της αγροτικής ενδοχώρας, με την προϋπόθεση ότι η δημογραφική αύξηση και η εκεί συγκέντρωση του πληθυσμού της δεν θα την εντάξει στη ζώνη των επιδημιών.

Ο πληθυσμός των πόλεων δεν μπορούσε ούτε να αυξηθεί λόγω του ότι αντιμετώπιζε καθημερινά το φάσμα του θανάτου ούτε να σταθεροποιηθεί, αφού έπρεπε ανά πάσα στιγμή να βρίσκεται σε ετοιμότητα να εγκαταλείψει την πόλη ως μέσο αυτοπροστασίας του. Αυτή η απειλή κρατούσε σε μόνιμη καθυστέρηση τις πόλεις και τα λιμάνια – εμπορικά κέντρα. Οι επιδημίες έπαιζαν αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση χαρακτηριστικών της κοινωνικής δομής, μιας και η προστασία από τις ασθένειες αυτές ήταν παθητική και όχι ενεργητική, δηλαδή δεν υπήρχε συνειδητή δράση των κοινωνικών φορέων της. Με την εξασθένηση των επιδημιών στα μέσα του 18ου αιώνα δημιουργήθηκαν ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξη του πληθυσμού, όμως περισσότερο κερδισμένη βγήκε η ενδοχώρα και ακόμη περισσότερο η ορεινή ενδοχώρα, που ξεκίνησε από καλύτερο σημείο στη δημογραφική ανάπτυξη του β΄ μισού του 18ου αιώνα και ολόκληρου του 19ου αιώνα.