Ο πόλεμος στα τουρκο-αυστριακά σύνορα το 1737-1739 έχει επιπτώσεις στις βόρειες ελληνικές περιοχές και συγκεκριμένα στη Μακεδονία. Πολλοί κάτοικοι των περιχώρων της Θεσσαλονίκης εξισλαμίζονται (βλ. N. Svoronos, Le commerce de Salonique au XVIIIe siècle, σ. 26-27), όπως και στην περιοχή της Αχρίδας. Κάποιοι άλλοι προτίμησαν το στέφανο του μαρτυρίου.
Στις Σέρρες (βλ. Π. Πέννα, Σερραϊκά Χρονικά, τ. Α΄), στα Σέρβια και την περιοχή τους σημειώθηκε ρεύμα προς το Ισλάμ. Ο Σερβίων Μελέτιος, μη μπορώντας να ανεχθεί την κατάσταση αυτή, ενήργησε προς το Πατριαρχείο και πέτυχε μέσω κατοίκων της Κοζάνης να μεταφερθεί η επισκοπική έδρα του το 1745 στην Κοζάνη.
Στην Κεντρική Μακεδονία γνωστό παράδειγμα ομαδικού εξισλαμισμού είναι των βλαχόφωνων κατοίκων του χωριού των Νοτίων, που είναι γνωστοί και με το όνομα Καρατζοβαλήδες (από την επαρχία Καρατζόβα). Οι κάτοικοι αυτοί εξισλαμίστηκαν το 1759 και είχαν απομείνει η μόνη χριστιανική νησίδα ανάμεσα σε εξισλαμισμένους και εκτουρκισμένους πληθυσμούς. Υπέφεραν τα πάνδεινα από τους κατακτητές, αλλά και από τους αρνησίθρησκους, σε σημείο που έκαμψε την ψυχική αντίσταση του μητροπολίτη Μογλενών Ιωάννη, ο οποίος είχε την έδρα του στα Νότια (βλ. Π. Παπαγεωργίου, Ο εξισλαμισμός του μακεδονικού χωρίου «Νοτίων». Ανέκδοτος ιστορική παράδοσις του ΙΗ΄ αιώνος, Μακεδονικόν Ημερολόγιον 2, σ. 91-95).
Οι Νοτιώτες φύλαγαν με ευλάβεια το πολύτιμο Ευαγγέλιο, πάνω στο οποίο είχαν καταγράψει οι πρόγονοί τους την πράξη της εξωμοσίας. Και αυτό το κράταγαν μέχρι την ανταλλαγή των ελληνοτουρκικών πληθυσμών. Την εικόνα της πολιούχου τους Αγίας Παρασκευής την εντοίχισαν στην εκκλησία τους και έτσι την έσωσαν και αυτήν, ενώ οι άλλες εικόνες και τα άλλα ιερά σκεύη της εκκλησίας καταστράφηκαν. Μέχρι την ημέρα της παραμονής τους στην Ελλάδα γιόρταζαν τη μνήμη της Αγίας Παρασκευής και οι γυναίκες άναβαν κεριά στους τάφους των συγγενών τους το ψυχοσάββατο.
Σε πολλά χωριά της Δυτικής Μακεδονίας επίσης σημειώθηκαν εξισλαμισμοί κατοίκων τους. Πρόκειται για τους ονομαζόμενους Βαλαάδες (από τον όρκο τους Βαλλαχί = μα τον Θεό) ή Φούτσιδες (από το φούτσι μ’ = αδελφούτσι μου), οι οποίοι ήταν σκορπισμένοι ανάμεσα σε ελληνικού πληθυσμούς και κατοικούσαν στους καζάδες της Ανασελίτσας, των Γρεβενών και της Ελασσόνας. Ήταν γεωργοί και κτηνοτρόφοι και από την τουρκική γλώσσα γνώριζαν μόνο μερικές εκφράσεις: Βαλλαχά (μά τον Θεό), σελαμαλεκούμ (χαίρετε), μερχαμπά (καλώς όρισες). Από τη μωαμεθανική θρησκεία δεν γνώριζαν ούτε τους βασικούς και απλούς τύπους της. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ηπειρώτη αγωνιστή του 1821, του Λάμπρου Κουτσονίκα, τον 19ο αιώνα αποτελούσαν το ¼ του πληθυσμού της κοιλάδας του Αλιάκμονα. Είχαν διατηρήσει την ελληνική γλώσσα, περιποιούνταν τις παλιές εκκλησίες τους και γνώριζαν τα μυστήρια και τις γιορτές της χριστιανικής θρησκείας. Κράτησαν τα έθιμα του γάμου παρόμοια με της περιοχής και διατηρούσαν το χαρακτηριστικό έθιμο της Πρωτοχρονιάς με το κόψιμο της βασιλόπιττας με το κρυμμένο νόμισμα.
Αξιοσημείωτο είναι που πίστευαν στις Μοίρες. Μετά τη γέννηση κάποιου παιδιού επισκέπτονταν το σπίτι αυτό τρεις ηλικιωμένες γυναίκες, οι Μοίρες, προκειμένου να αποφασίσουν για το μέλλον του νεογέννητου. Οι νέες μητέρες έσπευδαν να τις καλοπιάσουν στρώνοντας τραπέζι με ψωμί και κρασί, ενώ έντυναν με όμορφα ρούχα το μωρό και έβαζαν στο μαξιλάρι του όλα τα χρυσαφικά τους. Αυτή η πίστη των Βαλαάδων στις Μοίρες δεν έχει καμιά σχέση με τους Ασιάτες Τούρκους, γιατί ήταν άγνωστη σε αυτούς τέτοια δοξασία. Προκειμένου να δείξουν ότι δεν διέφεραν από τους χριστιανούς έλεγαν: «μια κρουμδότσιφλα μας χουρίζ».
Σύμφωνα με την προφορική παράδοση, ο εξισλαμισμός των Βαλαάδων αρχίζει τα μέσα του 17ου αιώνα, όταν δυο παιδιά από το χωριό Λούφρι οδηγήθηκαν σε σεράγι στην Πόλη (πρόκειται για ιτς ογλάν) και εξισλαμίστηκαν. Ονομάστηκαν Σινάν και Χουσεΐν τσαούς και όταν αργότερα επέστρεψαν στο χωριό τους, βρήκαν πρόσφορο έδαφος για τον προσηλυτισμό των συγχωριανών τους. Ήταν ταλαιπωρημένοι από τις καταπιέσεις των κατακτητών και ήλπιζαν ότι με τον εξισλαμισμό θα γλύτωναν από τα δεινά. Επιπλέον, οι Βαλαάδες ήταν κύριοι όλων των αγρών της περιοχής τους και επομένως οι πιο πλούσιοι είχαν εξισλαμισθεί, προκειμένου να μην χάσουν τα κτήματά τους.
Ωστόσο, οι Βαλαάδες ήταν φιλήσυχοι άνθρωποι, πολύ φιλόξενοι και στα χωριά τους δεν έβλεπε κανείς τζαμιά και μιναρέδες. Τα σπίτια τους ξεχώριζαν από τα παράθυρα των γυναικείων διαμερισμάτων, που ήταν πιο ψηλά από των ανδρών. Με τη συνθήκη της Λωζάννης (1923) κρίθηκαν ανταλλάξιμοι (τραγική συνέπεια της ψυχρής διπλωματίας), έφυγαν κλαίγοντας από την πατρίδα τους και εγκαταστάθηκαν σε διάφορα μέρη της Τουρκίας (βλ. Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία της Μακεδονίας, σ. 324-327).
(συνεχίζεται)
Φιλόλογος – Ιστορικός
Δρ Ιστορικού και Αρχαιολογικού Τμήματος Α.Π.Θ.
Διευθυντής 2ου ΓΕΛ Κατερίνης
** Το πρώτο μέρος εδώ: https://pierikialithia.blogspot.com/2021/01/blog-post_787.html
*** Το δεύτερο μέρος εδώ: https://pierikialithia.blogspot.com/2021/01/2_17.html
**** Το τρίτο μέρος εδώ: https://pierikialithia.blogspot.com/2021/01/3.html