Να μην ξεχνάμε
Η μνήμη καίει. Και όσο είναι ανάγκη να συγχωρέσουμε τον παλιό εχθρό και να καταλάβουμε τι έγινε, άλλο τόσο ανάγκη είναι να μην ξεχάσουμε.
Ιδίως τώρα, που φιλοξενούμε στην πατρίδα μας τα θύματα μιας άλλης προσφυγιάς.
Θα μιλήσω με ιστορίες. Τέτοιες μέρες, τον Σεπτέμβρη του 1922, καιγόταν η Σμύρνη. Τα ορφανά του ορφανοτροφείου τα είχε μαζέψει ο Χρυσόστομος, ο μητροπολίτης, μέσα στην Αγία Φωτεινή. Απ’ έξω, οι Τσέτες έφεραν ντενεκέδες με πετρέλαιο και τους έβαλαν φωτιά. Τα ορφανά μέσα έβλεπαν τον τρούλο να καταρρέει από την φωτιά πάνω στα κεφάλια τους. Ευτυχώς ο Χόρτον, ο Αμερικανός πρόξενος, μεσολάβησε στους Τσέτες, κι έτσι ο Χρυσόστομος οδήγησε τα ορφανά έξω από τον ναό, όπου τα παρέλαβε ο Χόρτον. Την μοίρα του Χρυσόστομου την ξέρουμε όλοι. Τον κατακρεούργησαν.
Την ιστορία την αφηγήθηκε στον συνεργάτη μου το 2000 ένας ράφτης Πειραιώτης, και μαρξιστής, όπως έλεγε, που ήταν ένα από τα ορφανά της Αγίας Φωτεινής.
Η πρώτη γενιά των προσφύγων πήγε στις πόλεις, όπου έμενε σε άθλιες συνθήκες, σε αντίσκηνα. Καλή ώρα. Αλλά και στην επαρχία, όπου το κράτος τους έδωσε εκτάσεις, βάλτους για να τους κάνουν χωράφια, δάση για να τα ξεχερσώσουν. Το μεγαλύτερο μέρος της πρώτης γενιάς, όσοι δεν είχαν αφήσει τα κόκαλά τους στην Ιωνία, θερίστηκαν από την ελονοσία και την φυματίωση. Οι απόγονοί τους σε κάποιες περιοχές χρωστάνε ακόμα χρήματα στο κράτος για εκείνα τα χωράφια των παππούδων τους, και προσπαθούμε – σήμερα, το 2016 – να τους απαλλάξουμε από το βάρος αυτό.
Έχτισαν τα σπίτια τους, τα παιδιά τους πήγαν στο σχολείο, γιατί στην Μικρασία αγαπούσαν τα γράμματα, έχτισαν εκκλησιές και σχολεία. Και δεν ήταν όλοι οι πρόσφυγες Έλληνες το γένος –να μη ξεχάσουμε τους Αρμένιους που ακόμα μένουν στην Κοκκινιά και αλλού. Κι αυτοί έφαγαν το πικρό ψωμί της προσφυγιάς, όπως λέγαν οι γιαγιάδες μας, μαζί μας.
Και μετά ήλθε ο άλλος πόλεμος. Οπότε όλοι μαζί, γηγενείς και πρόσφυγες, υπερασπίστηκαν την πατρίδα, που την είχαν κυριολεκτικά χτίσει με τα ίδια τους τα χέρια. Τα σχολειά και τις εκκλησίες - και τα χωράφια που είχαν ξεχερσώσει. Και μετά η κατοχή, και ο εμφύλιος.
Αν θέλει κανείς να δει τα γεγονότα που σημάδεψαν την συγκρότηση του ελληνικού έθνους, αν θέλει κανείς να δει τι είμαστε, τι είναι να είσαι Έλληνας σήμερα, ας ακούσει τις ιστορίες των μεγαλυτέρων μας. Οι μισές είναι για τον διωγμό και την προσφυγιά, και οι άλλες μισές από τον εμφύλιο.
Σήμερα, που άλλοι πρόσφυγες, κυνηγημένοι από τον πόλεμο, έχουν καταφύγει στην πατρίδα μας, και προσπαθούμε όλες και όλοι, πέρα από πολιτικές διαφορές, να τους βοηθήσουμε, ας μην ξεχνάμε πως και αυτή εδώ η κοινωνία είναι ζυμωμένη με τις μνήμες του διωγμού και της προσφυγιάς. Και ας θυμηθούμε πώς θα ήθελαν οι πρόσφυγες γονείς και παππούδες και γιαγιάδες μας να τους φερθεί η Ελλάδα, μετά την μικρασιατική καταστροφή. Και ας σκεφτούμε πως κατά κάποιον τρόπο εκείνους βοηθάμε. Τους πρόσφυγες γονείς και παππούδες. Τα σημερινά ορφανά της σημερινής Αγίας Φωτεινής.
Θα κλείσω με κάποιους στίχους του Σμυρνιού Γιώργου Σεφέρη, από τον Τελευταίο σταθμό:
«Πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα μου πεις, φίλε.
Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα, τη σκέψη του αιχμάλωτου,
τη σκέψη του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια,
δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς».