Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2021

Παράγοντες φθοράς του ελληνισμού επί τουρκοκρατίας

γράφει ο Παναγιώτης Γ. Αλεκάκης *

Οι εθνικές περιπέτειες πριν την τουρκική κατάκτηση είχαν ήδη καταστρέψει τις ελληνικές περιοχές και αποδεκατίσει τον πληθυσμό τους. Από τα χρόνια της λατινικής κυριαρχίας, οι αδιάλειπτοι πόλεμοι, οι ενδοβαλκανικοί ανταγωνισμοί, η επέκταση των Σέρβων και η κάθοδος των Αλβανών, οι μεγάλες εσωτερικές κρίσεις του 14ου αιώνα, η ληστεία και η πειρατεία συνετέλεσαν στην ακόμη μεγαλύτερη φθορά του ελληνικού στοιχείου.

Ιδιαίτερος λόγος πρέπει να γίνει γύρω από τους εξισλαμισμούς και το παιδομάζωμα, γύρω από την αιχμαλωσία και την πειρατεία, που ήταν οι κυριότεροι συντελεστές της φθοράς του ελληνικού πληθυσμού στα χρόνια της τουρκικής κυριαρχίας.

Το παιδομάζωμα ήταν η επαχθέστερη μορφή από όλες τις κατηγορίες του εξισλαμισμού. Επρόκειτο για τη βίαιη στρατολογία νέων χριστιανών, οι οποίοι εκπαιδεύονταν και κυρίως κατατάσσονταν στο σώμα των επίλεκτων γενιτζάρων. Κατά πάσα πιθανότητα το παιδομάζωμα εισήχθη επί Μουράτ Β΄ (1421-1451) πριν το 1430 (Ο Απ. Βακαλόπουλος, Προβλήματα της ιστορίας του παιδομαζώματος, Ελληνικά 12, 1954, σ. 274 κ.ε., πιστεύει ότι είναι και παλιότερος ο θεσμός αυτός, που είχε αρχίσει επί Μουράτ Α΄ (1362-1389) και ότι αναδιοργανώθηκε ριζικά επί Μουράτ Β΄). Κατά τακτά διαστήματα διατασσόταν η στρατολογία χριστιανοπαίδων λαμβάνοντας ως βάση τα μητρώα που τηρούσαν οι τοπικές ή κοινοτικές αρχές.

Ο σουλτάνος με την επιβολή του θεσμού των γενιτσάρων συγκέντρωσε την εξουσία στα χέρια του και έτσι σφράγισε το κράτος του με τον ασιατικό δεσποτισμό. Οι γενίτσαροι έγιναν οι δούλοι της Πύλης (kapi kullari) και σ’ αυτούς στηρίζει πλέον τη δύναμη και την αίγλη του οίκου του και του στρατού. Κάποτε οι γενίτσαροι έπαιρναν τιμάρια και θέσεις διοικητών στις επαρχίες και έτσι αντιμετώπιζε ο σουλτάνος ενδεχόμενη απειλή από παλιές τουρκικές οικογένειες.

Οι στρατευόμενοι ήταν συνήθως 15-20 ετών, οι ατζέμ ογλάν, όπως ονομάζονταν, στην αρχή κάθε 5 χρόνια και κατόπιν κάθε 4, 3, 2, ανάλογα με τις ανάγκες του πολέμου. Παράλληλα, χωριστά βέβαια, γινόταν και μάζωμα παιδιών μικρότερης ηλικίας, κυρίως 6-10 ετών, που προορίζονταν για την υπηρεσία των σουλτανικών σεραγιών. Είναι οι λεγόμενοι ιτς ογλάν, δηλαδή του εσωτερικού, των ανακτόρων, των οποίων η αρπαγή γινόταν μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα..

Διαταγή του σουλτάνου του έτους 1601, που απευθύνεται προς τον beyler-bey Ρουμελίας και τους διοικητές του σώματος των γενιτζάρων, μας δίνει ακριβείς ειδήσεις περί του τρόπου στρατολογίας:

«Άμα τη λήψει του παρόντος αυτοκρατορικού φιρμανίου μου καθίσταται γνωστόν ότι από της συστάσεως του μεγάλου Οσμανικού κράτους και του θεοφρουρήτου Χαλιφάτου του θεοπέμπτου προφήτου των πιστών, είθισται όπως δια την σύστασιν και οργάνωσιν των γενναίων γενιτζαρικών μου ταγμάτων στρατεύωνται και αποστέλλωνται εις τα οτζάκια των γενιτζάρων οι από των 15 έως 20 ετών καλλίμορφοι, αρτιμελείς και προς πόλεμον κατάλληλοι νέοι των απίστων.

Έχοντες την υψηλήν επιθυμίαν, όπως και εφέτος εφαρμοσθή το έθιμον τούτο προς ενίσχυσιν των γενιτζαρικών οτζακίων, διατάσσομεν και παραγγέλλομεν, όπως άμα τη λήψει του παρόντος φιρμανίου διορίσητε και αποστείλητε αμέσως ικανόν αριθμόν μπουμπασίρηδων, ίνα δι’ αυτών επιληφθήτε το ταχύτερον της επιλογής και αποστολής των νέων γενιτζάρων.

Γνωρίσατε επίσης ότι οι αποσταλησόμενοι μπουμπασίρηδες καθ’ υψηλήν μου εντολήν θα έχωσιν το δικαίωμα, όπως, εφ’ όσον παρίσταται ανάγκη, εφαρμόζωσιν τας διατάξεις του γνωστού φετβά του σεϊχουλισμάτου, συμφώνως προς τον οποίον, όταν τις εκ των απίστων γονέων ή άλλος τις αντιστή εις την παράδοσιν του γενιτζάρου υιού του, θα απαγχονίζηται ευθύς εις το ανώφλιον της θύρας του, του αίματός του θεωρουμένου άνευ αξίας» (βλ. Ι. Βασδραβέλλης, Ιστορικά Αρχεία Μακεδονίας, τ. Β΄, σ. 4).

Από τους στρατολογούμενους οι άλκιμοι προορίζονταν για το στρατό, ονομάζονταν ατζέμ ογλάν και υποβάλλονταν σε επιμελή θρησκευτική και στρατιωτική εκπαίδευση. Άλλοι παραδίδονταν σε ανώτερους αξιωματούχους και άλλοι στην αυλή των σουλτάνων. Μερικοί έφταναν μέχρι τα ανώτατα αξιώματα. Μετά από σκληρή εκπαίδευση εισέρχονταν στο στρατό ή τη διοίκηση και γίνονταν φανατικοί μουσουλμάνοι. Δεν ήταν λίγοι και αυτοί που διατηρούσαν την ανάμνηση της παλιάς τους πίστης. Ο λόγιος της Αναγέννησης Ιανός Λάσκαρις, που επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη το 1491, βρήκε μεταξύ των γενιτζάρων πολλούς που είχαν την ανάμνηση της πρότερης θρησκείας και ευνοούσαν τους πρώην ομοθρήσκους τους.

Το παιδομάζωμα για τον κατακτητή ήταν πηγή ανανέωσης του ανθρώπινου δυναμικού, αλλά για τους σκλαβωμένους ήταν διαρκής αιμορραγία και αιτία δυστυχίας. Το ελληνικό έθνος είδε την «δεκάτη του αίματος» ως την μέγιστη των συμφορών. Ελληνικά και ξένα κείμενα απηχούν την απόγνωση των υπόδουλων. Ο διπλωματικός αντιπρόσωπος της Βενετίας στην Κωνσταντινούπολη γράφει προς τον δόγη στις 4 Απριλίου 1579: «Έμαθα από εμπίστους ανθρώπους ότι οι χριστιανοί υπήκοοι της Πελοποννήσου και της Ελλάδος ευρίσκονται τώρα εις εσχάτην απόγνωσιν και ανέκφραστον λύπην, διότι εις διάστημα είκοσι πέντε ημερών υπέστησαν όλας αυτάς τας ανυποφόρους επιβαρύνσεις, ήτοι να καταβάλουν το συνηθισμένον χαράτσι, να πληρώσουν την αγγαρείαν, να δώσουν τα παιδιά των, ίνα τα κάμουν αζαμογλάνια, να δώσουν αδιακρίτως κατοικίαν και τροφήν εις τους σπαχήδες, οι οποίοι συναθροίζονται δια τον κατά της Περσίας πόλεμον…» (βλ. Κ. Μέρτζιος, Μνημεία Μακεδονικής Ιστορίας, σ. 116).

Για να αποφύγουν το παιδομάζωμα οι κατακτημένοι χριστιανοί κατέφευγαν στα όρη ή επαναστατούσαν. Το 1705 οι κάτοικοι της μακεδονικής Νάουσας αρνήθηκαν να παραδώσουν τα αρσενικά τέκνα τους και έχοντας επικεφαλής τον αρματολό Ζήση Καραδήμο και τους δυο γιους του ύψωσαν τη σημαία της ανταρσίας και διατρέχοντας τα βουνά και τις πεδιάδες των καζάδων της Βέροιας και της Νάουσας, σύμφωνα με τις τουρκικές αρχές, «οι άπιστοι τούτοι φονείς, σχηματίσαντες συμμορίαν εξ εκατόν και πλέον κακούργων, μύρια διέπραξαν και εξακολουθούν να διαπράττουν κακουργήματα» (βλ. Ι. Βασδραβέλλης, τ. Β΄, σ. 112).

Ο θεσμός του παιδομαζώματος πιστεύεται γενικά ότι άρχισε να παρακμάζει από το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα (εποχή κατά την οποία αρχίζει και η παρακμή της ίδιας της οθωμανικής αυτοκρατορίας) και ότι καταργήθηκε χάρη στην αντίδραση των ίδιων των Τούρκων. Η επιθυμία τους να εξασφαλίσουν και στα παιδιά τους καλή σταδιοδρομία οδηγούσε πολλούς να τα παραδίδουν σε χριστιανούς και να τα παρουσιάζουν για δικά τους. Η επιθυμία τους μεγάλωσε περισσότερο, όταν οι γενίτσαροι επί Σουλεϊμάν Α΄ (1520-1566) απέκτησαν το δικαίωμα να παντρεύονται και έτσι εξασφάλισαν μισθό, τιμή και οικογενειακή ζωή. Με την εισδοχή των μουσουλμάνων στο σώμα των ατζέμ ογλάν αρχίζει να παραλύει η πειθαρχία και να εκφυλίζεται ο θεσμός των γενιτσάρων.

Καταργήθηκε οριστικά το 1685, ύστερα από αφαίμαξη του ελληνισμού επί δυο αιώνες και περισσότερο. Είχαμε βέβαια και περιπτώσεις σαν αυτήν της Νάουσας το 1705, που μνημονεύθηκε και προκάλεσε την ανταρσία των Ναουσαίων και δεν ξέρουμε αν τελικά πραγματοποιήθηκε. Τα δύο σώματα των ιτς και ατζέμ ογλάν εξακολούθησαν να υφίστανται μέχρι την εξόντωση των γενιτσάρων το 1826.

(συνεχίζεται)

* Παναγιώτης Γ. Αλεκάκης
Φιλόλογος – Ιστορικός
Δρ Ιστορικού και Αρχαιολογικού Τμήματος Α.Π.Θ.
Διευθυντής 2ου ΓΕΛ Κατερίνης