Πέμπτη 4 Νοεμβρίου 2021

Η Επανάσταση του 1821 στην ελληνική και ξένη ποίηση (β΄ μέρος)

Του Παναγιώτη Γ. Αλεκάκη *

Θα συνεχίσουμε την αναφορά μας στην Επανάσταση του 1821 και την έμπνευση που έδωσε να γραφούν ποιήματα δημώδη και λόγια. Και αυτά απέδωσαν επάξια τη συνέχεια στην πανάρχαια και λαμπρή ποιητική μας κληρονομιά, στην οποία ο σύγχρονος Έλληνας πρέπει να γίνει κοινωνός και αυτό το αξιακό και πνευματικό φορτίο πρέπει να τον καθοδηγεί, γιατί εκφράζει τη μακραίωνη ιστορική διαδρομή του ελληνισμού.

Το αφιέρωμά μας αποτελεί ένα σεμνό προσκύνημα στην αθέατη, αλλά εξίσου σημαντική με τα γεγονότα πλευρά, εκείνη του πνεύματος, των αξιών και των ιδεών, όπως τις εκφράζει ο γνωστός τοις πάσι εμβληματικός στίχος «Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά». Είναι δημώδη και λόγια ποιήματα στα οποία περιγράφονται επεισόδια του Αγώνα, το αδούλωτο πνεύμα των Αγωνιστών και η καθημερινότητά τους. Μέσα από την πένα των λογίων ποιητών τονίζονται τα ιδεώδη που ενέπνευσαν την Επανάσταση. Είναι ποίηση στην οποία μετρήθηκε ο βαθύς πόθος της ελευθερίας με το ανάστημα του θανάτου και γι’ αυτό έγινε γνήσια και απελευθερωτική, έγινε η έκφραση του αγωνιζόμενου έθνους μας.

Τα δύο επόμενα λαϊκά ποιήματα είναι αφιερωμένα στον κλέφτη και το τρίτο στον Ανδρέα Ανδρούτσο, τον πατέρα του Οδυσσέα.

«Τα όπλα του κλέφτου»

Τ’ αντρειωμένου τ’ άρματα δεν πρέπει να πουλιώνται, / Μόν’ πρέπει τους στην εκκλησιά κι εκεί να λειτουργιώνται. / Πρέπει να κρέμονται ψηλά σ’ αραχνιασμένο πύργο, / Η σκούρια να τρώει τ’ άρματα κι η γη τον αντρειωμένο.

«Ο αποχαιρετισμός του κλέφτου»

- ‘…Μάνα σου λέω δεν ημπορώ τους Τούρκους να δουλεύω, / Δεν ημπορώ, δε δύναμαι, εμάλλιασ’ η καρδιά μου∙ / Θα πάρω το τουφέκι μου, να πάω να γίνω κλέφτης, / Να κατοικήσω στα βουνά και στες ψηλές ραχούλες, / Να ’χω τους λόγκους συντροφιά, με τα θεριά κουβέντες, / Να ’χω τα χιόνια για σκεπή, τους βράχους για κρεβάτι, / Να ’χω με τα κλεφτόπουλα καθημερνό λημέρι (= άντρο κλεφτών). / Θα φύγω μάνα και μην κλαις, μόν’ δο’ μου την ευχή σου, / Κι ευχήσου με μανούλα μου, Τούρκους πολλούς να σφάξω∙ / Και φύτεψε τριανταφυλλιά και μαύρο καρυοφύλλι (= είδος δέντρου), / Και πότιζέ τα ζάχαρη και πότιζέ τα μόσκο∙ / Κι όσο π’ ανθίζουν μάνα μου και βγάνουνε λουλούδια, / Ο γιος σου δεν απέθανε και πολεμάει τους Τούρκους∙ / Κι αν έρθει μέρα θλιβερή, μέρα φαρμακωμένη, / Και μαραθούν τα δυο μαζί και πέσουν τα λουλούδια, / Τότε κι εγώ θα λαβωθώ, τα μαύρα να φορέσεις’. / Δώδεκα χρόνοι πέρασαν και δεκαπέντε μήνες, / Π’ ανθίζαν τα τριαντάφυλλα κι ανθίζαν τα μπουμπούκια. / Και μιαν αυγή ’νοιξιάτικη, μια πρώτη του Μαΐου, / Που κελαηδούσαν τα πουλιά κι ο ουρανός γελούσε, / Μεμιάς αστράφτει και βροντά και γίνεται σκοτάδι∙ / Το καρυοφύλλι στέναξε, τριανταφυλλιά δακρύζει, / Μεμιάς ξεράθηκαν τα δυο κι επέσαν τα λουλούδια∙ / Μαζί μ’ αυτά σωριάστηκε κι η δόλια μου μανούλα.

«Ο Ανδρούτσος» (1786)

Τίνος μανούλα θλίβεται, τίνος μανούλα κλαίει; / Τ’ Ανδρούτσ’ η μάνα θλίβεται, τ’ Ανδρούτσ’ η μάνα κλαίει∙ / Με τα βουνά εμάλωνε και τα λιθοβολάει∙ / Εσείς βουνά της Έγριπος και σεις βουνά της Κιόνας / Κι εσείς βουνά της Λιάκουρας οπού ’στε λυπημένα, / Κι εσείς κορίτσια του Δαδιού να λεροφορηθείτε (= να φορέσετε ρούχα πένθιμα). / Ανδρούτσος αποκλείστηκε στο μέγα μοναστήρι, / Δώδεκα μέρες πολεμά, δώδεκα μερονύχτια. / Φέρνουν τόπι’ (= βλήματα για κανόνια) απ’ την Έγριπο, κανόνι’ απ’ την Αθήνα, / Να ρίξουν να χαλάσουνε το μέγα μοναστήρι. / Κι Ανδρούτσος έτρωγ’, έπινε και στρίφτει το μουστάκι. / Μουστάκι μου καραμπογιά και φρύδια μου γραμμένα. / Και τον τσαούση του ’κραξε, κρυφά τον κουβεντιάζει. / - Τσαούση μοίρασ’ το ψωμί και φτιάσε το φαΐ μας / Γιουρούσι θε να κάμομε για να εβγούμε όξω. / Και βρίσκει φίδι (= φιτίλι για δυναμίτιδα) δυνατό και χάλασε το κάστρο. / Κι επάτησαν κι εχούγιαξαν, βάνουν μπροστά τους Τούρκους. / Πιάνουν πασάδες ζωντανούς, μπέηδες σκοτωμένους. / Κι Ανδρούτσος εχουχούτισε (= κραύγασε) με το σπαθί στο χέρι∙ / - Εδώ ’ν’ Ανδρούτσος ξακουστός, Ανδρούτσος ξακουσμένος, / Μάνα με ξέρ’ ο βασιλιάς, με ξέρ’ ο κόσμος ούλος, / Με ξέρουν και τα Τρίκερα που τα ’χω ’γώ καϋμένα.

Το ποίημα αναφέρεται στον πατέρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου, τον καπετάν Ανδρέα Ανδρούτσο (1740-1797) ή Βερούση, Βερούτσο, Μουτσανά. Υπήρξε συμπολεμιστής του Λάμπρου Κατσώνη και κατά τα προεπαναστατικά χρόνια πολέμησε τους Οθωμανούς από ξηρά και θάλασσα.

Στο ποίημα τα βουνά της Έγριπος, της Κιόνας και της Λιάκουρας αναφέρονται σε τοπωνύμια της περιοχής της κεντρικής και ανατολικής Στερεάς Ελλάδας, όπου δραστηριοποιήθηκε ο Ανδρούτσος.

Το μέγα μοναστήρι είναι η Ι. Μ. του Οσίου Λουκά στον Ελικώνα, την οποία είχε ως ορμητήριο ο καπετάν Ανδρέας. Στο περιστατικό που περιγράφεται στο ποίημα οι πολύ λιγότεροι στρατιώτες του πρόβαλαν σθεναρή αντίσταση και κατάφεραν μεγάλα πλήγματα στους επιτιθέμενους Οθωμανούς, υπερασπιζόμενοι τις θέσεις τους και με ελάχιστες απώλειες.

(συνεχίζεται)


* Παναγιώτης Γ. Αλεκάκης, 
Φιλόλογος – Ιστορικός, 
Δρ Ιστορικού και Αρχαιολογικού Τμήματος Α.Π.Θ., 
Διευθυντής 2ου ΓΕΛ Κατερίνης