Πέμπτη 30 Μαρτίου 2017

Οι Έλληνες μετανάστες του χθές και του σήμερα

Οι Έλληνες μετανάστες του χθές και του σήμερα
Γιάννης Τσαπουρνιώτης

Δεκαετία του ΄60. Δεν υπήρχε σπίτι, κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα, που ένας άνθρωπος του να μην είχε μεταναστεύσει στο εξωτερικό. 

Άνθρωποι νέοι, της φτωχολογιάς, απόφοιτοι του δημοτικού, αγρότες, ανειδίκευτοι εργάτες, απλά επαρχιοτόπουλα, αναζήτησαν την τύχη τους και ένα καινούργιο αύριο σε ξένες πατρίδες. 


Νεαρά ζευγάρια, φρεσκοπαντρεμένα, χωρίς να προλάβουν καν να γνωριστούν, δίχως να χαρούν τον γάμο και τον έρωτα, ξενιτεύτηκαν για να επιβιώσουν. Σε πολλές περιπτώσεις οι παππούδες και οι γιαγιάδες ανέλαβαν χρέη γονέων, ανατρέφοντας και μεγαλώνοντας τα εγγόνια τους στην Ελλάδα.

Οι γονείς στο εξωτερικό και τα παιδιά στην πατρίδα. Η επικοινωνία γίνονταν μέσω αλληλογραφίας και η οπτική επαφή ήταν εφικτή μόνο για λίγες ημέρες τον χρόνο. Αρκετά παιδιά συναντούσαν τους βιολογικούς τους γονείς μετά από χρόνια και τα βιώματα ήταν απίστευτα. Τι εμπειρία κι αυτή. Να γνωρίζεις τον πατέρα σου και τη μητέρα σου στην ηλικία των επτά, των δέκα, των δώδεκα ετών.

Αυτή η Γερμανία που σήμερα μας λοιδορεί και μας εμπαίζει (εμείς της δώσαμε το δικαίωμα), ρούφηξε στις φάμπρικες χιλιάδες νέους και νέες που συνέδραμαν αποφασιστικά στην επανασύσταση της οικονομίας της.

«Κλέφτρα ξενιτιά τα παλικάρια κλέβεις, μάγισσα κακιά με τα λεφτά μαγεύεις, πάντα μ΄ απονιά χωρίζεις μάνες και παιδιά», (Το ψωμί της ξενιτιάς, 1970, Στίχοι: Ευάγγελος Ατραίδης και Παύλος Ζεμανίδης, Μουσική: Γιάννης Βασιλόπουλος, 1η εκτέλεση: Στέλιος Καζαντζίδης).

Μέτρησα περίπου 120 τραγούδια (δημοτικά, λαϊκά, ρεμπέτικα, έντεχνα), διηγήματα και ποιήματα που γράφτηκαν για τους ξενιτεμένους. Πόνος, προσμονή, ελπίδα. Αισθήματα που γίνονταν τραγούδια για να απαλύνουν τα χρόνια του χωρισμού.

Πολλοί με την παρέλευση των χρόνων έστησαν δικές τους επιχειρήσεις, έγιναν αφεντικά και παρέμειναν μόνιμοι κάτοικοι εξωτερικού.

Σήμερα τα παιδιά και τα εγγόνια των μεταναστών του ΄60 και του ΄70 αποτελούν τα θύματα των οικονομικών και πολιτικών ατασθαλιών των τελευταίων δεκαετιών. Νέοι και νέες, απόφοιτοι ανώτατων σχολών εξαίρετων πανεπιστημίων, κάτοχοι μεταπτυχιακών και διδακτορικών σπουδών, δεν μπορούν να απορροφηθούν στην Ελλάδα που καταρρέει ηθικά και οικονομικά.

Τα πλούσια βιογραφικά τους προσόντα αναγνωρίζονται σε προηγμένες χώρες του εξωτερικού. Επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων μεταναστεύουν και προσφέρουν με απόλυτη επιτυχία τις υπηρεσίες τους στα ξένα.

Άλλη μορφή μετανάστευσης η σημερινή. Τα σύγχρονα ηλεκτρονικά μέσα κάνουν πιο εύκολη και άμεση την επικοινωνία με τους οικείους. Η Ελλάδα όμως διώχνει άξιους ανθρώπους και «αδειάζει» σε γνώση, χαμηλώνει σε όλα τα επίπεδα και αγωνιά.

Κι αυτή η αγωνία μας έχει καταβάλλει όλους. Ποια θα είναι η τύχη των δικών μας παιδιών; Η ανεργία; Η ξενιτιά;

Μήπως τελικά όλοι οι ξενιτεμένοι επιστήμονες αποτελούν την ελπίδα του τόπου όταν αυτή η χώρα βγει από την κρίση και βρεθεί επιτέλους σε τροχιά ανάπτυξης; Μήπως αυτοί είναι οι κατάλληλοι επενδυτές που πρέπει να αξιολογηθούν και να αξιοποιηθούν έγκαιρα για να έρθουν τα επιθυμητά αποτελέσματα σε οικονομικοκοινωνικό επίπεδο;

Ίσως η μετανάστευση του σήμερα να αποτελέσει τον προπομπό για ένα καλύτερο αύριο αυτού του τόπου. Όσο όμως η Ελλάδα παραμένει διχασμένη και δεν αποφασίζει συλλογικά, οι άξιοι και ικανοί πολίτες της θα φεύγουν μακριά.

«Κάνε Παναγιά η ξενιτιά να πάψει, κι άλλη μάνα πια για χωρισμό μην κλάψει, κι όλα τα παιδιά στο σπίτι τους να ΄ρθουν ξανά».


Γιάννης Τσαπουρνιώτης