Πέμπτη 23 Απριλίου 2015

Η άσπρη κιμωλία και ο μαύρος μαρκαδόρος «Η ποδιά της Ράνιας»της Δομνίκης Καράντζιου



Η άσπρη κιμωλία και ο μαύρος μαρκοδόρος είχαν γίνει πλέον οι καλύτεροι φίλοι. Περνούσαν ανεπανάληπτες στιγμές μέσα στην τάξη. Ο μαρκαδόρος είχε αποκτήσει σιγά σιγά πολλές γνώσεις στα μαθηματικά και στη γλώσσα. Αδυναμία όμως είχε στη Γεωγραφία. Του άρεζε να ακούει για ποτάμια και θάλασσες, για βουνά και πεδιάδες και προσπαθούσε να φανταστεί πώς είναι η φύση από κοντά. Η κιμωλία τον πείραζε όταν ξεχνούσε το μάθημα της προηγούμενης μέρας. Ιδιαίτερα προστατευτική όμως ήταν με τους μαθητές, γιατί όπως έλεγε συχνά στον μαρκαδόρο:

-Δε θυμάμαι να γράφανε τα παιδιά στις μικρές τάξεις τόσα πολλά διαγωνίσματα! οι δάσκαλοι ήταν πιο αυστηροί και τα παιδιά διάβαζαν το μάθημά τους, όμως διαγωνίσματα δεν έγραφαν και δεν είχαν το άγχος των σημερινών παιδιών!
-Πάλι αναπολείς το παρελθόν καημένη κιμωλία! Μα δεν σου είπα πως οι εποχές αυτές πάνε πέρασαν, τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει στην εκπαίδευση, πάνε οι ποδιές και τα άσπρα γιακαδάκια!
Η κιμωλία μόλις άκουσε τις λέξεις «μπλε ποδιές» έλαμψε ολόκληρη και το χρώμα της έγινε τόσο κάτασπρο όσο ποτέ.
-Τι μου θύμησες τώρα! Τις μπλε ποδιές και τα άσπρα πλεκτά γιακαδάκια! Τι ωραίος ο παλιός καιρός!
Ο μαρκαδόρος είχε μετανιώσει που ξύπνησε παλιές αναμνήσεις στην κιμωλία για το σχολείο μια άλλης εποχής, αλλά η αλήθεια είναι πως από τότε που γνωρίστηκαν και έγιναν φίλοι του άρεσε πολύ να του αφηγείται ιστορίες από τον παλιό καλό καιρό όπως έλεγε, λίγο πριν κουρνιάσει στην βάση του άσπρου πίνακα και αποκοιμηθεί.
-Πες μου κιμωλία μια ιστορία με τις ποδιές που φορούσαν τα κορίτσια.
-Οι ποδιές μαρκαδόρε ήταν πανέμορφες. Άλλες τις έραβαν οι μανάδες, άλλες τις αγόραζαν από τα μαγαζιά και τα πλουσιοκόριτσα αγόραζαν τις ποδιές του Τσεκλένη.
-Εσένα ποιες ποδιές σου άρεσαν περισσότερο κιμωλία; Ρώτησε ο μαρκαδόρος και χασμουρήθηκε νωχελικά.
-Εμένα μου άρεσε η ποδιά της Ράνιας.
-Τι ήταν αυτό, μάρκα ρούχων;
Η κιμωλία γέλασε δυνατά.
-Ράνια ήταν το κοριτσάκι που τη φορούσε, ήταν τόσο ωραία και καλοραμμένη που όλα τα κορίτσια τη ζήλεψαν και βάλανε τις μανάδες τους να τους ράψουν την ίδια. Σύντομα όλες οι μαθήτριες φορούσαν ποδιά με το ίδιο σχέδιο και την ονόμασαν η ποδιά της Ράνιας.
Ο μαρκαδόρος είχε πλέον αφεθεί στην αφήγηση της κιμωλίας. Έκλεισε τα μάτια του και άφησε την κιμωλία να συνεχίσει την όμορφη ιστορία της.
-Η ποδιά ήταν στενή στη μέση, κούμπωνε με μικρά κάτασπρα κουμπάκια και τα μανίκια ήταν φουντωτά στον ώμο και στενά στον καρπό. Στη μέση είχε ένα μικρό ζωναράκι και οι πολλές μικρές πιετούλες έδιναν όγκο στο υπόλοιπο της ποδιάς. Τα κοριτσάκια έκαναν σβούρες για να δείξουν πόσο ανοίγει η ποδιά και πόσο φουντωτή μπορούσε να γίνει. Σβούριζαν σβούριζαν και μετά ζαλίζονταν και κάθονταν στην καρέκλα για να συνέλθουν.
-Και τα αγόρια τις κοιτούσαν και τις θαύμαζαν; Ρώτησε μέσα στη νύστα του ο μαρκαδόρος.
-Φυσικά, τα μεγαλύτερα αγόρια τότε χάριζαν ένα λουλούδι από τον κήπο τους στο κορίτσι που έκανε την καλύτερη σβούρα, ήταν αθώα τα αισθήματα και τα πειράγματά τους!
-Τα παιδιά πάντα αθώα είναι και ας παίζουν τώρα τόσα ηλεκτρονικά παιχνίδια.
Η κιμωλία του χαμογέλασε και συνέχισε.
-Έτσι λοιπόν η Ράνια κάθε μέρα ερχόταν στο σχολείο με την καθαρή της ποδιά, την σάκα της στην πλάτη, πάντα χαρούμενη και διαβασμένη. Μια μέρα όμως…
-Τώρα αρχίζει το ενδιαφέρον κομμάτι της ιστορίας, διέκοψε ο μαρκαδόρος.
-Όταν σταματήσεις να με διακόπτεις θα ακούσεις το ενδιαφέρον κομμάτι της ιστορίας, είπε η κιμωλία ελαφρά ενοχλημένη.
Ο μαρκαδόρος συνήθιζε να σχολιάζει και να διακόπτει την κιμωλία όταν αυτή του διηγούνταν με κάθε λεπτομέρεια ιστορίες από τα παλιά, όμως δεν τον παρεξηγούσε γιατί ήξερε τον ανυπόμονο χαρακτήρα του και απλά τον αποδεχόταν όπως ήταν.
-Η Ράνια λοιπόν μια μέρα ήρθε στο σχολείο με μάτια υγρά, με γόνατα γδαρμένα και με την ποδιά της….
-Με την ποδιά της;
-Με την ποδιά της σχισμένη! Απάντησε η κιμωλία.
-Σχισμένη!
Η κιμωλία τώρα ήταν φανερά ενοχλημένη
-Ναι σχισμένη, όχι όμως πολύ, μόνο σε ένα σημείο στο πέτο. Το θέμα είναι ότι η Ράνια ήταν απαρηγόρητη και ξέσπασε σε ένα έντονο κλάμα μπροστά στις συμμαθήτριές της, οι οποίες νόμιζαν ότι έκλαιγε γιατί πονούσε και κάλεσαν αμέσως τη δασκάλα τους. Η κυρία Σοφία έτρεξε στην αυλή και πήρε την μικρή μαθήτρια αγκαλιά. Η Ράνια τότε πρέπει να πήγαινε Τρίτη δημοτικού αν θυμάμαι καλά. Αφού σκούπισε τα δάκρυά της, με το μαντηλάκι που φύλαγε πάντα καθαρό στην τσέπη της ποδιά της, ζήτησε να της πει πού πονάει. Και τότε η μικρή κοίταξε τη δασκάλα στα μάτια. Την αγαπούσε πολύ και της το έδειχνε πάντα είτε με ένα λουλούδι, είτε με ένα κομμάτι κέικ που έφερνε από το σπίτι, είτε με μια καρδούλα που ζωγράφιζε στο μπλοκ. Η Ράνια ήξερε πως αν έλεγε την αλήθεια δε θα στεναχωρούσε την κυρία Σοφία. Η δασκάλα ζήτησε από τα υπόλοιπα κορίτσια να απομακρυνθούν και τις αφήσουν μόνες τους να συζητήσουν. Την κοίταξε στα μάτια και της είπε:
-Ράνια θέλω να μου πεις την αλήθεια. Γιατί κλαις απαρηγόρητα; Θέλω να ξέρω πού πονάς γιατί μπορεί να χρειαστεί να σε πάμε στο νοσοκομείο. Για αυτό σε παρακαλώ πολύ ηρέμησε και πες μου τώρα.
Αυτό το «τώρα» το είπε αυστηρά γιατί ήξερε πως τα παιδιά είναι ικανά να κλαίνε για πολύ ώρα μέχρι να ηρεμήσουν εκτός και αν απαιτήσεις από αυτά, με λίγο αυστηρό τόνο φωνής, να ανοίξουν την καρδούλα τους και να μιλήσουν. Η Ράνια λοιπόν την κοίταξε και πήρε μια βαθιά αναπνοή.
-Ήθελα να κόψω ένα τριαντάφυλλο από μια αυλή και να σας το δώσω. Ήταν το πιο όμορφο τριαντάφυλλο που έχω δει στη ζωή μου! όμως μόλις το άγγιξα και ήμουν έτοιμη να το φυλάξω στον κόρφο μου, όρμησε κατά πάνω μου ένα σκυλί, έτοιμο να με κατασπαράξει. Εγώ από την τρομάρα μου έπεσα στην τριανταφυλλιά και γρατζουνίστηκα, σκίστηκε η ποδιά μου και όπως έτρεχα μου έπεσε το τριαντάφυλλο και ήρθα στο σχολείο με άδεια χέρια. Και το μεσημέρι που θα γυρίσω στο σπίτι η μαμά μου θα με μαλώσει γιατί σκίστηκε η καλή μου ποδιά και της στοίχισε ένα κάρο λεφτά για να μου αγοράσει το ύφασμα.
Η δασκάλα έμεινε με ανοιχτό το στόμα. Από τη μια ανακουφίστηκε που η Ράνια δεν πονούσε σε κάποιο μέρος του σώματός της και έτσι δε χρειαζόταν να επισκεφτούν το νοσοκομείο. Από την άλλη όμως η αγαπημένη της μαθήτρια έζησε μια άσχημη περιπέτεια μόνο και μόνο από την μεγάλη αγάπη που είχε προς αυτήν. Την έσφιξε στην αγκαλιά της και της ψιθύρισε.
-Έλα πάμε στο γραφείο των δασκάλων. Θα περιποιηθούμε την ποδιά σου και κανείς δε θα καταλάβει ότι σκίστηκε. Όσο για το τριαντάφυλλο μη στενοχωριέσαι είναι σαν να μου το έδωσες, σαν να το μύρισα κιόλας. Όμως παιδί μου δεν πρέπει να αγχώνεσαι κάθε πρωί να μου φέρνεις κάτι, εσύ είσαι ένα ζωντανό δώρο στη ζωή μου.
Η Ράνια της χαμογέλασε. Αγαπούσε πολύ τη δασκάλα της και χάρηκε που της είπε την αλήθεια. Τώρα το μόνο που απέμενε ήταν να διορθώσουν την ποδιά της και να καθαρίσουν τα γδαρμένα γόνατα. Η κυρία Σοφία την κάθησε σε μια καρέκλα στο γραφείο της και έβγαλε από το συρτάρι το εργόχειρό της. Ήταν ένα υπέροχο σεμεδάκι με πολλά μικρά κεντημένα τριαντάφυλλα.
-Σαν το τριαντάφυλλο που ήθελα να σας χαρίσω σήμερα το πρωί είναι αυτό κυρία, είπε με ενθουσιασμό η Ράνια.
Η δασκάλα της έκοψε μια μεγάλη ροζ κλωστή και την πέρασε στη βελόνα. Βάζοντας από μέσα το ένα χέρι για να μην τσιμπηθεί το κοριτσάκι, γρήγορα γρήγορα κέντησε στο σημείο που ήταν το σχίσιμο ένα μικρό ροζ τριαντάφυλλο.
-Έλα τώρα, κοίτα ούτε που φαίνεται το σχίσιμο. Το τριανταφυλλάκι το έχει καλύψει και κανένας δεν θα καταλάβει τίποτα. Έπειτα νομίζω ότι είναι τόσο ωραίο που όλα τα κορίτσια θα ζηλέψουν! Είπε η δασκάλα και έδωσε ένα γλυκό φιλί στη Ράνια. Η μικρή ανταπέδωσε το φιλάκι στη δασκάλα της και έτρεξε, όπως όλα τα παιδιά που σύντομα ξεπερνάνε τον πόνο και την στεναχώρια τους, στην αυλή. Το κουδούνι χτύπησε και Ράνια είπε την πρωινή προσευχή. Τα δάκρυα της είχαν πια στεγνώσει και ένα γλυκό χαμόγελο στόλιζε το προσωπάκι της. Το ροζ τριανταφυλλάκι φάνταζε πανέμορφο στο πέτο της και όλα τα κορίτσια το παρατηρούσαν. Και όταν αργότερα ανέβηκε στον πίνακα να λύσει ένα πρόβλημα στην αριθμητική η Ράνια καμάρωνε για το κεντημένο στολίδι της ποδιάς της…….
Η κιμωλία σταμάτησε για λίγο. Ο μαρκαδόρος είχε αποκοιμηθεί και δεν είχε λόγο να συνεχίσει την αφήγηση. Την άλλη μέρα θα συνέχιζε την ιστορία της και θα του έλεγε πως την επομένη από εκείνο το περιστατικό όλα τα κορίτσια είχαν ένα κεντημένο τριαντάφυλλο στο πέτο της ποδιάς τους, το οποίο σιγά σιγά έγινε κάτι σαν έμβλημα του δημοτικού σχολείου. Έγειρε και αυτή στη βάση του μαυροπίνακα και είπε «καλό ξημέρωμα» στον αέρα κι ας μην την άκουγε κανένας, όπως το έλεγε η Ράνια γιατί ήταν πάντα αισιόδοξη και περίμενε την επόμενη μέρα να χαράξει.
Με το πρώτο φως της ημέρας η κιμωλία ξύπνησε και ετοιμάστηκε για τα μαθήματα που θα ακολουθούσαν. Ο μαύρος μαρκαδόρος, χουζουρλής όπως πάντα, ξύπνησε τελευταία στιγμή, όταν χτύπησε το κουδούνι. Τεντώθηκε και χασμουρήθηκε. Κουνήθηκε για να στρώσει το μελάνι του και καλημέρισε την άσπρη κιμωλία.
-Καλημέρα πέρα ως πέρα, είπε με χαρούμενο τόνο φωνής.
-Καλημέρα και σε εσένα μαυροφίλε μου! απάντησε η κιμωλία και δεν έκανε καμία νύξη για την χθεσινή της αφήγηση. Ήταν σίγουρη πως για άλλη μία φορά ο μαρκαδόρος είχε αποκοιμηθεί στη μέση της ιστορίας και δεν άκουσε το τέλος της.
-Σήμερα τι μάθημα έχουμε πρώτη ώρα; Ρώτησε όλο αφέλεια ο μαρκαδόρος.
-Μαθηματικά ξεχασιάρη!  Τον πείραξε η κιμωλία.
Τα παιδιά γρήγορα πλημμύρισαν την τάξη και τακτοποιήθηκαν στα θρανία τους. Η δασκάλα δεν άργησε να φανεί με το βιβλίο των μαθηματικών παραμάσχαλα.
-Σήμερα παιδιά μου θα μάθουμε τα κλάσματα, ένα δύσκολο μάθημα, τους ανακοίνωσε. Θέλω έναν μαθητή να σηκωθεί στον πίνακα, ποιος θα έχει την τιμή σήμερα να γράψει στον άσπρο γυαλιστερό πίνακα;
Ανάμεσα στα πολλά ζωηρά χεράκια, που πάλευε το καθένα να επιβάλλει την ύπαρξή του στον εναέριο χώρο της τάξης, ένα λεπτό κοριτσίστικο χεράκι, το χεράκι της Μαρίνας ξεχώρισε για τη διακριτική του στάση.
-Μαρίνα ο πίνακας είναι όλος δικός σου, είπε η δασκάλα και έδωσε τον μαύρο μαρκαδόρο στη μαθήτρια.
Η Μαρίνα όλο χαρά και καμάρι σηκώθηκε και άρχισε να γράφει. Ο μαρκαδόρος γλιστρούσε στον πίνακα και κοίταζε το χαρούμενο κοριτσάκι, μέχρι που ακινητοποιήθηκε κάποια στιγμή.
-Τι έπαθες μαρκαδόρε; Τέλειωσε το μελάνι σου; Φώναξε από την πίσω μεριά της τάξης η κιμωλία.
-Κιμωλία βλέπεις αυτό που βλέπω ή είσαι μακριά και δεν μπορείς να διακρίνεις;
-Τι βλέπεις μαρκαδόρε και κοκάλωσες; Πες μου και θα σκάσω. 
-Το ροζ τριανταφυλλάκι…το ροζ τριανταφυλλάκι…το ροζ τριανταφυλλάκι που μου έλεγες εχθές αναστήθηκε….ω δεν το πιστεύω…μα είναι στην ίδια θέση όπως το περιέγραψες χθες…στο πέτο από το πουκάμισο όπως στην ποδιά της Ράνιας….
Η κιμωλία δεν πίστευε σε αυτό που άκουγε. Πρώτον της φάνηκε παράξενο που ο μαρκαδόρος θυμόταν την ιστορία, πώς μπορούσε τώρα να γνωρίζει για το τριανταφυλλάκι αφού είχε αποκοιμηθεί….
-Εσύ δεν κοιμόσουν χθες ή έκανες πως κοιμόσουν θεατρίνε; Είπε αυστηρά.
-Άκουγα και κοιμόμουν, κοιμόμουν και άκουγα…είπε διστακτικά ο μαρκαδόρος, μη με κακιώνεις κιμωλία, αφού το ξέρεις τρελαίνομαι για τις ιστορίες σου.
Η κιμωλία του χαμογέλασε.
-Έλα τώρα τι κάνουμε, τι γελάς, δεν μπορώ να γράψω, το μελάνι μου σαν να πάγωσε, σαν να μην κατεβαίνει στη μύτη μου.
-Καλύτερα! Φώναξε από ενθουσιασμό η κιμωλία.
-Με κοροϊδεύεις και από πάνω, τι καλύτερα;
-Καλύτερα, μη γράφεις θα γυρίσουν τα παιδιά προς τον μαυροπίνακα και θα δω και εγώ το τριανταφυλλάκι της Μαρίνας.
-Αυτό δεν το σκέφτηκα κιμωλία, είπε ο μαρκαδόρος και σταμάτησε να γράφει. Το σχέδιο είχε μπει σε εφαρμογή πριν καλά καλά προλάβουν να αντιδράσουν. Τα θρανία γύρισαν προς την πλευρά του μαυροπίνακα και η Μαρίνα κράτησε την κιμωλία στο χεράκι της. Τώρα μπορούσε και η κιμωλία να θαυμάσει το κεντημένο τριανταφυλλάκι. Δάκρυσε από την συγκίνησή της. Την κρατούσε στα χέρια της η κόρη της Ράνιας, ήταν σίγουρη για αυτό. Τα δάκρυα ύγραναν την κιμωλία και δεν μπορούσε να γράψει ούτε αυτή στον πίνακα.
-Φαίνεται παιδιά μου κάτι παράξενο συμβαίνει σήμερα στην τάξη, ο μαρκαδόρος δεν έχει μελάνι και η κιμωλία κατά κάποιον παράξενο τρόπο είναι υγρή. Θέλετε να μην κάνουμε μαθηματικά αυτήν την …
Η δασκάλα δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση της και τα παιδιά πηδούσαν κυριολεκτικά πάνω στις καρέκλες τους. Αυτές οι ξαφνικές αλλαγές του σχολικού προγράμματος ήταν πάντα καλοδεχούμενες.
-Έχω να σας προτείνω κάτι. Σκέφτηκα να κάναμε μια έκθεση στην τάξη μας με αντικείμενα που χρησιμοποιούσαν οι γονείς σας στο σχολείο όταν ήταν μαθητές. Μπορούν δηλαδή να μας δανείσουν τα παλιά τους βιβλία, τις σάκες τους, τα τετράδιά τους, ίσως κάποιο μολύβι, μια σβήστρα ή την ποδιά τους!
Η κιμωλία και ο μαρκαδόρος άκουγαν προσεκτικά τη δασκάλα. Ενθουσιάστηκαν σαν μικρά παιδιά με την ιδέα της δασκάλας.
-Έκθεση παλιών σχολικών αντικειμένων! Τέλεια ιδέα αλλά ποιος έχει κρατήσει πράγματα από το παρελθόν κιμωλία;
-Οι άνθρωποι παλιά κρατούσαν μαρκαδόρε τα αντικείμενά τους γιατί ήταν λίγα αλλά κυρίως γιατί είχαν συναισθηματική αξία για αυτούς. Παλιά ένας μαθητής περνούσε σχεδόν όλες τις τάξεις του δημοτικού με την ίδια σάκα, δεν τις άλλαζαν κάθε χρόνο ούτε είχαν τόσο ωραία σχέδια όπως τώρα.
-Μα γιατί τη λες σάκα και όχι τσάντα; Αναρωτήθηκε ο μαρκαδόρος.
-Γιατί σάκα την έλεγαν τότε. Σάκα ήταν η δερμάτινη σχολική τσάντα η οποία μάλιστα κόστιζε πολλά λεφτά στους γονείς να την αγοράσουν και οι μαθητές τη φυλούσαν σαν τα μάτια τους.
-Καλά λοιπόν κάτσε να ακούσουμε τι θα φέρουν τα παιδιά στην έκθεση, ακούω ενδιαφέρουσες προτάσεις.
-Εγώ θα πω τη μαμά μου να φέρει το τετράδιο της ορθογραφίας, έπαιρνε πάντα υπογραφή γιατί δεν ήταν καλή μαθήτρια και όποτε το βλέπει με βάζει να γράφω πέντε φορές την ορθογραφία! Είπε ένας μαθητής.
-Εγώ θα φέρω μια σβήστρα που είχε ο μπαμπάς μου στρογγυλή σαν δίσκος που έσβηνε λέει όταν έγραφε με στιλό, προθυμοποιήθηκε ένας άλλος.
-Εγώ κυρία θα φέρω τη σάκα της μαμάς μου, είναι σκισμένη και διαλυμένη αλλά η μητέρα μου δεν τη πετάει γιατί λέει της θυμίζει τα παιδιά της χρόνια.
Η δασκάλα χάρηκε πολύ που οι μαθητές της ενθουσιάστηκαν με την πρόταση που είχε να διοργανώσουν έκθεση παλιών σχολικών αντικειμένων. Η Μαρίνα ευγενικά πήρε το λόγο και ανακοίνωσε στην τάξη της.
-Εγώ θα φέρω την ποδιά της μαμάς μου, την έχει στο ντουλάπι μαζί με κάτι σεμεδάκια που κεντούσε όταν ήταν μικρή. Η ποδιά της είναι πολύ ωραία, μου είπε πως όλες οι μαθήτριες την θαύμαζαν για ένα μικρό ροζ τριανταφυλλάκι που είχε στο πέτο της, όπως αυτό που μου κέντησε χθες το απόγευμα όταν της πήγα γυρνώντας από το σχολείο ένα ροζ τριαντάφυλλο. Ήταν η πρώτη φορά που είδα τη μαμά μου να δακρύζει με ένα λουλούδι! Είπε το κοριτσάκι.
Η κιμωλία δάκρυσε και αυτή. Τόσο καιρό στην τάξη και δεν είχε παρατηρήσει πως το γλυκό προσωπάκι της Μαρίνας έμοιαζε τόσο καταπληκτικά με το ίδιο γλυκό πρόσωπο της Ράνιας. Και τα ροζ τριανταφυλλάκια τους έμοιαζαν και αυτά το ίδιο καταπληκτικά!
-Έλα κιμωλία σκούπισε τα δάκρυά σου, έχεις μουλιάσει για τα καλά, μετά το κουδούνι θα πρέπει να γράψεις τα κλάσματα, είπε ο μαρκαδόρος και της πρότεινε το σφουγγάρι για να ρουφήξει τα δάκρυα.
Η κιμωλία πρώτη φορά είχε συγκινηθεί τόσο πολύ.
-Ξέρεις τι είναι πιο συγκινητικό μαρκαδόρε στο σχολείο; Ότι περνάνε γενιές και γενιές παιδιών, που παίζουν, γράφουν, μαθαίνουν, γίνονται φίλοι και μαλώνουν, γελάνε και κλαίνε, είναι όλα τους ίδια, είναι όλα παιδιά σε όποια εποχή και αν ζουν.
Ο μαύρος μαρκαδόρος υποκλίθηκε στην άσπρη κιμωλία. Ήταν και αυτός συγκινημένος όχι μόνο από τα παιδιά αλλά από τη φίλη του την κιμωλία που ήταν τόσο συναισθηματική και τόσο ρομαντική.