Η Κυριακή που προηγήθηκε ήταν μια σπουδαία και ξεχωριστή ημέρα για τον ελληνικό αθλητισμό. Η κατάκτηση του κυπέλου στο ευρωμπάσκετ που διοργανώθηκε στο στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, με την τεράστια σε μέγεθος νίκη της Ελλάδας επί της Ρωσίας, έβγαλε στο δρόμο χιλιάδες Έλληνες. Δεν ξέρω πόσοι από τους υποψήφιους συμμετείχαν στο μεγάλο πανηγύρι που στήθηκε σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας. Δεν ήθελα να με παρασύρει η «έκρηξη» της βραδιάς που αναμένονταν μεγάλη σε έκταση και σε θριάμβους. Αν και αγαπούσα τον αθλητισμό και «τρελάθηκα» με την νίκη, έμεινα στο σπίτι, προσηλωμένος στο στόχο της μεγάλης ημέρας που πλησίαζε. Δεν ήμουν ούτε άριστος, ούτε πολύ καλός μαθητής. Ήμουν ένας καλός, το «αουτσάιντερ» που λέμε.
«Κάτι σχετικό με τον αθλητισμό θα μας βάλουν». Με αφορμή το γεγονός που προηγήθηκε, τα προγνωστικά συνέκλιναν στο να «πέσει» θέμα σχετικό.
Εκείνη την περίοδο υπουργοί παιδείας και πολιτισμού ήταν οι αείμνηστοι Αντώνης Τρίτσης και Μελίνα Μερκούρη.
Το θέμα της Έκθεσης:
"Είχα δύο αγάλματα περίφημα, μια γυναίκα κι ένα βασιλόπουλο, ατόφια -φαίνονταν οι φλέβες, τόση εντέλειαν είχαν. Όταν χάλασαν τον Πόρο, τα'χαν πάρει κάτι στρατιώτες, και στ' 'Αργος θα τα πουλούσαν κάτι Ευρωπαίων- χίλια τάλαρα γύρευαν...
Πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα: "Αυτά και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μην καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Γι' αυτά πολεμήσαμε".
Με βάση το παραπάνω απόσπασμα του Μακρυγιάννη να αναπτύξετε τις προσωπικές σας σκέψεις λαβαίνοντας υπόψη και τα ακόλουθα ερωτήματα:
α) Πώς αντιλαμβάνεστε τη στάση του Μακρυγιάννη και ποια είναι, κατά τη γνώμη σας, η σημασία της;
β) Βρίσκετε ότι έχουν επικαιρότητα σήμερα τα λόγια του;
Ποιο επίκαιρο θέμα από αυτό δεν υπάρχει για την σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα.
Κάθε χρόνο, τέτοια εποχή, όταν διεξάγονται οι πανελλήνιες εξετάσεις, αυτή η 15η Ιουνίου του 1987 έρχεται αυτόματα στη σκέψη μου. Συμμερίζομαι το άγχος, την αγωνία, τον κόπο και τις θυσίες μαθητών και γονέων μπροστά σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι της ζωής.
Σε αυτό το σταυροδρόμι αντηχούν ακόμη οι συμβουλές των δικών μου: «Να γίνεις ένας δάσκαλος, καθηγητής, να έχεις ένα σταθερό μισθό, να μην περάσεις τα δικά μας βάσανα».
Δεν μετάνιωσα ποτέ που φοίτησα και αποφοίτησα από το Τμήμα Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ χωρίς να λάβω ποτέ από το συγκεκριμένο χώρο καμιά επαγγελματική και οικονομική απολαβή. Η κατάργηση της επετηρίδας των εκπαιδευτικών και η καθιέρωση του διαγωνισμού του ΑΣΕΠ το 1998, στον οποίο, μαζί με εμένα, εκατοντάδες επιτυχόντες, μη διοριστέοι, αναμένουν ακόμη τη δικαίωση τους από το συμβούλιο της επικρατείας, ήταν καταλυτικοί παράγοντες για την «έξωση» από το χώρο της εκπαίδευσης.
Η γνώση, η μόρφωση, οι εμπειρίες είναι διαχρονικές αξίες και εφόδια που σε ανύποπτο χρόνο εκμεταλλευόμαστε στη ζωή μας. Βέβαια το ιδανικό συνταίριασμα θα ήταν αυτό που σπουδάζεις και αγαπάς, ακόμη και το χόμπι σου, να σε συνοδεύει και στην επαγγελματική σου πορεία.
Πολλές φορές όμως συμβιβάζεσαι αναγκαστικά. Και στη ζωή μας ο συμβιβασμός είναι ένας άγραφος κανόνας που τηρούμε απαράβατα για να επιβιώσουμε. Ειδικά στην εποχή της ανεργίας και της οικονομικής αστάθειας αυτός ο κανόνας κυριαρχεί.
Η εισαγωγή σε ένα ανώτερο ή ανώτατο πανεπιστήμιο δεν πρέπει να αποτελεί τον αυτοσκοπό αλλά την βάση που απαιτείται για να τεθούν και να αξιολογηθούν οι στόχοι για το μέλλον. Κι εγώ κατάφερα τουλάχιστον να μπορώ, με τον τρόπο μου, να αραδιάζω σε λίγες γραμμές τις σκέψεις μου υπερασπίζοντας ως ένας μικρός στρατιώτης τις παραινέσεις του Μακρυγιάννη.
Τα δύο αγάλματα του Μακρυγιάννη αποτέλεσαν την αφετηρία μιας καινούργιας ζωής για χιλιάδες νέες και νέους του ΄87. Αλλά ο αγώνας που ακολούθησε περιλάμβανε πολλές άνισες μάχες. Αυτός ο αγώνας συνεχίζεται ακόμη σε έναν σκληρό, παράλογο, ψυχρό κόσμο που παρακάμπτει απροκάλυπτα τα πτυχία, τη μόρφωση, τη γνώση ξεπουλώντας για λίγα τάλαρα τα ιδανικά για τα οποία αγωνιούσε ο Μακρυγιάννης.
Γιάννης Τσαπουρνιώτης