Το
δέντρο της ελπίδας στο παραμύθι της ζωής
Μια φορά κι έναν καιρό σε μια
παραμυθένια πόλη, σε μια φιλήσυχη οικογένεια, μεγάλωνε ένα παιδί.
Από μικρό είχε διδαχτεί την τάξη,
την συνέπεια, την υπακοή. Απένειμε τιμή και σεβασμό στους γονείς του, στους
δασκάλους του, στους συνανθρώπους του.
Έμαθε να γράφει, να διαβάζει, να
ευχαριστεί, να ευγνωμονεί, να ζητά συγνώμη και να συγχωράει, να εκκλησιάζεται,
να προσεύχεται, να υποκλίνεται στην σημαία της πατρίδας του, να αποφεύγει τις
κακές παρέες, να προσέχει από τους κινδύνους και να μην δέχεται καραμέλες από
αγνώστους.
Στα δώδεκα όμως υπέπεσε σε ένα
σοβαρό παράπτωμα που το κουβαλούσε για χρόνια στην πλάτη του. Σε ένα δέντρο της
γειτονιάς του σκάλισε το όνομα της
αγαπημένης του ομάδας.
Οι φίλοι του τον ενημέρωσαν πως
ένας γέροντας, κάτοικος της περιοχής, τους απείλησε με αυστηρό ύφος ότι θα
καλέσει την αστυνομία για να βρεθεί και να τιμωρηθεί ο ένοχος γιατί το δέντρο
θα ξεραθεί και θα πέσει.
Για μήνες ο μικρός μας φίλος,
αναμένοντας τον αστυνόμο, παρατηρούσε καθημερινά και με κλεφτές ματιές την
πορεία του δέντρου, μήπως ξεραθεί, μήπως γείρει, μήπως πέσει. Κρατούσε μέσα του
την αγωνία χωρίς να την εκμυστηρευτεί και δυσανασχετήσει τους γονείς του.
Πέρασαν πολλά χρόνια. Το παιδί
έγινε άντρας, παντρεύτηκε, έκανε οικογένεια και μεγάλωσε τα δικά του παιδιά.
Το δέντρο αγέρωχο παρέμενε στη
θέση του. Δεν ξεράθηκε τελικά, δεν έπεσε. Ο γέροντας πέθανε και ο αστυνόμος δεν
φάνηκε. Ένα μεγάλο βάρος έφυγε από πάνω του. Σαν να καθάρισε μια ανεξομολόγητη
αμαρτία.
Σε όλη αυτή την πορεία της ζωής
του εκατομμύρια δέντρα κάηκαν από την ανθρώπινη βουλιμία και «απροσεξία» για να
χτιστούν ονειρικά, αυθαίρετα παλάτια. Αμέτρητα δέντρα ξεριζώθηκαν χωρίς κανόνες
και έγιναν καυσόξυλα για τις οικογένειες που δεν διέθεταν την οικονομική
ευχέρεια να ζεστάνουν με άλλο τρόπο το σπιτικό τους.
Τις αρχές και τις αξίες που
διδάχτηκε, τις ακολούθησε σε όλο το βίο του μεταδίδοντας τες και στα αγαπημένα
του τέκνα.
Είδε όμως από κοντά την αδικία, την
αχαριστία, την ανισότητα, το ψέμα και την υποκρισία να κυριαρχούν και να
αποτελούν τις βάσεις εκείνες που απαιτούνται για να ορθοποδήσει και να προκόψει
κάποιος μέσα στην ανθρώπινη ζούγκλα.
Είδε να γκρεμίζονται γύρω του όλα
τα ιδανικά και να τον προδίδουν όλα τα
πρότυπα που ακολούθησε πιστά στη ζωή του.
Είδε συνανθρώπους του να
τιμωρούνται παραδειγματικά για την αλήθεια που τόλμησαν να ξεστομίσουν με
ανιδιοτέλεια, χωρίς φόβο, αλλά με θάρρος και τόλμη.
Είδε το κακό να κυριεύει την
ανθρωπότητα.
Μα αυτός παρέμεινε καλός και
εκτός πραγματικότητας. Σαν κοινός θνητός υπέπεσε κι εκείνος σε λάθη και
αμαρτίες.
Λίγο πριν πεθάνει πήγε να δει το
αγαπημένο του δέντρο. Δεν το βρήκε όμως στη θέση του.
Ρώτησε και έμαθε. Δεν έπεσε μόνο
του. Το έκοψε ο εργολάβος που αγόρασε το οικόπεδο για να φτιάξει πάρκινγκ. Ένα
δέντρο δεν έχει θέση σε μια πόλη που τα αυτοκίνητα είναι περισσότερα από τους
ανθρώπους.
Έφυγε από τη ζωή με ένα μεγάλο
παράπονο. Δεν είδε το δέντρο όρθιο στη θέση του.
Μα άφησε πίσω του πλούσια
κληρονομιά καθώς οι απόγονοι του ακολούθησαν τα δικά του βήματα, τηρώντας
απαράβατα τις θέσεις και τις αρχές του.
Στη μνήμη του φύτεψαν ένα δέντρο
για να τους θυμίζει το παρελθόν, για να μην ξεχνούν τις ρίζες τους, για να
δώσουν ζωή, αισιοδοξία και ελπίδα στην κοινωνία τους.
Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς
καλύτερα.
Γιάννης Τσαπουρνιώτης