ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΚΑΛΦΑ
Η μελέτη της Έλσης Σακελλαρίδου, ομότιμης καθηγήτριας του
ΑΠΘ, «Σύγχρονο Γυναικείο Θέατρο» επανεκδόθηκε το 2012 (η πρώτη έκδοση έγινε το
2006) και περιγράφει με ακρίβεια και γνώση την ευρωπαϊκή γυναικεία συμμετοχή
στη θεατρική δημιουργία. Πρόκειται για μια δραστηριότητα που, με αρχικό
ιδεολογικό υπόβαθρο την κοινωνικοπολιτική κινητικότητα και την αλλαγή των
νοοτροπιών του γαλλικού Μάη του 1968 (σεξουαλική απελευθέρωση, προβλήματα γύρω
από τον έμφυλο λόγο, τη θέση της γυναίκας κλπ), οδήγησε σε μια πολύμορφη αλλαγή
του θεάτρου, η οποία έχει ήδη αποτελέσει διεθνώς ένα καινούργιο μοντέλο για
περαιτέρω αισθητικούς πειραματισμούς και νέες τακτικές παρεμβατισμού στον
ευρύτερο χώρο των παραστασιακών τεχνών.
Η εκτενής αυτή μελέτη συγκρίνει την εικόνα της γυναικείας
θεατρικής γραφής και παραστασιολογίας στις ΗΠΑ και τη Βρετανία με την αρκετά
πιο ρευστή και θολή κατάσταση σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες -Γαλλία, Γερμανία,
Ιταλία και Ελλάδα-, θέτοντας έναν κοινωνικοπολιτικό προβληματισμό μέσα από
διάφορες παραμέτρους διαφορετικότητας - φυλή, τάξη, φύλο. Από αισθητική άποψη,
η μπρεχτική μέθοδος αποτελεί μόνιμο σημείο αναφοράς για την εξελικτική πορεία
του γυναικείου θεάτρου.
Η μελέτη, όπως επισημαίνεται, έχει στόχο αφενός να μυήσει το
ευρύ αναγνωστικό και θεατρικό κοινό σε μια ελάχιστα γνωστή στην Ελλάδα πτυχή
του σύγχρονου θεάτρου, και αφετέρου να εισαγάγει στον ελληνικό επιστημονικό
χώρο και να υποβάλει σε συστηματική θεωρητική και κριτική σκέψη ένα γνωστικό
αντικείμενο που στο εξωτερικό ανθεί σε επίπεδο σπουδών αλλά και καλλιτεχνικής
δράσης.
Ένα άλλο θετικό του βιβλίου είναι πως καθώς εξετάζει τα ξένα
θεατρικά έργα που ανεβάστηκαν στην ελληνική σκηνή (Jenny Erbenbeck, Catherine
Anne, Sarah Kane, Charlotte Keatley, Timberlake Wertenbaker, Paula Vogel κλπ)
παραθέτει και τις παραστάσεις των συντελεστών στην ελληνική σκηνή (σκηνοθέτες,
μεταφραστές και ηθοποιούς) δίνοντάς μας έτσι και μια καλή εικόνα της πρόσληψης
των έργων αυτών από την ελληνικη θεατρική σκηνή και την ταυτόχρονη εννοείται
διεξαγωγή του διαλόγου γύρω από την γυναικεία θεματική (διαφορετικότητα, ταξική
καταγωγή και φύλο).
Το θεατρικό έργο «Οι Καιόμενοι» της Δέσποινας Καλαϊτζίδου (η
οποία αναφέρεται στο βιβλίο της Σακελλαρίδου ως μία πολλά υποσχόμενη φωνή του
γυναικείου θεάτρου) κέρδισε το Β΄ κρατικό βραβείο συγγραφής θεατρικού έργου το
2010. Όπως έγραψε η κριτική, πρόκειται για ένα έργο «με συμβολοποιημένους ρόλους, σε μια
απροσδιόριστη εποχή και τόπο, αναφαίρεται σε μια αδιέξοδη πραγματικότητα που
εγκλωβίζει τους ήρωες στη δίνη της, αλλά και στη συνειδητή ή ασυνείδητα
ενστικτώδικη προσπάθεια απόδρασης από αυτήν».
Τόπος δράσης του έργου είναι η Ελλάδα ενώ η μορφή του
καιόμενου έχει τις ρίζες της όχι μόνο στο ομότιτλο ποίημα του μείζονος ποιητή
της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς Τάκη Σινόπουλου αλλά και σε μια σημαντική μορφή
αυτοπυρπόλησης, όπως αυτή έχει καταγραφεί στην μνήμη της πιερικής
μικροϊστορίας, του αγρότη Βασίλη Χαρισόπουλου.
Αντιγράφω αυτούσιες κάποιες πρωτοσέλιδες ειδήσεις που
αναφέρονται στο συμβάν από τις στήλες της εφημερίδας «Ολύμπιο Βήμα»
(28/4/1987). «Αγρότης καίγεται στην Πλατεία της Κατερίνης για να διατρανώσει τα
δίκαια της αγροτιάς. Ένα τραγικό όσο και παλικαρίσιο τρόπο να διατρανώσει τα
δίκαια της αγροτιάς διάλεξε ο 60χρονος γεωργός Βασίλης Χαρισόπουλος από τη
Σφενδάμη. Στις 11.40 χθες το μεσημέρι κατά τη διάρκεια συλλαλητηρίου που
οργάνωσε η Ομοσπονδία Αγροτικών Συλλόγων Πιερίας αφού ήπιε τοξικό
(δηλητηριώδες) αγροτικό φάρμακο περιέλουσε το σώμα του με βενζίνη και
αυτοπυρπολήθηκε. Πριν προλάβουν να καταλάβουν τι συμβαίνει και να αντιδράσουν
όσοι βρίσκονταν δίπλα του. Στην κασέτα που άφησε ο αυτόχειρας αναφέρει ότι
θυσιάζεται για τα δίκαια της αγροτιάς».
«Το σκηνικό μιας θυσίας» (χρονογράφημα του Κώστα
Δαλακιουρίδη). (28 Απριλίου). «Με την κραυγή αθάνατος κηδεύτηκε χθες στη
Σφενδάμη ο Βασίλης Χαρισόπουλος. Αντιπροσωπείες αγροτών απ΄όλη την Ελλάδα.
Λαϊκό προσκύνημα στον τόπο της θυσίας του. Η κασέτα-Εκατοντάδες στεφάνια- Λαίκό
προσκύνημα στην Πλατεία-Ανακοίνωση της Ελληνικής Αριστεράς-Ψήφισμα του
Σωματείου Εργατουπαλλήλων Αγροτικής Κολινδρού ΑΕ». (29 Απριλίου). «Το δημοτικό
συνμβούλιο απέρριψε πρόταση συμπαράστασης στην οικογένεια Χαρισόπουλου. Με
ψήφους 10-10 (υπερίσχυσε η ψήφος του προέδρου». «Ο ΟΑΣΠ τιμά τον Βασίλη
Χαρισόπουλο. Ημέρα ειρηνικής διαμαρτυρίας η 27η Απρίλη κάθε χρόνο. Αναμνηστική
στήλη στον τόπο της θυσίας του». «Το Κοινοτικό Συμβούλιο Σφενδάμης για τον
Βασίλη Χαρισόπουλο. (13 Μαίου). «Προξένησαν ανυπολόγιστες ζηνμίες σε
παραρτήματα του Υπ. Γεωργίας. ΔΥΟ ΒΟΜΒΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΑΡΙΣΟΠΟΥΛΟ». «Εκδικούμαστε
τον αυτοπυρπολισμό του» δηλώνει ο ΕΛΑ. (15 Μαϊου).
Βεβαίως η ιστορία αποκτά στις σελίδες του βιβλίου και ένα
άλλο περιεχόμενο αφού πριν από τη συγγραφή του θεατρικού έργου είχαν
μεσολαβήσει και τα γεγονότα της νεανικής εξέγερσης του 2008. Πάντως, η υπόθεση
του έργου, με σφιχτούς, πολυεπίπεδους και γρήγορους διαλόγους, καταφέρνει να
μας μιλήσει και για άλλα πράγματα, εκείνα δηλαδή που συγκροτούν ίσως και όλες
τις μελλοντικές «δυστοπίες» των δυτικών κοινωνιών αφού μετά από τις "καταστροφές",
ένα αυταρχικό καθεστώς βρίσκει την ευκαιρία και εγκαθίσταται στην έρημη, πια,
χώρα.
Τα πρόσωπα του έργου (ο Παπάς, η Γριά, η Μαντάμ, ο Λοχαγός,
το Κορίτσι, το Αγόρι, ο Στρατιώτης, η Άννα και η Σοφία) συμπεριφέρονται
αλλόκοτα, δρουν και δεν δρουν, εκστομίζουν παραλογικούς συλλογισμούς αλά
Ιονέσκο, υφίστανται παθητικά τα όσα συμβαίνουν με τον τρόπο του Μπέκετ, ενώ η
συμπεριφορά τους αντιβαίνει στην κυρίαρχη συμβατική εικόνα που έχουμε γι’ αυτούς: τα ράσα του παπά είναι άσπρα και
λερωμένα, ο λοχαγός άγεται και φέρεται σαν σκυλάκι από την ζωώδη, ερωτική
μαντάμ κλπ.
Και κάπου ανάμεσά τους ο Καιόμενος εκείνος που έλουσε το
σώμα του με φωτιά στο κέντρο της πλατείας, μήπως και μπορέσει να ξεσηκώσει το
λαό που χωρίς να το ξέρει, καιγόταν κι εκείνος μαζί του. Μόνη πραγματικότητα,
λοιπόν, ο αυτοπυρπολούμενος Άρης, ο Καιόμενος, «εκείνος που έλουσε το σώμα του
με φωτιά στο κέντρο της πλατείας, μήπως και μπορέσει να ξεσηκώσει τον λαό που
χωρίς να το ξέρει, καιγόταν κι εκείνος μαζί του». Κατά έναν περίεργο ανατρεπτικό
τρόπο τη μορφή του αδικοχαμένου και ηρωικού Άρη εξυμνεί η πόρνη, η Μαντάμ του
έργου, η οποία, πέρα από τις ερωτικές συνδηλώσεις («Ήταν ...ο πιο όμορφος
άνθρωπος που είχα γνωρίσει. Κι ο μόνος που με αγάπησε πραγματικά, άσχετα αν εγώ
δεν μπόρεσα ποτέ να αγαπήσω κανέναν... [...] Είχε κατακόκκινα χείλη. Δεν έχουν
πολλοί άνδρες τόσο κόκκινα χείλη» περιγράφει συγκινητικότατα εκείνο το είδος
της αλληλεγγύης και της παλικαριάς που συναντάμε μόνο στους προικισμένους κάθε
εποχής. Με τα λόγια της (αφήνω επί του παρόντος ασχολίαστο το γεγονός ότι τα
όσα ακολουθούν τα αφηγείται σε μια κούκλα, μεταγράφοντας παράλληλα το ποίημα
του Σινόπουλου): «Όταν τον είδα στην πλατεία ήταν πλέον αργά. Το σώμα του ήταν
ολοφώτιστο και αναδυόταν μια περίεργη μυρωδιά, γλυκιά και όξινη... Μπορούσες
σχεδόν να τη γευτείς, έτσι όπως έμπαινε στα ρουθούνια και στο ανοιχτό από τον
τρόμο στόμα σου... Μόλις κατλάβα ποιος ήταν έτρεξα να τον αγκαλιάσω, αλλά δε
μ’ άφησαν. Με κράτησαν μακριά του. Είχε
μαζευτεί κόσμος να δει το θέαμα... Όλοι έστεκαν ακίνητοι, σαν από κατάπληξη,
σαν από φόβο... Κι εκείνος, φεύγοντας, γινόταν ένα με τον ήλιο του
μεσημεριού... Τι σου λέω, τώρα, παιδί
μου, κι εσένα; Τι καταλαβαίνεις; Φτωχό μου κοριτσάκι... Δεν υπάρχουν άλλοι σαν
κι αυτόν» (σ. 66).
Εν κατακλείδι: «Οι καιόμενοι» της ταλαντούχας Δέσποινας
Καλαϊτζίδου είναι ένα έργο «Σφιχτοδεμένο, γεμάτο grotesque αντιθέσεις και
υπερφορτωμένες δραματικά καταστάσεις, με στέρεη αρχιτεκτονική και ένα
επεξηγηματικού ρόλου τέχνασμα Flash Back». Παράλληλα, «υπεισέρχεται στο κείμενο
ο κοινωνικός προβληματισμός και ιδεολογικά μηνύματα που προσδίδουν ένα
ιδιαίτερο χαρακτήρα σε αυτό το δράμα
που υπερβαίνει το τοπικό,
και το ιστορικώς καθορισμένο, που
τα ρεαλιστικά του στοιχεία περιπλέκονται με τα
υπερρεαλιστικά, σχεδόν αγγίζει τα όρια του συμβολισμού. Ένα κείμενο που
είναι μοντέρνο γιατί είναι φιλικό προς την ελευθερία και προοδευτικό και γιατί υποκινεί την
αυτογνωσία μας». (Πηνελόπη Χριστοπούλου: www.episkinis.gr).