Μια φορά κι έναν καιρό, σ'ένα μικρό χωριό πέρα από την ιστορία και τους τόπους τους γνωστούς, ζούσαν δύο αδέρφια με τη μητέρα τους. Τα αδέρφια ήσαν γεωργοί, όπως οι περισσότεροι χωρικοί. Κάποτε αρρώστησε η μάνα τους, η κυρά Δόμνα κι έφεραν στο σπίτι το μοναδικό γιατρό του χωριού.
"Δεν είναι κάτι σοβαρό. Θα πάρει αυτά τα φάρμακα και θα γειάνει", είπε ο γιατρός, τα έγραψε σ'ένα χαρτί κι έφυγε.
Τί θα κάνουμε αδερφέ, είπε τότε ο πιο μικρός, ο Μιχάλης. Η σοδειά μας φέτος δεν ήταν καλή και τα λεφτά μας σχεδόν σωθήκαν. Πώς θ'αγοράσουμε τα φάρμακα στη μάνα;
Ο πιο μεγάλος αδερφός δεν ήξερε τί να απαντήσει. Ήξερε μόνο πως η μάνα έπρεπε να σωθεί. Σηκώθηκε, έβγαλε από το συρτάρι όσα χρήματα είχαν και πήρε το δρόμο για την πόλη.
Ε, Κίμωνα, που πας, του φώναξε ο μικρός αδερφός. Νομίζεις πως θα σου φτάσουν λίγα κέρματα για ν'αγοράσεις όλα αυτά τα φάρμακα;
Ο Κίμωνας έφυγε σιωπηλός. Δύο ώρες αργότερα περπατούσε στο δάσος των ξωτικών. Λογάριαζε πόσο θα κόστιζαν τα φάρμακα, πόσα χρήματα του έλειπαν κι έλπιζε να βρει κάνα μεροκάματο στην πόλη, για να συμπληρώσει το ποσό. Ξαφνικά ένας περίεργος ήχος, σαν κουδουνάκι, του τράβηξε την προσοχή.
Ταγκλιγκλίν, ταγκλιγκλίν, βοήθεια, βοήθεια, ακούστηκε μία τσιριχτή φωνή.
Ο Κίμωνας κοίταξε γύρω του ξαφνιασμένος. Είχε ακούσει πολλές ιστορίες για τα παράξενα πλάσματα αυτού του δάσους, ωστόσο ο ίδιος δεν είχε συναντήσει ποτέ κανένα. Αρχισε να ψάχνει τριγύρω, μέχρι που είδε ένα μαλλιαρό χεράκι να ξεπροβάλλει πίσω από ένα πεσμένο κορμό δέντρου.
Βοήθεια!
Έτρεξε κοντά και βρήκε ένα ανθρωπάκι, με σουβλερή μύτη και μεγάλα αυτιά, ν'αγωνίζεται να ξεφύγει κάτω από τον κορμό, που είχε πλακώσει το πόδι του.
Δεν έχω ξαναδεί τόσο άσχημο πλάσμα, σκεφτόταν καθώς σήκωνε τον κορμό και το απελευθέρωνε.
Να 'σαι καλά παλληκάρι μου, σου χρωστώ μεγάλη χάρη.
Καθώς του έδενε το πόδι παρατήρησε ότι τα μαλλιαρά δάχτυλά του κατέληγαν σε μικροσκοπικά κουδουνάκια, που έβγαζαν ένα περίεργο κουδούνισμα: ταγκλιγκλίν, ταγκλιγκλιν....
Μόλις το πλασματάκι συνήλθε από τη μεγάλη λαχτάρα, τον κοίταξε με ευγνωμοσύνη.
Πως σε λένε παλληκάρι μου;
Κίμωνα.
Και γιατί φαίνεσαι έτσι στεναχωρημένος; Τί σε βασανίζει;
Ο Κίμωνας του εξήγησε και το ανθρωπάκι συγκινήθηκε.
Μην ανησυχείς. Εγώ θα σου δώσω τα χρήματα που χρειάζεσαι.
Μα όχι, δεν είναι σωστό.
Τί λες! Εσύ μου έσωσες τη ζωή. Ποιός ξέρει τί θα μου συνέβαινε εάν μ'έβρισκε το βράδυ παγιδευμένο κάτω από το δέντρο!
Δεν έκανα τίποτα σημαντικό, δεν μπορώ να τα δεχτώ, επέμεινε ο Κίμωνας.
Λοιπόν, κοίταξε, θα κάνουμε μία συμφωνία. Εγώ θα σου δανείσω τα χρήματα κι εσύ θα μου τα επιστρέψεις με τόκο.
Μα πού θα βρω να σου τα επιστρέψω;
Θα βρεις. Τί δουλειά κάνεις, παιδί μου, πώς είπαμε ότι σε λένε;
Κίμωνα.
Κίμωνα... Εμένα με φωνάζουν Τα Γκλιν Γκλιν.
Χάρηκα πολύ.
Λοιπόν, τί δουλειά κάνεις Κίμωνα;
Γεωργός είμαι.
Ωραία λοιπόν, θα σου δώσω τώρα τα χρήματα για τα φάρμακα της μαμάς σου κι αυτούς εδώ τους σπόρους, είπε κι έβγαλε από την τσέπη του μία χούφτα χρυσούς σπόρους.
Οι σπόροι αυτοί είναι μαγικοί, βγάζουν το καλύτερο σιτάρι. Με τα χρήματα που θα βγάλεις θα μου ξεπληρώσεις το χρέος.
Μα δεν είναι ακόμη η εποχή της σποράς, είπε ο Κίμωνας, μην πιστεύοντας στ'αυτιά του.
Σου είπα, οι σπόροι είναι μαγικοί. Εάν τους σπείρεις αύριο, θα φυτρώσουν σε δέκα μέρες και σε είκοσι μέρες θα 'ρθεις εδώ, στο ίδιο σημείο, να με ξεπληρώσεις.
Μην έχοντας καλύτερη λύση ο Κίμωνας πήρε τα χρήματα και τους σπόρους και συνέχισε το ταξίδι του. Έφτασε στην πόλη το σούρουπο, αγόρασε τα πανάκριβα φάρμακα και του έμεινε και υπόλοιπο για να κοιμηθεί σ'ένα πανδοχείο. Την άλλη μέρα, τα χαράματα, πήρε το δρόμο της επιστροφής. Σαν έφτασε στο σπίτι διηγήθηκε στον αδερφό του την περιπέτειά του και οι δυό τους κίνησαν να σπείρουν τους χρυσούς σπόρους. Σε δέκα μέρες χρυσαφένια στάχυα στόλιζαν το χωράφι τους. Θέρισαν, πούλησαν το σιτάρι και μετά από άλλες δέκα μέρες, ο Κίμωνας πήγε στο σημείο που είχε συναντήσει το παράξενο πλάσμα.
Ώστε ήλθες λοιπόν!
Βέβαια, αφού έτσι συμφωνήσαμε.
Για πες μου, πώς πήγε η σοδειά;
Πολύ καλά, όλα έγιναν όπως τα είπες. Το στάρι μας φύτρωσε σε δέκα μέρες και το πουλήσαμε αμέσως. Δεν έχω δει καλύτερη ποικιλία. Ήδη ήλθαν πολλοί έμποροι και μας ζητάνε κι άλλο.
Και τί θα κάνετε;
Τί μπορούμε να κάνουμε; Αφού τελείωσε.
Αυτούς τους μαγικούς σπόρους μόνο εγώ ξέρω να τους φτιάχνω. Θα σου δώσω λοιπόν σήμερα ένα δάνειο ν' αγοράσεις κι άλλα χωράφια κι άλλους σπόρους για να σπείρεις. Όσο πιο πολύ σπέρνεις τόσο πιο πολλή σοδειά θα έχεις. Σύντομα θα με ξεπληρώσεις και θα βγάλεις και μεγάλο κέρδος.
Δεν ξέρω, απάντησε σαστισμένος ο Κίμωνας. Πρέπει να μιλήσω πρώτα με τον αδερφό μου.
Ωστόσο ο Μιχάλης δε δίστασε καθόλου.
Τέλεια ιδέα. Γιατί δε δέχθηκες αμέσως;
Δεν ξέρω βρε αδερφέ, κάτι δεν μου αρέσει σε αυτό το πλάσμα. Βέβαια μας βοήθησε για να γιατρευτεί η μάνα, δε λέω, μας έδωσε και τους σπόρους κι ανασάναμε λίγο. Αλλά... έχει κάτι... ανατριχιαστικό.
Ο Μιχάλης θύμωσε.
Εγώ λέω ν'αφήσεις τις ανοησίες και να πας να το βρεις αμέσως κιόλας.
Κανονίσαμε να βρεθούμε πάλι αύριο, στο ίδιο σημείο, αλλά δε θέλω να πάω.
Θες να πάω εγώ;
Δεν ξέρω αδερφέ, κάνε ό,τι σε φωτίσει ο Θεός.
Την άλλη μέρα στο σημείο της συνάντησης πήγε ο Μιχάλης.
Τα Γκλιν Γκλιν, Τα Γκλιν Γκλιν, φώναξε.
Μπά, ποιός είσαι εσύ; Και πως ξέρεις τ'όνομά μου, απάντησε μία τσιριχτή φωνούλα και η άσχημη φιγούρα ξεπρόβαλε πίσω από ένα δέντρο.
Είμαι ο αδερφός του Κίμωνα, ο Μιχάλης. Ήλθα να διαπραγματευτώ εγώ τη συμφωνία.
Το Τα Γκλιν Γκλιν χαμογέλασε πονηρά.
Ώστε έτσι λοιπόν. Και γιατί δεν ήλθε ο αδερφός σου;
Ο Κίμωνας είναι λίγο άρρωστος. Πειράζει που ήλθα εγώ;
Το Τα Γκλιν Γκλιν δε φάνηκε να πειράζεται. Στο τέλος της συνάντησης ο Μιχάλης έφυγε με ένα πουγκί χρυσές λίρες κι ένα πουγκί χρυσούς σπόρους.
Πραγματικά, σε λίγους μήνες τα δύο αδέρφια ήταν πλέον πολύ πλούσια. Καθώς όλοι οι έμποροι ήθελαν πια ν'αγοράζουν μόνο το δικό τους στάρι, σχεδόν όλοι οι κάτοικοι των γύρω χωριών αναγκάστηκαν να τους πουλήσουν τα χωράφια τους. Μια μέρα ο Μιχάλης είπε στον αδερφό του.
Κίμωνα ξέρεις τί σκέφτηκα; Με όλα αυτά τα χρήματα, που δίνουμε στο Τα Γκλιν Γκλιν για τους σπόρους και τους τόκους, δε μας μένουν και πολλά από τα κέρδη.
Και τί να τα κάνουμε τα περισσότερα αδερφέ; Και καινούριο σπίτι χτίσαμε κι απ' όλα τα καλά έχουμε κι η μάνα μας είναι μια χαρά.
Δε λέω, αλλά δεν είναι λίγο άδικο εμείς να βάζουμε όλη τη δουλειά και τα πιο πολλά να μένουν στο Τα Γκλιν Γκλιν, που δεν κάνει τίποτα;
Αφού αυτός έχει τους σπόρους αδερφέ.
Ναι, δε λέω.
Τότε;
Σκέφτηκα, να φτιάξουμε δικούς μας μύλους ν'αλέθουμε το στάρι και φούρνους να ψήνουμε ψωμιά για να πουλάμε.
Μα πώς να μαζέψουμε τόσα χρήματα;
Να, ίσως, αν χαμηλώναμε τα μεροκάματα...
Τί λες αδερφέ;
Νομίζω ότι δίνουμε πολλά στους χωρικούς για τις λίγες ώρες που δουλεύουν.
Ο Κίμωνας στεναχωρέθηκε, αλλά ο αδερφός του δεν έπαιρνε από λόγια. Μείωσε τα μεροκάματα κι έφτιαξε μύλους, τα μείωσε κι άλλο κι έφτιαξε φούρνους και πουλούσε το πιο νόστιμο ψωμί της χώρας. Οι παραγγελίες δεν τελείωναν και τα κέρδη ήταν μεγάλα. Τ' αδέρφια διαφέντευαν πλέον όλη την περιοχή. Κάποτε όμως ο Μιχάλης έλαβε ένα κακό μαντάτο και κίνησε να βρει τον αδερφό του κακόκεφος.
Μας ακύρωσαν την παραγγελία από τη μεγάλη χώρα. Βρήκαν, λέει, αλλού πιο καλές τιμές.
Σαν τη δική μας ποιότητα;
Και καλύτερη, λέει.
Μπα, αποκλείεται. Εκτός εάν... Λες το Τα Γκλιν Γκλιν να δίνει κι αλλού σπόρους;
Λες; Θα πάω να το βρω.
Μα δεν μπορούσε να το βρει για μέρες και τα κέρδη άρχισαν να πέφτουν. Τότε ο Μιχάλης πήρε απόφαση να μην πληρώσει κάποιες μέρες τους εργάτες. Τι κι αν θύμωσε, πρώτη φορά τόσο πολύ, ο Κίμωνας! Τι κι αν τον απείλησε πως θα πάρει το μερίδιό του και θα φύγει από το σπίτι μαζί με τη μάνα. Ο μικρός αδερφός δεν άλλαζε μυαλά. Και μια μέρα πήρε την άμαξά του και πήγε πάλι στο δάσος. Αυτήν τη φορά το Τα Γκλιν Γκλιν τον περίμενε στο γνωστό σημείο.
Τί έγινε, Μιχάλη, γιατί έχεις τέτοιο ύφος;
Δεν είσαι τίμιος. Δίνεις σπόρους και σ'άλλους;
Δε θυμάμαι να κάναμε καμιά συμφωνία να πουλάω μόνο σ'εσάς. Έχω κι αλλού δουλειές, ξέρεις.
Μα πουλάνε πιο φθηνά κι όλοι αγοράζουν από αυτούς. Εμείς δεν μπορούμε να ρίξουμε τόσο τις τιμές.
Φταίει που έχετε τόσους χωρικούς στη δούλεψή σας.
Τα χωράφια μας είναι πάρα πολλά. Πώς θα βγαίνει η δουλειά;
Ααα, δεν έχεις καθόλου μυαλό! Θα κρατήσεις τους πιο δυνατούς και θα τους βάλεις να δουλεύουν περισσότερες ώρες.
Σα να μην του άρεσε η ιδέα του Μιχάλη, μα δεν είχε κι άλλη λύση. Πήρε σκεφτικός το δρόμο του γυρισμού, μέχρι που είδε δύο άντρες να έρχονται προς το μέρος του, κρατώντας ένα πρόχειρο φορείο, μ' ένα νέο κορίτσι επάνω. Το κορίτσι φαινόταν πολύ άρρωστο. Πίσω ακολουθούσε μία γυναίκα και τρία παιδιά.
Πού πάτε αδερφοί;
Φεύγουμε σ' άλλη χώρα παιδί μου, είπε ο μεγαλύτερος άντρας. Πουλήσαμε όλη μας τη γη στα δύο αδέρφια, που έχουν τους σπόρους τους χρυσούς και μείναμε στη δούλεψή τους. Μα τα μεροκάματα όσο πάνε και λιγοστεύουν και τρεις μέρες τώρα δεν μας πλήρωσαν καθόλου. Το κορίτσι μου αρρώστησε βαριά και δεν έχω λεφτά για το γιατρό. Άκουσα πως στη γαλάζια χώρα ,οι άνθρωποι ζουν από το ψάρεμα, τα ψάρια είναι άφθονα και δεν ανήκουν σε κανένα. Κι είπα να πάρω την οικογένεια και να πάμε να βρούμε την τύχη μας.
Το κορίτσι δε θ'αντέξει τόσο μεγάλο ταξίδι.
Έτσι κι αλλιώς δεν έχω άλλη λύση παιδί μου.
Ο Μιχάλης έβγαλε ένα πουγκί με χρυσές λίρες, τις έδωσε στον άνθρωπο και τον ορμήνεψε να γυρίσει στο σπίτι του. Πήρε στην άμαξά του το κορίτσι με τον μεγάλο αδερφό και τους πήγε στην πόλη, στον καλύτερο γιατρό. Σε λίγες μέρες το κορίτσι, η Αγγέλα, συνήλθε από την αρρώστια και τον ευχαρίστησε. Ο Μιχάλης γύρισε στο σπίτι και τα είπε όλα στον αδερφό του, που είχε ανησυχήσει και τον έψαχνε παντού. Τα δύο αδέρφια σκέφτηκαν πολύ και καταστρώσανε το σχέδιο.
Πούλησαν το μεγάλο σπίτι σ'έναν πλούσιο έμπορο και με τα χρήματα αγόρασαν ένα μικρό σπιτάκι και μία πολύ μεγάλη ποσότητα σπόρους από το Τα Γκλιν Γκλιν, με τη συμφωνία να μην πουλήσει στους ανταγωνιστές για ένα μήνα. Το Τα Γκλιν Γκλιν ξεγελάστηκε και τήρησε τη συμφωνία. Μοίρασαν τη γη στους χωρικούς και κράτησαν μόνο λίγα χωράφια. Και τους μύλους τους χάρισαν και τους φούρνους. Με τους μαγικούς σπόρους οι αγρότες, που ξαναπήραν τη γη τους, έσπειραν και στάθηκαν στα πόδια τους.
Για πολλά χρόνια δεν ξανάδαν το Τα Γκλιν Γκλιν. Παντρεύτηκαν κι έκαναν οικογένειες και ζούσαν ευτυχισμένοι. Μέχρι που ήλθε μια χρονιά, κακή για τους γεωργούς. Τ'αδέρφια βρέθηκαν πάλι σε δυσκολία μεγάλη και, το χειρότερο, αρρώστησε βαριά η μεγάλη κόρη του Κίμωνα. Τότε ήταν που εμφανίστηκε και πάλι το Τα Γκλιν Γκλιν. Τους βρήκε στο δάσος, να κόβουν ξύλα για να ζεσταθούν. Τα δυο αδέρφια τα 'χασαν!
Δεν με περιμένατε φίλοι μου, έτσι;
Όχι, μα την αλήθεια, είπε εκνευρισμένος ο Μιχάλης.
Να, έμαθα τα νέα για την κόρη του Κίμωνα και σκέφτηκα, μήπως χρειάζεστε και πάλι τη βοήθειά μου.
Ο Μιχάλης έκανε να μιλήσει, μα σώπασε. Σεβάστηκε τη λύπη του αδερφού του και του άφησε την απόφαση. Ο Κίμωνας στάθηκε με μάτια υγρά και με σταθερή φωνή απάντησε στο άσχημο πλάσμα:
Να 'σαι καλά Τα Γκλιν Γκλιν, που μας σκέφτηκες, μα δεν έχουμε ανάγκη από βοήθεια. Γύρνα εκεί απ' όπου ήλθες και μην ξαναλογαριάσεις να κάνεις δουλειές μαζί μας.
Το πλάσμα κοκκίνισε, πρασίνισε και τελικά μελάνιασε. Θα 'λεγες πως θα 'σκαγε, έτσι μπλαβί και πρησμένο, με μάτια κόκκινα, σαν ατίθαση φωτιά. Με μιας γύρισε κι έφυγε κι ούτε το ξανάδαν.
Όταν γύρισαν στο σπίτι, βρήκαν πολύ κόσμο. Όλοι έφεραν καλούδια, για να βοηθήσουν τ' αδέρφια, που κάποτε τους βοήθησαν να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους. Και το καλύτερο: η κόρη του Κίμωνα ήταν καλύτερα, με τα φάρμακα που της έδωσε ο γιατρός της χώρας, που δεν ήταν άλλος από τον αδερφό της Αγγέλας.
Έτσι πέρασαν τα χρόνια κι οι αιώνες κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Μόνο το Τα Γκλιν Γκλιν, λένε κάποιοι, πως τριγυρίζει από χώρα σε χώρα κι από εποχή σε εποχή, με τους χρυσούς σπόρους στις τσέπες του και ψάχνει νέους συνεταίρους.