Η ΓΣΕΒΕΕ απέστειλε επιστολή προς την Υφυπουργό Οικονομικών, κα Κ. Παπανάτσιου και τον Γ.Γ. Εμπορίου & Προστασίας Καταναλωτή, κ. Α. Παπαδεράκη σχετικά με την υποχρεωτικότητα προμήθειας ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής.
Συγκεκριμένα η επιστολή αναφέρει ότι:
Όπως ισχύει σύμφωνα με την ΚΥΑ 45231/2017 (ΦΕΚ Β' 1445/27.4.2017), στις 27 Ιουλίου 2017 εκπνέει η προθεσμία για την προμήθεια ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής από ένα μεγάλο υποσύνολο επιχειρήσεων βιοτεχνών, εμπόρων και επαγγελματιών. Ωστόσο, το τελευταίο διάστημα πολλαπλασιάζονται οι αναφορές σχετικά με δυσλειτουργίες που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις στις διαδικασίες αίτησης και έγκρισης προμήθειας τερματικών μηχανών.
Συγκεκριμένα, οι αναφορές εστιάζουν στα εξής:
1) Υπάρχει πλήθος επιχειρήσεων που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα σε εποχιακή βάση και βρίσκονται σε απομακρυσμένες περιοχές, με χαμηλό κύκλο εργασιών και αδυναμία πρόσβασης/ ή και προμήθειας κατάλληλου τεχνολογικού εξοπλισμού εξ αιτίας έλλειψης ψηφιακών υποδομών σε τοπικό επίπεδο. Για αυτές τις επιχειρήσεις, θα πρέπει να ληφθεί μέριμνα ώστε να απαλλαγούν από την υποχρεωτικότητα προμήθειας ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής, για το διάστημα έως και την πλήρη εφαρμογή του μέτρου. Προτείνεται ότι αυτή η διάταξη θα μπορούσε να ισχύει για τις επιχειρήσεις κατ’ αναλογία της ΠΟΛ για τους υπόχρεους συλλογής αποδείξεων με ηλεκτρονικά μέσα (ΠΟΛ 1005/2017, «Φορολογούμενοι που κατοικούν μόνιμα σε χωριά με πληθυσμό έως 500 κατοίκους και σε νησιά με πληθυσμό κάτω των 3.100 κατοίκων, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή»).
2) Οι τράπεζες καθυστερούν ή απορρίπτουν την έκδοση τερματικού μηχανήματος, όταν αξιολογούν ότι η επιχείρηση δεν αποτελεί ελκυστικό πελάτη. Η υποχρεωτική εφαρμογή του μέτρου εγκατάστασης τερματικού ως τις 27 Ιουλίου σε ορισμένες ομάδες επαγγελμάτων θα οδηγεί σε πρόστιμα ύψους 1500€, αλλά είναι άγνωστο τι θα συμβεί αν η υπαιτιότητα για την μη προμήθεια του τερματικού βαρύνει τις τράπεζες ή κάποιον άλλον προμηθευτή. Βραχυπρόθεσμα, θα πρέπει να διερευνηθεί η δυνατότητα παράτασης της υποχρεωτικότητας ως το τέλος του 2017. Προτείνεται να είναι υποχρεωτική η έγγραφη απόρριψη των αιτημάτων από μέρους των τραπεζών, ώστε να υπάρχει αποδεικτικό μέσο για την ελεγχόμενη επιχείρηση.
3) Οι χρεώσεις παραμένουν απαγορευτικές για ορισμένες κατηγορίες επιχειρήσεων, καθώς υπερβαίνουν το 1%, ενώ σε αυτό θα πρέπει να συνυπολογιστούν τα κόστη συντήρησης και προμήθειας του εξαρτήματος. Προτείνεται για λόγους ανταγωνισμού, η επιβολή ορίων χρέωσης στις επιχειρήσεις (που δεν θα υπερβαίνουν το 1%) , σε διαφορετική περίπτωση, να δύναται η επιχείρηση να λειτουργήσει χωρίς να διαθέτει ηλεκτρονικό μέσο πληρωμής (ας επιλέγεται η κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό).
4) Οι δεσμεύσεις/ κατασχέσεις λογαριασμών οδηγούν τις επιχειρήσεις σε αντίστροφη επιλογή, δηλαδή, δημιουργείται κίνητρο διακράτησης χρήματος εκτός του επίσημου τραπεζικού τομέα, γεγονός που επιδρά αρνητικά στην καταθετική βάση, στην χρηματοπιστωτική ευστάθεια, στα φορολογικά έσοδα και στην εξομάλυνση των οικονομικών σχέσεων στην αγορά. Συνέπεια των παραπάνω είναι να αποκτά στρεβλό συγκριτικό πλεονέκτημα η επιχείρηση, η οποία δεν έχει τραπεζικό λογαριασμό και έχει ελάχιστες συναλλαγές με τερματικά POS (αντίθετα με το διακηρυγμένο στόχο των φορολογικών αρχών). Προτείνεται η εφαρμογή ενός ακατάσχετου επιχειρηματικού λογαριασμού, μέσα από τον οποίο θα καλύπτονται κατά προτεραιότητα η μισθοδοσία, οι προμηθευτές, οι λογαριασμοί παγίων.
Η ΓΣΕΒΕΕ εκτιμά ότι οι παραπάνω ενέργειες θα οδηγήσουν άμεσα σε εμπέδωση της εμπιστοσύνης και αποκατάσταση της αλυσίδας συναλλαγών μεταξύ επιχειρήσεων- τραπεζών- φορολογικών αρχών, και καλεί το Υπουργείο να αναλάβει τις αντίστοιχες νομοθετικές πρωτοβουλίες.
Συγκεκριμένα η επιστολή αναφέρει ότι:
Όπως ισχύει σύμφωνα με την ΚΥΑ 45231/2017 (ΦΕΚ Β' 1445/27.4.2017), στις 27 Ιουλίου 2017 εκπνέει η προθεσμία για την προμήθεια ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής από ένα μεγάλο υποσύνολο επιχειρήσεων βιοτεχνών, εμπόρων και επαγγελματιών. Ωστόσο, το τελευταίο διάστημα πολλαπλασιάζονται οι αναφορές σχετικά με δυσλειτουργίες που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις στις διαδικασίες αίτησης και έγκρισης προμήθειας τερματικών μηχανών.
Συγκεκριμένα, οι αναφορές εστιάζουν στα εξής:
1) Υπάρχει πλήθος επιχειρήσεων που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα σε εποχιακή βάση και βρίσκονται σε απομακρυσμένες περιοχές, με χαμηλό κύκλο εργασιών και αδυναμία πρόσβασης/ ή και προμήθειας κατάλληλου τεχνολογικού εξοπλισμού εξ αιτίας έλλειψης ψηφιακών υποδομών σε τοπικό επίπεδο. Για αυτές τις επιχειρήσεις, θα πρέπει να ληφθεί μέριμνα ώστε να απαλλαγούν από την υποχρεωτικότητα προμήθειας ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής, για το διάστημα έως και την πλήρη εφαρμογή του μέτρου. Προτείνεται ότι αυτή η διάταξη θα μπορούσε να ισχύει για τις επιχειρήσεις κατ’ αναλογία της ΠΟΛ για τους υπόχρεους συλλογής αποδείξεων με ηλεκτρονικά μέσα (ΠΟΛ 1005/2017, «Φορολογούμενοι που κατοικούν μόνιμα σε χωριά με πληθυσμό έως 500 κατοίκους και σε νησιά με πληθυσμό κάτω των 3.100 κατοίκων, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή»).
2) Οι τράπεζες καθυστερούν ή απορρίπτουν την έκδοση τερματικού μηχανήματος, όταν αξιολογούν ότι η επιχείρηση δεν αποτελεί ελκυστικό πελάτη. Η υποχρεωτική εφαρμογή του μέτρου εγκατάστασης τερματικού ως τις 27 Ιουλίου σε ορισμένες ομάδες επαγγελμάτων θα οδηγεί σε πρόστιμα ύψους 1500€, αλλά είναι άγνωστο τι θα συμβεί αν η υπαιτιότητα για την μη προμήθεια του τερματικού βαρύνει τις τράπεζες ή κάποιον άλλον προμηθευτή. Βραχυπρόθεσμα, θα πρέπει να διερευνηθεί η δυνατότητα παράτασης της υποχρεωτικότητας ως το τέλος του 2017. Προτείνεται να είναι υποχρεωτική η έγγραφη απόρριψη των αιτημάτων από μέρους των τραπεζών, ώστε να υπάρχει αποδεικτικό μέσο για την ελεγχόμενη επιχείρηση.
3) Οι χρεώσεις παραμένουν απαγορευτικές για ορισμένες κατηγορίες επιχειρήσεων, καθώς υπερβαίνουν το 1%, ενώ σε αυτό θα πρέπει να συνυπολογιστούν τα κόστη συντήρησης και προμήθειας του εξαρτήματος. Προτείνεται για λόγους ανταγωνισμού, η επιβολή ορίων χρέωσης στις επιχειρήσεις (που δεν θα υπερβαίνουν το 1%) , σε διαφορετική περίπτωση, να δύναται η επιχείρηση να λειτουργήσει χωρίς να διαθέτει ηλεκτρονικό μέσο πληρωμής (ας επιλέγεται η κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό).
4) Οι δεσμεύσεις/ κατασχέσεις λογαριασμών οδηγούν τις επιχειρήσεις σε αντίστροφη επιλογή, δηλαδή, δημιουργείται κίνητρο διακράτησης χρήματος εκτός του επίσημου τραπεζικού τομέα, γεγονός που επιδρά αρνητικά στην καταθετική βάση, στην χρηματοπιστωτική ευστάθεια, στα φορολογικά έσοδα και στην εξομάλυνση των οικονομικών σχέσεων στην αγορά. Συνέπεια των παραπάνω είναι να αποκτά στρεβλό συγκριτικό πλεονέκτημα η επιχείρηση, η οποία δεν έχει τραπεζικό λογαριασμό και έχει ελάχιστες συναλλαγές με τερματικά POS (αντίθετα με το διακηρυγμένο στόχο των φορολογικών αρχών). Προτείνεται η εφαρμογή ενός ακατάσχετου επιχειρηματικού λογαριασμού, μέσα από τον οποίο θα καλύπτονται κατά προτεραιότητα η μισθοδοσία, οι προμηθευτές, οι λογαριασμοί παγίων.
Η ΓΣΕΒΕΕ εκτιμά ότι οι παραπάνω ενέργειες θα οδηγήσουν άμεσα σε εμπέδωση της εμπιστοσύνης και αποκατάσταση της αλυσίδας συναλλαγών μεταξύ επιχειρήσεων- τραπεζών- φορολογικών αρχών, και καλεί το Υπουργείο να αναλάβει τις αντίστοιχες νομοθετικές πρωτοβουλίες.