Αντώνη Ι. Ζαρκανέλα
π. Γενικού Διευθυντή Ανάπτυξης
της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης.
Περίληψη Προηγούμενου: Οι Γερμανοί εισήλθαν στην Αθήνα 27 Απριλίου 1941, Κυριακή του Θωμά. Οι Έλληνες, περίεργοι αλλά σιωπηροί, παρακολουθούν τους Γερμανούς να κινούνται προς την Πλατεία Συντάγματος. Πρωθυπουργός αναλαμβάνει ο Στρατηγός Τσολάκογλου ο οποίος λίγες ημέρες πριν και υπό την πίεση μιας δυσμενέστατης στο πολεμικό μέτωπο κατάστασης συνθηκολογεί με τους προελαύνοντες Γερμανούς. Γι’ αυτή του την ενέργεια αλλά και για την ανάληψη της κυβέρνησης στιγματίστηκε και επικρίθηκε. Το αν υπήρξε ή όχι Κουΐσλιγκ, η ιστορία μάλλον αποφάνθηκε αρνητικά.
Η ΠΡΩΤΗ ΚΑΤΟΧΙΚΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΟΡΚΙΖΕΤΑΙ (Συνέχεια)
Από τους Στρατηγούς που συμμετείχαν στην κυβέρνηση Τσολάκογλου μόνον ο Γ. Μπάκος ήταν Γερμανόφιλος εκ πεποιθήσεως. Ήταν θερμός θιασώτης της Γερμανικής (Πρωσικής) Στρατιωτικής «Σχολής». Αλλά μέχρι εκεί. Καμιά σχέση με εθνικοσοσιαλισμό ή ναζισμό.. «..Διοίκησε τον μισό στρατό (7 μεραρχίες και 100.000 άνδρες) και έπαιξε κεφαλαιώδη ρόλο στον θρυμματισμό της εαρινής επίθεσης του Μουσολίνι, τον Μάρτιο του 1941.» (ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ 2011 (1973), τομ.1, σελ. 50).
Σε κάθε περίπτωση και ο ίδιος ο Τσολάκογλου στα Απομνημονεύματά του, υπό μορφή απολογίας, παραθέτει μία σειρά επιχειρημάτων που τον έπεισαν να αναλάβει το βάρος μιας κατοχικής κυβέρνησης για εθνικούς λόγους (π.χ υπήρχε, λέει, άμεσα φόβος επιβολής από τους Ιταλούς μιας σειράς de facto καταστάσεων εις βάρος της ακεραιότητας της χώρας, οπότε, γνωστές πολιτικές προσωπικότητες του συνέστησαν να αναλάβει την ευθύνη αυτή, ενώ σαφείς ήταν και οι εντολές του Πρωθυπουργού Τσουδερού για συνέχιση της απρόσκοπτης λειτουργία της κρατικής μηχανής κλπ). (ΖΑΟΥΣΗΣ 2015(1987), σελ. 317).
Εξάλλου, με βάση «τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας σήμερα, φαίνεται ότι μεγάλη μερίδα του πολιτικού κόσμου ενθάρρυνε τον Τσολάκογλου να σχηματίσει κυβέρνηση. Πράγματι, οι περισσότεροι πολιτικοί και υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί πίστευαν ότι η συγκρότηση ελληνικής κατοχικής κυβέρνησης αποτελούσε προτιμότερη λύση από την πλήρη διάλυση του υφιστάμενου κρατικού μηχανισμού και την απευθείας διοίκηση από τους Γερμανοϊταλούς μέσω σχηματισμού προτεκτοράτου» (ΧΟΥΡΧΟΥΛΗΣ, Δ., 2014, σελ. 217). Αναφέρει μάλιστα ο κομμουνιστής Χατζής ότι οι δύο σημαντικότεροι εκπρόσωποι της βενιζελικής παράταξης, ο Σοφούλης και ο Καφαντάρης, στις επαφές που είχαν με τους εκπροσώπους του ΚΚΕ, πρότειναν να αξιοποιηθεί «..η «αντιμοναρχική διάθεση του Τσολάκογλου, που είχε ανθίσει από τις στήλες των εφημερίδων». (ΧΑΤΖΗΣ, 1982, τομ. Α΄, σελ. 107-108)
Η κυβέρνηση Τσολάκογλου «κατέβαλε προσπάθειες να δαμάσει το χάος και να επιβάλει κάποια τάξη». Λειτούργησαν τα τραίνα (2 Μαΐου), αποκαταστάθηκαν οι τηλεφωνικές και τηλεγραφικές υπηρεσίες (12 Μαΐου) τα καταστήματα, τα κέντρα ήταν, κανονικά, ανοικτά. Αν και η Κυβέρνηση έπρεπε για λόγους σκοπιμότητας να εκδηλώνεται υπέρ των αρχών κατοχής, αυτό ο Τσολάκογλου το έκανε «..για να αφεθεί απερίσπαστος στο έργο του, της περισυλλογής των ερειπίων και της περίθαλψης των πολεμιστών και των πολεμοπαθών..» (ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ, 2011(1973) –Τομ. 1, σελ. 52). Η στελέχωση των «πολιτικών» θέσεων της διοίκησης (Γεν. Γραμματείς Υπουργείων, Νομαρχών κλπ) γινόταν, όπως αναφέρει ο ίδιος ιστορικός, παρακάτω, με αξιωματικούς κυρίως οι οποίοι «..βάδιζαν συνήθως σε προδιαγεγραμμένο σχέδιο, να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση της καταστροφής και να βλάψουν όσο μπορούσαν τον εθνικό εχθρό. Πολλοί τοποθετούνταν, άλλωστε, με υπόδειξη των μυστικών υπηρεσιών των Συμμάχων ή και διαφόρων απελευθερωτικών οργανώσεων» παραθέτοντας ο Γρηγοριάδης και μία προσωπική του εμπειρία εκείνης της εποχής που συνέβη στην βουλγαροπληττόμενη τότε Μακεδονία (Έδεσσα) και τη βοήθεια που είχαν από τον διορισμένο Νομάρχη. Η ίδρυση της Βουλγαρικής Λέσχης στην Θεσσαλονίκη το Μάϊο του 1941 και οι επιπτώσεις της «Εξέγερσης της Δράμας» ενεργοποίησε τον Τσολάκογλου στην δημιουργία μηχανισμού παρακολούθησης και παρεμπόδισης της βουλγαρικής προπαγάνδας στην Μακεδονία, τοποθετώντας στη θέση του Γενικού Επιθεωρητή Νομαρχιών Μακεδονίας τον Συνταγματάρχη Χρυσοχόου Αθ., και την ενίσχυσή του με αριθμό αξιωματικών για τον σκοπό αυτό. Η αποστολή των αξιωματικών αυτών είχε, κατ΄αρχήν επικροτηθεί και από πολιτικούς όπως ο Γεώργιος Παπανδρέου και ο Αλέξανδρος Σβώλος καθώς τα τεκταινόμενα στην Ανατολική Μακεδονία είχαν προκαλέσει μεγάλη ανησυχία στην Αθήνα με υπαινιγμούς ή δηκτικά σχόλια για τον Σβώλο από στελέχη του ΚΚΕ (Χατζής, Μ.Βαφειάδης (ΠΑΠΑΠΟΛΥΒΙΟΥ, Π.,2001, σελ. 49).
Η Κυβέρνηση εκείνη μετήλθε και κάποιων «πονηρών» κινήσεων, ας πούμε, με σημερινούς όρους, κινήσεων «Αυριανισμού», κατηγορώντας το καθεστώς της 4ης Αυγούστου προκειμένου να οικειοποιηθεί εκείνους που είχαν δεινοπαθήσει από την δικτατορία ή που, εν πάση περιπτώσει, ήταν εναντίον της... Ο ίδιος ο Τσολάκογλου σε ημερήσια διαταγή του προς τον πρώην ελληνικό στρατό τον καλούσε να αντισταθεί (!) στην «..προπαγάνδα της καταλυθείσης Κυβερνήσεως και την τρομοκρατία της..». Ο Στρατηγός Μπάκος, Υπουργός Εθνικής Άμυνας, σε άρθρο του κατηγορούσε την κυβέρνηση της 4ης Αυγούστου για προδοσία. Ο Στρατηγός Π. Δεμέστιχας, Υπουργός Εξωτερικών, σε πύρινη αρθρογραφία στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΒΗΜΑ παρουσίαζε, υπερακοντίζοντας και αυτό ακόμη το αντιιμπεριαλιστικό ΚΚΕ, τις ευθύνες του Ελληνικού Μεγάλου Κεφαλαίου, το οποίο σε αγαστή συνεργασία με το Σίτυ του Λονδίνου ενέπλεξε την άτυχη Ελλάδα σ’ αυτόν το πόλεμο. Υποδείχθηκε, μάλιστα, από την Κυβέρνηση Τσολάκογλου προς τις εφημερίδες να παρουσιάζουν σκανδαλοθηρικά αναγνώσματα για οικονομικά σκάνδαλα του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου. Τέλος, κατ’ εντολήν της κατοχικής Κυβέρνησης συνελήφθησαν όσα μέλη της Κυβέρνησης της 4ης Αυγούστου και ανώτεροι αξιωματούχοι της παράμειναν στην Αθήνα ως «υπαίτιοι της καταστροφής» αλλά και ο Αρχιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος. ((ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ, 2011(1973) –Τομ. 1, σελ. 53, ΖΑΟΥΣΗΣ 2015- (1987) , σελ. 320). Η κατοχική κυβέρνηση προκειμένου να δημιουργήσει «λαϊκή βάση» απευθύνθηκε και στους παλιούς πολιτικούς, πολλοί από τους οποίους ήταν φανατικοί βενιζελικοί, όπως φαίνεται και από επίσημες ανακοινώσεις σε εφημερίδες της εποχής, ενώ το σύνολο σχεδόν του κομματικού κόσμου, βενιζελικοί και αντιβενιζελικοί, επισκέπτονταν τον Τσολάκογλου για συνομιλίες και ανταλλαγή απόψεων. Τώρα το αν οι συναντήσεις μεθοδεύτηκαν από την κατοχική κυβέρνηση για να εμφανιστεί ο πολιτικός κόσμος ότι συνομιλεί με αυτήν ή αν κλήθηκαν για να πουν τη γνώμη τους για την αντιμετώπιση των δεινών της χώρας και του λαού -και έκαναν πολύ καλά και πήγαν - και απλώς όλα αυτά κεφαλαιοποιήθηκαν από την κατοχική κυβέρνηση, δεν είναι ξεκαθαρισμένο. Το ότι, όμως, πραγματοποιήθηκαν τέτοιες συναντήσεις, πιστοποιείται από πολλές μαρτυρίες της εποχής. (ΖΑΟΥΣΗΣ 2015- (1987) , σελ. 321).
ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ
Όμως οι κάτοικοι των Αθηνών από την πρώτη ημέρα θεωρούσαν πως πρέπει κάτι να κάνουν. Την περιέργεια των πρώτων ημερών τη διαδέχθηκε η αποστροφή. Έκλειναν οι Αθηναίοι και τα παράθυρα και τα παντζούρια. Και να μην βλέπουν και να μην ακούν. «..Και τα παράθυρα έμειναν πάντα κλειστά. Έκρυβαν το μίσος, μα έδειχναν και το μεγάλο πένθος της πολιτείας. Ήταν παλιά η συνήθεια. Σπίτι που είχε πεθαμένο, δεν άνοιγε τα παράθυρά του. Και την ημέρα εκείνη, όλα τα σπίτια της Αθήνας είχαν κι από ένα νεκρό, τον ίδιο νεκρό» όπως λέει ο Πέτρος Χάρης στο βιβλίο του «Μεγάλη Νύχτα» (ΧΑΤΖΗΠΑΤΕΡΑΣ Κ., Μ. ΦΑΦΑΛΙΟΥ, 1988).
Ο μήνας Μάιος του 1941 ήταν ο πιο δύσκολος μήνας. Ήταν ο μήνας που οι Έλληνες υποδέχονταν στα χωριά και στις πόλεις τους πρώτους τιμημένους νικητές των Αλβανικών βουνών, τραυματίες, νηστικούς και ταλαιπωρημένους να επιστρέφουν, και από την άλλη να βλέπουν τους «νικητές» Ιταλούς να περνούν δίπλα.. Από τις πρώτες ημέρες, ιδιαίτερα οι Αθηναίοι, άρχισαν να νοιώθουν τα πρώτα σημάδια του κακού που ερχόταν. Οι επισιτιστικές δυσκολίες, μέρα με την ημέρα, αύξαναν με επιταχυνόμενους ρυθμούς μέχρι τον Σεπτέμβριο. Οι επιπτώσεις τους, ιδιαίτερα, στην Αθήνα έγιναν σχεδόν αμέσως εμφανείς. Τα είδη διατροφής άρχισαν να σπανίζουν στα καταστήματα τροφίμων, μπακάλικα και μανάβικα, καθώς η επικοινωνία με την ύπαιθρο δυσκόλευε την εισροή αγροτικών προϊόντων και οι αποθήκες είχαν επιταχθεί από τις δυνάμεις κατοχής.
(Συνεχίζεται)