Του Ηρακλή Ρεράκη, Καθηγητή Παιδαγωγικής – Χριστιανικής Παιδαγωγικής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ
Μετά το μάθημα των θρησκευτικών, η πολιτική ηγεσία της χώρας συνεχίζει την επιχείρηση αποορθοδοξοποίησης της Ελλάδας και των Ελλήνων με την σταδιακή κατάργηση της προσευχής, του εκκλησιασμού, του Σταυρού, των Εικόνων.
Μέσα στο Υπουργείο Παιδείας, λίγες μέρες μετά τον Δεκαπενταύγουστο, πετιέται η Εικόνα της μητέρας του Χριστού και όλων των Ορθοδόξων στα σκουπίδια, ενώ ο Πρωθυπουργός της χώρας υποδέχεται τον Πρόεδρο της Γαλλίας με την ελληνική Σημαία κακοποιημένη, καθώς αφαιρέθηκε εσκεμμένα ο Σταυρός από την κορυφή του ιστού της και αντικαταστάθηκε με μια λόγχη.
Η σημερινή πολιτική ηγεσία, πάσχουσα από οξείας μορφής ιδεοληψία, φαίνεται να ακολουθεί πιστά, σταθερά και απροκάλυπτα πλέον τη σκληρή τακτική της ασέβειας, έναντι της ορθόδοξης πίστης, των ιερών, των οσίων και των συμβόλων του ελληνικού λαού. Όμως, αυτή είναι η πίστη πάνω στην οποία στηρίζεται πνευματικά η μεγάλη πλειονότητα του ελληνικού λαού και με τη βοήθεια της οποίας έζησε και επέζησε σε πολύ δύσκολα χρόνια της ιστορίας του ο Ελληνισμός, πολεμώντας με την Παναγία, τον Σταυρό και την πίστη για την ελευθερία της χώρας.
Ωστόσο, δεν ακούστηκε, ποτέ, να ασεβεί αυτή η πολιτική ηγεσία σε βάρος άλλων θρησκευτικών κοινοτήτων της χώρας, δείχνοντας καθαρά ότι εφαρμόζει μια αντιδημοκρατική και αντισυνταγματική πολιτική ανισοτήτων και διακρίσεων σε βάρος όμως της πλειοψηφίας των Ελλήνων πολιτών.
Από την άλλη πλευρά, δείχνει καθαρά τις υλιστικές της προτιμήσεις, όταν διαχωρίζει τους ορθόδοξους σε σώμα και ψυχή και επιλέγει να ασχολείται μόνον με το σώμα και την ύλη τους, ενώ πληγώνει και μαραζώνει, συνεχώς, με τις αποφάσεις και τις πράξεις της, την ψυχή τους.
Περιφρονεί, εχθρεύεται και πολεμά λυσσαλέα και αντιδημοκρατικά την ορθόδοξη πίστη, το μόνο στοιχείο ελπίδας που απέμεινε στον ελληνικό λαό. Το ερώτημα, βέβαια, το οποίο, καθώς φαίνεται, δεν την απασχολεί είναι: Με αυτήν την αντορθόδοξη στάση κερδίζει η χάνει η Ελλάδα, η κοινωνία της, ο πολιτισμός της, η ίδια η πολιτική αυτής της ηγεσίας;
Διότι, αν είχε ερευνήσει το θέμα, θα έβλεπε ότι σε πολλές χώρες και κοινωνίες παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, μέσα από επιστημονικές έρευνες, ότι η πολιτική της αποϊεροποίησης, του υλισμού και της εκκοσμίκευσης, όσο και αν κάποιες κυβερνήσεις ευνόησαν την επικράτησή τους στη συνείδηση των πολιτών, δεν μπόρεσαν να καθιερωθούν ούτε να εξαλείψουν την πίστη από τις ψυχές των ανθρώπων. Το αντίθετο, μάλιστα, αφού ακόμη και οι πιστοί, που πρόσκαιρα αποστατούν και επιχειρούν να αρνηθούν την πνευματική τους φύση και ταυτότητα, δεν το κατορθώνουν, λόγω της οντολογικής τους σύστασης, με αποτέλεσμα να επιστρέφουν στην πίστη, απογοητευμένοι από τα ψυχικά προβλήματα, τα κενά και τα πνευματικά αδιέξοδα που βίωναν μακράν του Θεού και Δημιουργού τους.
Ταυτόχρονα, ο άνθρωπος, επειδή συνειδητοποιεί ότι οι ανθρώπινες και κοινωνικές σχέσεις, όταν βασίζονται στο υλιστικό και ατομικιστικό πρότυπο του ευδαιμονισμού και στερούνται από ένα ηθικό, πνευματικό και πολιτισμικό υπόβαθρο, δεν προσφέρουν αληθινή χαρά και ψυχική πλήρωση στον σύγχρονο άνθρωπο.
Ως κοινωνικό και πολιτισμικό όν, μάλιστα, που είναι, αισθάνεται διωκόμενος και ανελεύθερος, όταν διαπιστώνει ότι του υποτιμούν ή του καταργούν τα «μεγάλα» και «σπουδαία» της ζωής, όπως έλεγε ο Δ. Σολωμός.
Ιδιαίτερα τον τελευταίο καιρό, οι Έλληνες πολίτες αισθάνονται, πέρα από την οικονομική ασφυξία και καταπίεση, μια πνευματική απειλή από πράξεις της πολιτικής ηγεσίας, που στοχεύουν και μεθοδεύουν, αφενός, την ερήμωση και αποξήλωση των αρχών και των αξιών που συνθέτουν την πολιτισμική τους αυτοσυνειδησία και ταυτότητα και, αφετέρου, την, μέσω της παιδείας και των αντιπολιτισμικών δράσεων, καθοδήγηση των παιδιών τους προς ένα πνευματικό και πολιτισμικό συγκρητισμό και αποχρωματισμό, σε μια νέα εποχή παγκοσμιοποιημένης ομογενοποίησης, ορφανής από τις αξίες που νοηματοδοτούν τη ζωή.
Δυστυχώς είμαστε μάρτυρες μιας πολιτικής ηγεσίας που στρέφει την ιστορία, κατά τον 21ου αιώνα, προς τα πίσω σε αυτοκρατορίες και καθεστώτα που δίωξαν, με απύθμενο πάθος την εξ Αποκαλύψεως ορθόδοξη πίστη, προσπαθώντας να την υποκαταστήσουν με μια ενδοκοσμική φιλοσοφικού και ουμανιστικού τύπου άθεη θρησκευτικότητα ή πνευματικότητα.
Μέσα στην παραζάλη της εξουσίας, όμως, δεν έχει συνειδητοποιήσει η παρούσα ηγεσία της χώρας ότι, όπως είναι αδύνατο και αφύσικο να βγάλει ο άνθρωπος μέσα από την καρδιά του το ιερό σύμβολο που λέγεται «μητέρα» που τον γέννησε και τον μεγάλωσε, έτσι δεν μπορεί να αποβάλει και να απορρίψει από μέσα του την πίστη στον Θεό και την «μητέρα» Εκκλησία.
Όταν, μάλιστα, επιχειρήσει κάποιος να το πράξει, τότε το μόνο που πετυχαίνει είναι να καταλήξει στην αίσθηση «των κενών που ζητούν πλήρωση», σύμφωνα με τον Οδ. Ελύτη.
Ο ελληνικός λαός, όσο χαλαρός και αν φαίνεται ότι είναι έναντι της πνευματικής του ταυτότητας, όσο και να καταπιέζεται από τη συσσώρευση των τεχνητών προβλημάτων οικονομικής φύσεως που του δημιούργησαν άλλοι, παραμένει στενά και οντολογικά συνδεμένος με τον Θεό και, πάντως, δεν πρόκειται να αλλοτριωθεί μέσα από χαμηλού επιπέδου, πρόσκαιρα και ανούσια ιδεοληπτικά και καθεστωτικά σχέδια πνευματικής αποδομήσεως.
Πολλά καθεστώτα και πολλές φορές έχουν προσπαθήσει, ανεπιτυχώς στην ιστορία της χώρας, να εφαρμόσουν παρόμοια σχέδια αποπνευμάτωσης του λαού. Οι Ορθόδοξοι πολίτες αυτής της χώρας, όμως, φορούν πάνω από την καρδιά τους, ως φύλακα και σύμβολο αγάπης και θυσίας τον Σταυρό.
Η σημερινή πολιτική ηγεσία, οφείλει να κατανοήσει, να σεβαστεί και να αποδεχθεί, μέσα από δημοκρατική ευαισθησία, το γεγονός ότι η πίστη στον Χριστό επηρεάζει σε ένα μεγάλο βαθμό το φρόνημα, τη συνείδηση, τον χαρακτήρα και τη συμπεριφορά της πλειονότητας του ελληνικού λαού και να παύσει να επιβάλει, μέσα από τα σχολεία, τις πιο αντιδημοκρατικές και απαρχαιωμένες ιδεοληψίες για να την αποδομήσει.
Διότι, αν πραγματικά είχε σχέση με την αληθινή δημοκρατική πολιτική και ήθελε το καλό και το συμφέρον του ελληνικού λαού και του τόπου, θα έπρεπε να ξέρει και να εκτιμά, αφενός το σωτηριακό έργο του Χριστού και τη σημασία του για τον ελληνικό λαό, αφετέρου, τις ηθικοκοινωνικές και πολιτισμικές συνέπειες που έχει αυτό το έργο, ως προς την έμπνευση αρχών και προτύπων που έχουν ανάγκη οι πιστοί, που είναι ταυτόχρονα και πολίτες της χώρας, σε πράξεις αλήθειας, ελευθερίας, αγάπης, ειρήνης, πραότητας, αγαθοσύνης, δικαιοσύνης, φιλανθρωπίας, αλληλεγγύης, ισότητας, αξιοπρέπειας, εντιμότητας, και κάθε άλλης αρετής.
Θα έπρεπε επίσης, η πολιτεία, στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής της πολιτικής, να γνωρίζει ότι η ορθόδοξη αγωγή -τη διδασκαλία της οποίας τόσο πολύ απεχθάνεται, καθώς επιβάλλει αντ’ αυτής μια αντορθόδοξη και συγρητισμική πολυθρησκειακή διδασκαλία- είναι εκείνη που εμπνέει την ορθόδοξη πίστη, την πίστη που δημιουργεί και καλλιεργεί όλους τους πνευματικούς μηχανισμούς της ύπαρξης, με τους οποίους ο πολίτης μπορεί να αντιστέκεται στις καταστρεπτικές δυνάμεις του κόσμου που αλλοτριώνουν και φθείρουν και τον ίδιο και την κοινωνία.
Η ορθόδοξη πίστη και η διδασκαλία της είναι επίσης εκείνη, που γεννά στους χριστιανούς πολίτες την αληθινή και ανιδιοτελή αγάπη, τη θυσία και την προσφορά προς τους άλλους και που αποτελεί το πνευματικό υπόβαθρο και τον εμπνευστικό παράγοντα των κοινωνικών ή φιλανθρωπικών δράσεων, οι οποίες υποβοηθούν τις κοινωνικές υπηρεσίες της χώρας.
Αντί να βλέπει συνεπώς η πολιτεία θετικά όλα αυτά τα πνευματικά στοιχεία, που προσφέρει και καλλιεργεί η ορθόδοξη πίστη και αγωγή στους χριστιανούς πολίτες και, αντί να την εντάσσει στα δικά της εκπαιδευτικά προγράμματα, διώκει ό, τι ορθόδοξο έχει απομείνει στην ελληνική παιδεία, στοχεύοντας προς την αποορθοδοξοποίησή της -στην ουσία προς τον απανθρωπισμό της- και προς τη μετατροπή του σχολείου και του κράτους, σε ουδετερόθρησκο σχολείο και κράτος.
Συμπερασματικά, όμως, αν η πολιτεία με την πολιτική της απεχθάνεται και πολεμά την πίστη του ελληνικού λαού, δηλαδή εκείνο που αγαπά και σέβεται και τιμά και πιστεύει ο λαός εκείνη εννοείται ότι υπηρετεί, τότε έχει ή δεν έχει διολισθήσει, με ραγδαίους ρυθμούς, από το πολίτευμα της δημοκρατίας στον ολοκληρωτισμό;
Μετά το μάθημα των θρησκευτικών, η πολιτική ηγεσία της χώρας συνεχίζει την επιχείρηση αποορθοδοξοποίησης της Ελλάδας και των Ελλήνων με την σταδιακή κατάργηση της προσευχής, του εκκλησιασμού, του Σταυρού, των Εικόνων.
Μέσα στο Υπουργείο Παιδείας, λίγες μέρες μετά τον Δεκαπενταύγουστο, πετιέται η Εικόνα της μητέρας του Χριστού και όλων των Ορθοδόξων στα σκουπίδια, ενώ ο Πρωθυπουργός της χώρας υποδέχεται τον Πρόεδρο της Γαλλίας με την ελληνική Σημαία κακοποιημένη, καθώς αφαιρέθηκε εσκεμμένα ο Σταυρός από την κορυφή του ιστού της και αντικαταστάθηκε με μια λόγχη.
Η σημερινή πολιτική ηγεσία, πάσχουσα από οξείας μορφής ιδεοληψία, φαίνεται να ακολουθεί πιστά, σταθερά και απροκάλυπτα πλέον τη σκληρή τακτική της ασέβειας, έναντι της ορθόδοξης πίστης, των ιερών, των οσίων και των συμβόλων του ελληνικού λαού. Όμως, αυτή είναι η πίστη πάνω στην οποία στηρίζεται πνευματικά η μεγάλη πλειονότητα του ελληνικού λαού και με τη βοήθεια της οποίας έζησε και επέζησε σε πολύ δύσκολα χρόνια της ιστορίας του ο Ελληνισμός, πολεμώντας με την Παναγία, τον Σταυρό και την πίστη για την ελευθερία της χώρας.
Ωστόσο, δεν ακούστηκε, ποτέ, να ασεβεί αυτή η πολιτική ηγεσία σε βάρος άλλων θρησκευτικών κοινοτήτων της χώρας, δείχνοντας καθαρά ότι εφαρμόζει μια αντιδημοκρατική και αντισυνταγματική πολιτική ανισοτήτων και διακρίσεων σε βάρος όμως της πλειοψηφίας των Ελλήνων πολιτών.
Από την άλλη πλευρά, δείχνει καθαρά τις υλιστικές της προτιμήσεις, όταν διαχωρίζει τους ορθόδοξους σε σώμα και ψυχή και επιλέγει να ασχολείται μόνον με το σώμα και την ύλη τους, ενώ πληγώνει και μαραζώνει, συνεχώς, με τις αποφάσεις και τις πράξεις της, την ψυχή τους.
Περιφρονεί, εχθρεύεται και πολεμά λυσσαλέα και αντιδημοκρατικά την ορθόδοξη πίστη, το μόνο στοιχείο ελπίδας που απέμεινε στον ελληνικό λαό. Το ερώτημα, βέβαια, το οποίο, καθώς φαίνεται, δεν την απασχολεί είναι: Με αυτήν την αντορθόδοξη στάση κερδίζει η χάνει η Ελλάδα, η κοινωνία της, ο πολιτισμός της, η ίδια η πολιτική αυτής της ηγεσίας;
Διότι, αν είχε ερευνήσει το θέμα, θα έβλεπε ότι σε πολλές χώρες και κοινωνίες παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, μέσα από επιστημονικές έρευνες, ότι η πολιτική της αποϊεροποίησης, του υλισμού και της εκκοσμίκευσης, όσο και αν κάποιες κυβερνήσεις ευνόησαν την επικράτησή τους στη συνείδηση των πολιτών, δεν μπόρεσαν να καθιερωθούν ούτε να εξαλείψουν την πίστη από τις ψυχές των ανθρώπων. Το αντίθετο, μάλιστα, αφού ακόμη και οι πιστοί, που πρόσκαιρα αποστατούν και επιχειρούν να αρνηθούν την πνευματική τους φύση και ταυτότητα, δεν το κατορθώνουν, λόγω της οντολογικής τους σύστασης, με αποτέλεσμα να επιστρέφουν στην πίστη, απογοητευμένοι από τα ψυχικά προβλήματα, τα κενά και τα πνευματικά αδιέξοδα που βίωναν μακράν του Θεού και Δημιουργού τους.
Ταυτόχρονα, ο άνθρωπος, επειδή συνειδητοποιεί ότι οι ανθρώπινες και κοινωνικές σχέσεις, όταν βασίζονται στο υλιστικό και ατομικιστικό πρότυπο του ευδαιμονισμού και στερούνται από ένα ηθικό, πνευματικό και πολιτισμικό υπόβαθρο, δεν προσφέρουν αληθινή χαρά και ψυχική πλήρωση στον σύγχρονο άνθρωπο.
Ως κοινωνικό και πολιτισμικό όν, μάλιστα, που είναι, αισθάνεται διωκόμενος και ανελεύθερος, όταν διαπιστώνει ότι του υποτιμούν ή του καταργούν τα «μεγάλα» και «σπουδαία» της ζωής, όπως έλεγε ο Δ. Σολωμός.
Ιδιαίτερα τον τελευταίο καιρό, οι Έλληνες πολίτες αισθάνονται, πέρα από την οικονομική ασφυξία και καταπίεση, μια πνευματική απειλή από πράξεις της πολιτικής ηγεσίας, που στοχεύουν και μεθοδεύουν, αφενός, την ερήμωση και αποξήλωση των αρχών και των αξιών που συνθέτουν την πολιτισμική τους αυτοσυνειδησία και ταυτότητα και, αφετέρου, την, μέσω της παιδείας και των αντιπολιτισμικών δράσεων, καθοδήγηση των παιδιών τους προς ένα πνευματικό και πολιτισμικό συγκρητισμό και αποχρωματισμό, σε μια νέα εποχή παγκοσμιοποιημένης ομογενοποίησης, ορφανής από τις αξίες που νοηματοδοτούν τη ζωή.
Δυστυχώς είμαστε μάρτυρες μιας πολιτικής ηγεσίας που στρέφει την ιστορία, κατά τον 21ου αιώνα, προς τα πίσω σε αυτοκρατορίες και καθεστώτα που δίωξαν, με απύθμενο πάθος την εξ Αποκαλύψεως ορθόδοξη πίστη, προσπαθώντας να την υποκαταστήσουν με μια ενδοκοσμική φιλοσοφικού και ουμανιστικού τύπου άθεη θρησκευτικότητα ή πνευματικότητα.
Μέσα στην παραζάλη της εξουσίας, όμως, δεν έχει συνειδητοποιήσει η παρούσα ηγεσία της χώρας ότι, όπως είναι αδύνατο και αφύσικο να βγάλει ο άνθρωπος μέσα από την καρδιά του το ιερό σύμβολο που λέγεται «μητέρα» που τον γέννησε και τον μεγάλωσε, έτσι δεν μπορεί να αποβάλει και να απορρίψει από μέσα του την πίστη στον Θεό και την «μητέρα» Εκκλησία.
Όταν, μάλιστα, επιχειρήσει κάποιος να το πράξει, τότε το μόνο που πετυχαίνει είναι να καταλήξει στην αίσθηση «των κενών που ζητούν πλήρωση», σύμφωνα με τον Οδ. Ελύτη.
Ο ελληνικός λαός, όσο χαλαρός και αν φαίνεται ότι είναι έναντι της πνευματικής του ταυτότητας, όσο και να καταπιέζεται από τη συσσώρευση των τεχνητών προβλημάτων οικονομικής φύσεως που του δημιούργησαν άλλοι, παραμένει στενά και οντολογικά συνδεμένος με τον Θεό και, πάντως, δεν πρόκειται να αλλοτριωθεί μέσα από χαμηλού επιπέδου, πρόσκαιρα και ανούσια ιδεοληπτικά και καθεστωτικά σχέδια πνευματικής αποδομήσεως.
Πολλά καθεστώτα και πολλές φορές έχουν προσπαθήσει, ανεπιτυχώς στην ιστορία της χώρας, να εφαρμόσουν παρόμοια σχέδια αποπνευμάτωσης του λαού. Οι Ορθόδοξοι πολίτες αυτής της χώρας, όμως, φορούν πάνω από την καρδιά τους, ως φύλακα και σύμβολο αγάπης και θυσίας τον Σταυρό.
Η σημερινή πολιτική ηγεσία, οφείλει να κατανοήσει, να σεβαστεί και να αποδεχθεί, μέσα από δημοκρατική ευαισθησία, το γεγονός ότι η πίστη στον Χριστό επηρεάζει σε ένα μεγάλο βαθμό το φρόνημα, τη συνείδηση, τον χαρακτήρα και τη συμπεριφορά της πλειονότητας του ελληνικού λαού και να παύσει να επιβάλει, μέσα από τα σχολεία, τις πιο αντιδημοκρατικές και απαρχαιωμένες ιδεοληψίες για να την αποδομήσει.
Διότι, αν πραγματικά είχε σχέση με την αληθινή δημοκρατική πολιτική και ήθελε το καλό και το συμφέρον του ελληνικού λαού και του τόπου, θα έπρεπε να ξέρει και να εκτιμά, αφενός το σωτηριακό έργο του Χριστού και τη σημασία του για τον ελληνικό λαό, αφετέρου, τις ηθικοκοινωνικές και πολιτισμικές συνέπειες που έχει αυτό το έργο, ως προς την έμπνευση αρχών και προτύπων που έχουν ανάγκη οι πιστοί, που είναι ταυτόχρονα και πολίτες της χώρας, σε πράξεις αλήθειας, ελευθερίας, αγάπης, ειρήνης, πραότητας, αγαθοσύνης, δικαιοσύνης, φιλανθρωπίας, αλληλεγγύης, ισότητας, αξιοπρέπειας, εντιμότητας, και κάθε άλλης αρετής.
Θα έπρεπε επίσης, η πολιτεία, στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής της πολιτικής, να γνωρίζει ότι η ορθόδοξη αγωγή -τη διδασκαλία της οποίας τόσο πολύ απεχθάνεται, καθώς επιβάλλει αντ’ αυτής μια αντορθόδοξη και συγρητισμική πολυθρησκειακή διδασκαλία- είναι εκείνη που εμπνέει την ορθόδοξη πίστη, την πίστη που δημιουργεί και καλλιεργεί όλους τους πνευματικούς μηχανισμούς της ύπαρξης, με τους οποίους ο πολίτης μπορεί να αντιστέκεται στις καταστρεπτικές δυνάμεις του κόσμου που αλλοτριώνουν και φθείρουν και τον ίδιο και την κοινωνία.
Η ορθόδοξη πίστη και η διδασκαλία της είναι επίσης εκείνη, που γεννά στους χριστιανούς πολίτες την αληθινή και ανιδιοτελή αγάπη, τη θυσία και την προσφορά προς τους άλλους και που αποτελεί το πνευματικό υπόβαθρο και τον εμπνευστικό παράγοντα των κοινωνικών ή φιλανθρωπικών δράσεων, οι οποίες υποβοηθούν τις κοινωνικές υπηρεσίες της χώρας.
Αντί να βλέπει συνεπώς η πολιτεία θετικά όλα αυτά τα πνευματικά στοιχεία, που προσφέρει και καλλιεργεί η ορθόδοξη πίστη και αγωγή στους χριστιανούς πολίτες και, αντί να την εντάσσει στα δικά της εκπαιδευτικά προγράμματα, διώκει ό, τι ορθόδοξο έχει απομείνει στην ελληνική παιδεία, στοχεύοντας προς την αποορθοδοξοποίησή της -στην ουσία προς τον απανθρωπισμό της- και προς τη μετατροπή του σχολείου και του κράτους, σε ουδετερόθρησκο σχολείο και κράτος.
Συμπερασματικά, όμως, αν η πολιτεία με την πολιτική της απεχθάνεται και πολεμά την πίστη του ελληνικού λαού, δηλαδή εκείνο που αγαπά και σέβεται και τιμά και πιστεύει ο λαός εκείνη εννοείται ότι υπηρετεί, τότε έχει ή δεν έχει διολισθήσει, με ραγδαίους ρυθμούς, από το πολίτευμα της δημοκρατίας στον ολοκληρωτισμό;