Σάββατο 10 Μαρτίου 2018

Η ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΑΡΓΥΡΗΣ

Της Ειρήνης Παπαδοπούλου

 Ξημέρωνε ημέρα γενικής απεργίας στη μικρή, βορειοελλαδίτικη πόλη. Οι αέρηδες σφύριζαν τις μανιασμένες μελωδίες της επανάστασης, λίγο πριν ηττηθούν από τους άναρχους θορύβους της πόλης, που ξυπνούσε σιγά σιγά κι έβρισκε τους αγχωμένους ρυθμούς της.

Το ξυπνητήρι είχε ρυθμιστεί για τις οκτώ, αλλά η Αργυρή στριφογύριζε νωχελικά στο κρεββάτι, προσπαθώντας να ξεκλέψει λίγα ακόμη λεπτά πρωινής ζεστασιάς και υπολόγιζε να καμφθεί πρώτη η αντίσταση της μητέρας της.


  “Μμμ, δεν θέλω να σηκωθώ ακόμη, ας το κλείσει η μαμά, Παναγίτσα μου, σε παρακαλώ”, προσευχήθηκε αναιδώς, καθώς τεντωνόταν κάτω από το βαρύ, μάλλινο πάπλωμα.
  Πραγματικά, σε λίγο το νευρικό κάλεσμα έπαψε να ηχεί και άκουσε τα ζαλισμένα βήματα της μάνας της πάνω - κάτω στα δωμάτια, να ετοιμάζει πρωινό και καφέ, να συγυρίζει στα γρήγορα και αμέσως μετά τη φωνή της:
 “Άντε, θα σηκωθείς να πιούμε καφέ;”
  Χρόνια τώρα αυτό ήταν το πιο επιτυχημένο, πρωινό δέλεαρ. Με κρύο ή με ζέστη, για δουλειά ή για εκκλησία, έτσι την ψυχανάγκαζε, με την υποψία του αχνιστού, πικρού ελληνικού και της ντελικάτης γεύσης που αφήνει ένα ταπεινό κουλουράκι πορτοκαλιού. Όσο απολαυστικά και αν ήταν αυτά τα λίγα παραπάνω λεπτά ύπνου, δεν άξιζαν όσο η συντροφικότητα του πρωινού καφέ.
  Έτσι λοιπόν και εκείνο το πρωί, μάνα και κόρη ακολούθησαν ευλαβικά όλην την καθιερωμένη από δεκαετίες τελετή, αν και η Αργυρή δε βιαζόταν να πάει στη δουλειά, όπως συνήθως. Οι συνάδελφοι την περίμεναν στη συγκέντρωση, στην πλατεία και μετά στην πορεία.
  Λοιπόν, ένα περίεργο πράγμα, στην Ελλάδα της μεγάλης οικονομικής κρίσης: κάθε δύο μήνες ανακοινώνονταν μονοήμερες απεργίες, χωρίς καμία ενημέρωση, χωρίς καμία προετοιμασία. Και στην υπηρεσία οργανώνονταν άρον-άρον γενικές συνελεύσεις για να αναλύσουν οι συνάδελφοι τους λόγους που δε θα συμμετείχαν στην απεργία. Άλλος γιατί δεν τα έβγαζε πέρα, άλλος γιατί δεν πίστευε ότι θα πετύχαιναν κάτι. Από το 2010 και μετά η Αργυρή αναρωτιόταν αν τόσα χρόνια είχε εσφαλμένη άποψη για την έννοια του συνδικαλισμού, καθώς ο περισσότερος κόσμος φαινόταν να θεωρεί ότι τις απεργίες τις αποφάσιζαν κάποιοι προνομιούχοι πλεονέκτες, για να εκβιάσουν για ακόμη περισσότερα προνόμια. Εφόσον λοιπόν οι ευκατάστατοι εργαζόμενοι εξέλιπαν σιγά-σιγα, εξέλιπε και η αγωνιστική δράση. Πώς αλλιώς μπορούσε να εξηγήσει το επιχείρημα: “δεν απεργώ γιατί δε μου φτάνουν τα λεφτά”!!!!. Μα ποιός απεργεί επειδή του φτάνουν τα λεφτά! Είχε άδικο;
  “Έχω άδικο, Σοφία, είμαι παράλογη;”


  Επί τρία χρόνια προσπαθούσαν με την καλή της φίλη, τη Σοφία, να αναλύσουν την ψυχολογία του πλήθους, που αρνούταν να αγωνιστεί μπροστά σε αυτήν την καταστροφική για τη χώρα και το λαό απειλή, αλλά απαντήσεις δεν έβρισκαν. Η Αργυρή υποστήριζε ότι δεν είχε βρεθεί ακόμη η λαμπερή προσωπικότητα που θα ενέπνεε τον κόσμο και θα τον οργάνωνε, η Σοφία ότι ίσως ακόμη δεν είχαν εξαθλιωθεί αρκετά. Μα εκείνη δεν ήθελε να φτάσουν μέχρι την εξαθλίωση, δεν ήθελε να δει να ορμάει στους δρόμους ένας απελπισμένος και εξαγριωμένος όχλος, άλλα να αντισταθεί με αξιοπρέπεια και τιμή, ένας συνειδητοποιημένος, περήφανος λαός. Να παλέψει για την εθνική του ανεξαρτησία και τη δημοκρατία, για την αυτονομία και την αυτοδιάθεσή του, για τον πολιτισμό και την παράδοσή του, για την κοινωνική δικαιοσύνη, για όλα όσα αξίζει να αγωνίζονται οι λαοί, για να μην καταντήσουν ζήτουλες και σκλάβοι, για να μην τους ισοπεδώσει η πολυδιαφημιζόμενη παγκοσμιοποίηση και περάσουν στη λήθη της ιστορίας. Όσο ήταν ακόμη καιρός, πριν χαθούν όλα.
  “Έχω άδικο, Σοφία; Μια λένε ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα, μια ότι δεν τους φτάνουν τα λεφτά, μια ότι οι μονοήμερες απεργίες δεν αρκούν και πρέπει να κηρυχθεί μία επ'αόριστον, μια ότι οι απεργίες μόνο μας εξουθενώνουν και πρέπει να πάμε όλοι μαζί στις μεγάλες διαδηλώσεις και να τα σπάσουμε όλα. Πες μου, με φαντάζεσαι να τρέχω εγώ στις διαδηλώσεις, μέσα στα καπνογόνα, έτσι, κοντή, σαν κατσαρίδα που την κυνηγούν με το TEZA; Μη γελάς, με φαντάζεσαι; ”
  Η Αργυρή δεν ήταν από τους ανθρώπους εκείνους, που εύχονταν να ζούσαν κάπου αλλού, σε πολιτείες της δυτικής Ευρώπης, με "ανώτερο” βιοτικό επίπεδο ή ίσως σε μέρη τροπικά και παραμυθένια, που πλαισίωναν ρομαντικές ιστορίες στο σινεμά. Αγαπούσε τη χώρα της, αγαπούσε και την πόλη της, γιατί, όπως έλεγε η μάνα, τη διάλεξε ο παππούς της, όταν έφτασαν εδώ πρόσφυγες: “Τους έδιναν τότε γη στην Θράκη αλλά σαν ήλθε εδώ αποφάσισε να μείνει και ας μην είχαν τίποτα.” Τη διάλεξε, τη διάλεξαν και τους κρατούσε εκεί, με τις βαθειές, μακρινές τους ρίζες, που έφταναν από την Μακεδονία ίσαμε τον Πόντο και που τρέφονταν από την αιώνια ελληνική γη.
  Πολλές φορές, που η μάνα της αφηγούταν τα περασμένα, ανέφερε έναν καλό και ήσυχο γείτονα, που τον φώναζαν “ο Χριστιανός”. Το παρωνύμιο αυτό του είχε αποδοθεί από τις οικογένειες των προσφύγων, που έμειναν στο σπίτι του, σαν έφθαναν εκείνα τα χρόνια στην πόλη, μέχρι να ορθοποδήσουν.
  “Και ο παππούς μου με όλη την οικογένεια, εκεί έμειναν, κάνα χρόνο”
  “Τί εννοείς “έμειναν”, νοίκιαζαν κανένα δωμάτιο;” απόρησε τότε το ελεεινό θύμα του "εκσυγχρονισμού".
  “Όχι καλέ, τους φιλοξενούσε”.
    Τους φιλοξενούσε!!!!!
  “Πού είναι λοιπόν όλοι αυτοί οι άνθρωποι”, αναρωτιόταν τα τελευταία χρόνια, απογοητευμένη από την αδιαφορία και τον εγωκεντρισμό των συμπατριωτών της. Μήπως λοιπόν είχε πλανηθεί ως προς τα χαρακτηριστικά αυτού του λαού που τόσο θαύμαζε! Μήπως η τελειότητα της ελληνικής ψυχής δεν ήταν παρά μια αναπόληση της μάνας ή μία πλάνη των ρομαντικών συγγραφέων!



  Ξεσπάθωσε λοιπόν την προηγούμενη μέρα στη συνέλευση και ανέλυσε, γεμάτη πατριωτική έξαψη τις παθιασμένες, ριζοσπαστικές θεωρίες της. Πήρε τα εύσημα από αρκετούς συναδέλφους και ανέβηκε λίγο το ηθικό της, ότι ίσως πρόσθεσε κι αυτή ένα ταπεινό λιθαράκι στην αντιμετώπιση της κρίσης. Κι έτσι βγήκε εκείνο το πρωινό στο δρόμο, με τον αέρα του διανοούμενου επαναστάτη.
  Το κρύο ήταν τσουχτερό και τυλίχτηκε λίγο υπερβολικά, με κασκόλ και κουκούλι και την υστερική λογική του κρεμμυδιού, που ντύνουν τα πρωτότοκα σχολιαρόπαιδα. Κατέβηκε από το πεζοδρόμιο για να διασχίσει το στενάκι μπροστά από το σπίτι και στάθηκε μέχρι να περάσει το αυτοκίνητο των γειτόνων. Τα παιδιά σταμάτησαν στο σταυροδρόμι και τη χαιρέτησαν, χαιρέτησε κι εκείνη, γελώντας με την ήρεμη αυτοπεποίθηση του κοινωνικού αγωνιστή και κινήθηκε για να περάσει πίσω από το αυτοκίνητο και τότε....
  "Αααααα!!!"
  Βρέθηκε ξαφνικά πεσμένη στην άσφαλτο, ζαλισμένη από έναν οξύ πόνο στον αστράγαλο και καθώς προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει τί συνέβη, αντιλήφθηκε πως κάποιος δίπλα της προσπαθούσε να τη σηκώσει. Έκανε να στηριχτεί, αλλά ο δυσβάσταχτος πόνος την ανάγκασε να ρίξει όλο της το βάρος στον πρόθυμο σαμαρείτη της. Τότε άκουσε και τις υστερικές κραυγές της μάνας της, άνοιξε τα μάτια και διαπίστωσε ότι πάσχιζε να τη βοηθήσει με πεισματική υπομονή η κυρά Σόφη. Ογδόντα χρονών γυναίκα, πού βρήκε τη δύναμη να τη σηκώσει!
  "Την τσάκισα τη γριούλα", σκέφτηκε και κατελήφθη από ένα κύμα ενοχής, συνέχισε όμως να στηρίζεται πάνω της.
  Η κυρά Σόφη ήταν γειτόνισσα, το οποίον στην περιοχή της, στα όρια της πόλης, που θύμιζε ακόμη κάτι από παλιά, παραδοσιακή γειτονιά, σήμαινε ότι έμενε περίπου έως επτά τετράγωνα παρακάτω. Πάντα τη χαιρετούσε στο δρόμο και ρωτούσε για την υγεία τους. Δε θυμόταν όλες τις γνωστές της μάνας της, ακόμη και αν κατοικούσαν στην ευρύτερη γειτονιά, αλλά τη συγκεκριμένη την προσδιόριζαν ως εκείνη «... που έχει την κοπέλα με τα νεύρα», αναφερόμενοι στην κόρη της, που ταλαιπωρούταν από παιδί από ένα νευρολογικό πρόβλημα. Η κυρά Σόφη, δυνατή γυναίκα, με γαλάζια, καθαρά μάτια, γεροδεμένο κορμί, παρά την ηλικία της, «...πώς δούλευα να έβλεπες μόνο, ουου, κούραση δεν ένιωθα, αχ εκείνα τα χρόνια, δουλεύαμε με τη μαμά σου όλη τη μέρα κι ούτε μέση ούτε τίποτα, πώς γέρασα, πώς γέρασα.... Έτσι είναι, γεράσαμε, δε γεννηθήκαμε γριές», έλεγε και γελούσε κουνώντας το κεφάλι πικραμένα, με το αμήχανο βλέμμα του ανθρώπου, που πάλεψε στη ζωή του με όλους και όλα, εκτός από το χρόνο. Παρά τα γεράματά της όμως, άντεξε τα εξήντα κιλά της Αργυρής, που σωριάστηκαν ανεξέλεγκτα επάνω της και τη βοήθησε μέχρι το σπίτι. Και από τότε η μάνα της θα την προσδιόριζε ως: «...εκείνη που σε σήκωσε όταν έπεσες».
  Την υπόλοιπη μέρα κατέφθαναν συγγενείς, φίλοι και γείτονες, μέχρι και η θεία Ελισσώ, η υπέργηρη γειτόνισσα, μ'ένα πακέτο φρυγανιές και δύο γιαουρτάκια ΑΓΝΟ με καϊμάκι. Το σπίτι της Αργυρής ήταν εβδομήντα ετών και βάλε και στην ίδια κατάσταση που ήταν πριν εβδομήντα χρόνια: άνοιγε την πόρτα όποιος ήθελε και έμπαινε. Κουδούνι είχαν, αλλά δεν το χρησιμοποιούσε κανείς, ίσως ο ταχυδρόμος, όταν έφερνε κάνα συστημένο. Έτσι έμαθε να ζει, με ανθρώπους να μπαινοβγαίνουν άνετοι, σαν σπιτικοί και της φαινόταν λίγο παράξενο κι ενοχλητικό, που κλειδώνονταν πια τη νύχτα, γιατί αυξήθηκε, λέει, η εγκληματικότητα και την ανάγκαζαν να αλλάξει τον τρόπο ζωής της, τον τρόπο που ζούσαν οι γονείς της και οι παππούδες της και επιθυμούσε να ζήσουν και τα παιδιά της. Τον τρόπο που ήθελε να πηγαινοέρχονται επισκέπτες, καφέδες, κεράσματα, γιαούρτια, με την αφορμή ενός ασήμαντου ατυχήματος. Τον τρόπο που έκανε αυτούς τους νευρώδεις, αλλοπρόσαλλους ανθρώπους, που μιλούσαν, έβριζαν και γελούσαν ταυτόχρονα, να της ζεσταίνουν την καρδιά.
  Ήταν αυτοί οι ίδιοι ακατανόητοι άνθρωποι, που την εξόργιζαν κάποιες φορές, τόσο διαφορετικοί από αυτήν στις απόψεις και στις αντιδράσεις και συνάμα τόσο ολοφάνερα φτιαγμένοι από την ίδια τη δική της αλλόκοτη φύση. Αυτοί οι άνθρωποι οι παράλογοι, οι μοιραίοι, οι φοβισμένοι, οι μπερδεμένοι, αλλά κι αυτοί, που θα σ' έπιαναν από το μπράτσο να σε σηκώσουν σαν έπεφτες κι ας κινδύνευαν να σπάσουν κάνα πλευρό. Ήταν αυτοί, που ίσως δε γνώριζαν ιστορία και αρχαία ελληνικά, αλλά είχαν βαθιά ριζωμένη στην καρδιά τους την αγάπη για την πατρίδα, ήταν αυτοί που δε διδάχθηκαν θεολογία και δεν καταλάβαιναν τα γράμματα στην εκκλησία με το μυαλό, αλλά τα ένιωθαν σα μία ζεστή φωτίτσα στην ψυχή τους, δεν μπορούσαν να τα ερμηνεύουν, αλλά τα εφάρμοζαν απλά, σα φυσική ανάγκη. Χρειάζονταν μόνο κάτι, για να γίνουν μία φλόγα σαρωτική, που θα 'φτιαχνε τον κόσμο απ'την αρχή, κάτι, ένα νεύμα ενθαρρυντικό, έναν λόγο ελπιδοφόρο, ένα ευγενικό χέρι που θα τους τραβούσε από την πλάνη του ατόμου και θα τους επανέφερε στην προαιώνια αλήθεια του Ανθρώπου.
  Υπάρχουν άνθρωποι πουλιά και άνθρωποι δέντρα. Η Αργυρή δεν αμφέβαλε ποτέ πως ανήκε στη δεύτερη κατηγορία: δεν είχε φτερά να πετάξει, ούτε επεθύμησε ποτέ άλλους ουρανούς, άλλους ήλιους, άλλο γαλάζιο. Εκείνη είχε ρίζες, βαθιές και ακλόνητες ρίζες, που ξεδιψούσαν από αυτό το χώμα, το ελληνικό, το άγιο. Έτσι ήταν όλοι τους στην οικογένεια: ο πατέρας της και τα αδέρφια του δε γνώρισαν τον Πόντο, αλλά όταν αναφέρονταν σ'αυτόν έλεγαν “στην Πατρίδα”. Κι η ίδια της, όταν άκουγε γι'αυτήν την άγνωστη, χαμένη Πατρίδα, ένιωθε έναν κόμπο στον λαιμό, λες και της έφερνε θύμησες οικείες, παιδικές, αγαπημένες, σαν αυτές της γειτονιάς της. Δεν έστεκαν ίσως λογικά όλα αυτά, αλλά ποιός μπορεί να εξηγήσει τις μνήμες της καρδιάς και να υπολογίσει πόσο μακριά φτάνουν στον χώρο και τον χρόνο;
  “Όχι καλέ, τους φιλοξενούσε”.

  Τους φιλοξενούσε, έτσι απλά, αυτονόητα, σα φυσική ανάγκη, σ'αυτήν την ανορθόδοξη πόλη, με τον ορθόδοξο τρόπο, τον τρόπο τον ελληνικό, αιώνες τώρα ίδιον!