Μωρού το κλάμα αντηχά.
Δίχως μπέρτα, δεν πετάει.
Και τους ανέμους δεν δαμάει.
Αλλά χει θάρρος και πυγμή.
Κι ο κόπος του ευδοκιμεί.
Ουρλιάζει πλέον η φωτιά.
Τα δέντρα κάνει μια χαψιά.
Στην πόλη πλέον έχει μπει.
Άνθρωποι πέφτουν νεκροί .
Και τότε μπαίνει αυτός μπροστά.
Μονομαχεί με την φωτιά.
Θυσία γίνεται αγνή.
Για κάποια ανθρώπινη ζωή.
Με φλόγες κόκκινα θεριά .
Ο πυροσβέστης πολέμα.
Πέτρος Δ. Ρουκάς