Το 1878 ο Ελληνικός πληθυσμός της Κεντροδυτικής Μακεδονίας ξεσηκώθηκε εναντίον των Τούρκων δυναστών του.
Η εξέγερση αυτή είναι η πιο σημαντική απ' αυτές που έγιναν στην περιοχή της Μακεδονίας τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, μετά το μεγάλο ξεσηκωμό του Γένους το 1821.
Οι διεθνείς συγκυρίες κατά το έτος 1878, επέτρεψαν στους υπόδουλους Έλληνες της Μακεδονίας να κινηθούν επαναστατικά εναντίον της Τουρκίας, η οποία ήδη από την περασμένη χρονιά, το 1877 δηλαδή βρίσκονταν σε πόλεμο με τη Ρωσία.
Η προέλαση των Ρώσων σ' όλα τα μέτωπα του πολέμου, η πτώση στη συνέχεια της Αδριανούπολης και η φανερή πλέον απειλή για κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Ρώσους, ανάγκασε τους Τούρκους να υπογράψουν ανακωχή στις 20 Γενάρη του 1878.
Τότε το Ελληνικό Έθνος (υπόδουλο και ελεύθερο) ξεσηκώθηκε πιέζοντας την τότε Ελληνική Κυβέρνηση να δράσει πολεμικά ενάντια στην Τουρκία στις περιοχές της Θεσσαλίας, Ηπείρου και Μακεδονίας. Η κυβέρνηση κάτω από την έντονη πίεση της κοινής γνώμης διατάζει την εισβολή στην υπόδουλη Θεσσαλία στις 20 Γενάρη του 1878 με εκστρατευτικό σώμα 20.000 ανδρών και αρχηγό τον αντιστράτηγο Σκαρλάτο Σούτσο.
Το έθνος συγκλονίστηκε από την προέλαση του ελληνικού στρατού, που σύντομα όμως υποχρεώθηκε να επιστρέψει στις προηγούμενες θέσεις του, μετά από σχετική αξίωση των ευρωπαϊκών δυνάμεων της εποχής εκείνης. Ήδη όμως η είδηση της προέλασης του ελληνικού στρατού είχε διαδοθεί στις υπόδουλες περιοχές της Μακεδονίας και ιδιαίτερα στις περιοχές του Ολύμπου και των Πιερίων που συνορεύουν με τη Θεσσαλία.
Οι ανταρσίες των υπόδουλων Ελλήνων στις περιοχές αυτές είναι περισσότερες και μεγαλύτερες το 1878. Ανάμεσα στους Έλληνες Μακεδόνες αναπτύσσεται έντονη επαναστατική διάθεση, που μέρα με τη μέρα ωριμάζει περισσότερο.
Παρόλα αυτά στις 20 Φεβρουαρίου του 1878 οι ευνοϊκές μέχρι τότε διεθνείς συγκυρίες ανατρέπονται. Της ανακωχής στο Ρωσοτουρκικό πόλεμο ακολουθεί η υπογραφή, κατά τη μέρα αυτή (20 Φλεβάρη 1878), της γνωστής συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, που δημιουργούσε σε βάρος του Ελληνισμού τη μεγάλη Βουλγαρία.
Στο μεταξύ στις 16 Φεβρουαρίου 1878 αποβιβάζεται στο Λιτόχωρο ο λοχαγός του ελληνικού στρατού Κοσμάς Δουμπιώτης και μετά τρεις μέρες σχηματίζεται επαναστατική Μακεδονική Κυβέρνηση που εκδίδει επαναστατική προκήρυξη, προς τις Κυβερνήσεις των ευρωπαϊκών δυνάμεων.
Την προκήρυξη για την προσωρινή Κυβέρνηση υπογράφουν οι: 1) Ευάγγελος Κοροβάγκος (Πρόεδρος), 2) Α. Αστερίου, 3) Π.Β. Ζαχαριάδης, 4) π. Νικηφόρος (ιερομόναχος τη Μονής Πέτρας), 5) Ι.Γ. Βεργίδης, 6) ο παπά Αθ. Γεωργίου και 7) Ιωάν. Νικολάου.
Προς τας Σ. Κυβερνήσεις των Ευρωπαϊκών δυνάμεων
Τα πολύχρονα δεινά, ων γνώσιν έλαβον κατά καιρούς δια των αντιπροσώπων αυτών αι σεβασταί κυβερνήσεις και τα οποία επετάθησαν επ’ εσχάτων, ηνάγκασαν τους κατοίκους της Μακεδονίας να δράξωνται των όπλων, όπως προστατεύσωσι την ζωήν, την τιμήν και την ιδιοκτησίαν αυτών…………….. Διά τούτο ηναγκάσθημεν να καταφύγωμεν εις τα όπλα, ίνα αποθάνωμεν τουλάχιστον ως άνθρωποι και Έλληνες, εάν δεν μας επιτραπή να ζήσωμεν ως άνθρωποι λογικοί και ελεύθεροι
Εν Λητοχώρω Ολύμπου τη 19 Φεβρουαρίου 1878
Μέλος της επαναστατικής κυβέρνησης ανακηρύχθηκε λίγο αργότερα και ο επίσκοπος Κίτρους Νικόλαος Λούσης, εμψυχωτής της εξέγερσης του Κολινδρού στις 20 Φλεβάρη του 1878, από τον οπλαρχηγό Βαγγέλη Χοστέβα που ζούσε σαν αρχηγός κλέφτικης ομάδας γύρω από τον Κολινδρό. Το ίδιο χρονικό διάστημα επαναστατούν κι όλα τα χωριά του Ολύμπου και των Πιερίων και ιδιαίτερα τα Παλατίτσια, τα οποία έχουν να επιδείξουν πλούσια αλλά άγνωστη στο πλατύ κοινό εθνική ιστορία.
Εναντίον των επαναστατών οι Τούρκοι έστειλαν μεγάλες δυνάμεις που τους ακολουθούσαν άτακτοι Τσερκέζοι, Τσάμηδες, Γκέκηδες, Μπασιμποζούκοι κ.λπ. Αρχηγός του τούρκικου στρατού και των άτακτων ασκεριών πλιατσικολόγων, που τον ακολουθούσαν, ήταν ο Ασάφ πασάς.
Τότε, τα επαναστατικά κέντρα με πρώτο το Λιτόχωρο, άρχισαν να πέφτουν το ένα μετά το άλλο στα χέρια των Τούρκων. Στις 6 Μαρτίου 1878 οι Τούρκοι μπαίνουν χωρίς ουσιαστική αντίσταση στον Κολινδρό. Ο Βαγγέλης Χοστέβας με τους ενόπλους του, 500 άνδρες περίπου, τον επίσκοπο Κίτρους Νικόλαο Λούση και τον Παύλο Πατραλέξη καταφεύγουν προς τα ρουμάνια των Παλατιών, όπως έλεγαν τότε τα πυκνά δάση των Παλατιτσίων. Από όλα τα χωριά της περιοχής μόνο το Γκριτζάλι (Αγκαθιά), που ήταν τουρκικό τσιφλίκι δεν είχε επαναστατήσει. Για το λόγο αυτό ένα απόσπασμα επαναστατών από 70 άντρες χτύπησε το χωριό, ανάγκασε τους Τούρκους να κλειστούν σ’ ένα πύργο και επιστράτευσε τους άνδρες, ενώ τα γυναικόπαιδα τα έστειλε στη μονή των Αγίων Πάντων, όπου εκτός από τους Κολινδρινούς, είχαν συγκεντρωθεί και άλλοι άμαχοι από τα χωριά Μελίκη, Παλατίτσια, Νεόκαστρο και άλλα. Τελικά στη Μονή των Αγίων Πάντων συγκεντρώθηκε πολύ μεγάλος αριθμός αμάχων που οι ελληνικές πηγές τους ανεβάζουν στον μάλλον υπερβολικό αριθμό των 4000 περίπου ατόμων. Το γεγονός αυτό δημιουργούσε σοβαρό πρόβλημα στους επαναστάτες κυρίως από άποψη επισιτισμού. Οι ένοπλοι και το αρχηγείο τους εγκαταστάθηκαν στο χωριό Σπουρλίτα, σημερινή Ελαφίνα, και τα γυναικόπαιδα βρήκαν καταφύγιο στο Μοναστήρι των Αγίων Πάντων και στις σπηλιές γύρω απ' αυτό.
Χιόνιζε τις μέρες εκείνες και το κρύο ήταν τσουχτερό… Η άνοιξη δεν είχε έρθει ακόμη πάνω στα ψηλώματα του Μοναστηριού. Ήταν 14/15 Μαρτίου του 1878.
Το κρησφύγετο των γυναικόπαιδων και των επαναστατών προδόθηκε και οι Τούρκοι κινήθηκαν προς το Μοναστήρι από τρεις κατευθύνσεις με μεγάλες δυνάμεις. Η μία ομάδα προερχόταν από τη Βέροια, αριθμούσε κατά το Μιλτιάδη Σεϊζάνη 2.000 ενόπλους και 300 άτακτους ενώ αρχηγός τους ήταν ο Γιαγχία Βέπ. Το σώμα αυτό θα χτυπούσε το Μοναστήρι από τη βόρεια διάβαση των Παλατιτσίων.
Η άλλη ομάδα προερχόταν από τον Κολινδρό και αριθμούσε 2.200 ένοπλους. Θα χτυπούσε το Μοναστήρι από τη νότια διάβαση του Γαλακτού. Η τρίτη ακολούθησε τη δύσβατη από ανατολάς πορεία και την οδηγούσε ένας προδότης από την ευρύτερη περιοχή του Κολινδρού.
Προς το Μοναστήρι κατέφευγαν συνεχώς άμαχοι από τα χωριά, κυρίως από τα Παλατίτσια και τους τότε οικισμούς Μπάρμπες και Κούτλες (σημερινή Βεργίνα) καθώς και οι βλάχοι που διαχείμαζαν σ' αυτά. Οι Παλατιτσιώτες, ντόπιοι και βλάχοι, οπλίστηκαν και ανέλαβαν την φύλαξη της βόρειας διέλευσης.
Τη νύχτα 14/15 Μαρτίου οι γέροντες, που απέμειναν στα Παλατίτσια, είδαν τους Τούρκους, που πέρασαν τον Αλιάκμονα και πλησίαζαν προς το χωριό. Ειδοποίησαν τον Παύλο Πατραλέξη που βρισκόταν στο μοναστήρι και εκείνος με τη σειρά του έστειλε την είδηση στο επαναστατικό σώμα, που λημέριαζε στη Σπουρλίτα (Ελαφίνα). Οι επαναστάτες ξεκίνησαν αμέσως για την προστασία των γυναικόπαιδων. Στη θέση Γαλακτό συναντήθηκαν οι δύο αντίπαλοι στρατοί. Η μάχη ήταν σφοδρή με μεγάλες απώλειες από τη μεριά των Τούρκων, που σχεδόν ήταν έτοιμοι να υποχωρήσουν.
Παρόλα αυτά οι Τούρκοι (το σώμα που ήρθε από τα Παλατίτσια) είχαν αρχίσει να μπαίνουν στο Μοναστήρι και ώσπου να φτάσουν οι επαναστάτες, εξουδετέρωσαν τη φρουρά του μοναστηριού που την αποτελούσαν πενήντα άντρες.
Τα γυναικόπαιδα, που ήταν στην περιοχή της μονής, βλέποντας τις κινήσεις των Τούρκων που έρχονταν από τη βόρεια διάβαση των Παλατιτσίων κινήθηκαν αλαφιασμένοι ψηλότερα προς την Ελαφίνα μέσω Γαλακτού. Χωρίστηκαν σε δύο ομάδες από τις οποίες η μια –περίπου τριακόσιες οικογένειες- έπεσε στα χέρια των Τούρκων. Έσφαξαν παιδιά και γέροντες ενώ από τις γυναίκες αφού άρπαξαν όλα τα φλουριά και τα στολίδια που φορούσαν, τις ξεγύμνωσαν και τις ατίμασαν .
Τέλος στο δρόμο από το μοναστήρι προς τη Ελαφίνα, στον απόκρημνο βράχο του Παλιόκαστρου γράφτηκε ο τραγικός επίλογος της Μάχης του Γαλακτού, και μια από τις λαμπρότερες σελίδες θυσίας της Ελληνικής ιστορίας.
Εφτά Βλάχες που διαχείμαζαν στα Παλατίτσια, και οι άνδρες τους άρπαξαν τα όπλα για να φέρουν το Ρωμαίικο, ρίχτηκαν από το βράχο του Παλιόκαστρου στο βαθύ γκρεμό, για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων.
Τα ονόματά τους, που καταγράφηκαν στο μνημείο ηρώων των Παλατιτσίων, είναι:
1) Κυράτσα Γκουδουβάνου,
2) Ελένη Τούλη,
3) Σάντα Τούλη,
4) Μαρία Μαρίτση,
5) Βαγγελιώ Μητριώνη,
6) Σούλα Μητριώνη, κόρη της προηγούμενης και
7) Αικατερίνη Νιώπα, σύζυγος του Μ. Νιώπα. Βρέθηκε νεκρή να κρατά το βυζανιάρικο αγοράκι της στην αγκαλιά της. Το παιδί αυτό που επέζησε της θυσίας, έζησε στη Βέροια όπου υπάρχουν και απόγονοί του.
Επακολούθησε πεισματώδης μάχη σώμα με σώμα στην οποία σκοτώθηκαν πολλοί Τούρκοι και ένας μόνο Έλληνας εθελοντής, ο Δημήτρης Καλατζής, που όρμισε πρώτος εναντίον των εχθρών. Επίσης πληγώθηκε και ο αρχηγός της φρουράς των Αγίων Πάντων Σωτήριος Πετράκης, εθελοντής από τη Μάνη, και ο ονομαστός λησταντάρτης Ναούμ, που αγωνίστηκε με μεγάλο ηρωισμό.
Μετά από τη μάχη οι επαναστάτες, αφού έσωσαν όσες ελληνικές οικογένειες μπορούσαν κατέφυγαν προς το Καταφύγι και το Βελβεντό.
Για αρκετές μέρες συνεχίστηκε η φρικτή σφαγή των αμάχων από τους Τούρκους και τα ασκέρια των αλλόθρησκων που τους ακολουθούσαν. Σφαγή έγινε μέσα στο δάσος, όπου κρύβονταν οι επαναστάτες με τις οικογένειές τους, αλλά και μέσα στα Παλατίτσια, στο προαύλιο του Κονακιού όπου κατέφυγαν Παλατιτσιώτες και άλλοι, για να προστατευθούν από τους Τούρκους.
Μάταια ζητούσαν τη μεσολάβηση του μεγαλοτσιφλικά της περιοχής Παπαγεωργίου, τα πατριωτικά αισθήματα του οποίου ποτέ δεν αμφισβητήθηκαν, μολονότι είχε μεγάλη επιρροή στους Τούρκους.
Υπάρχουν ακόμα δύο αξιόλογες πληροφορίες σχετικές με το τι διαδραματίσθηκε το Μάρτιο του 1878 στην περιοχή του Μοναστηριού των Αγίων Πάντων κοντά στο Γαλακτό αλλά και στα Παλατίτσια. Οι πληροφορίες αυτές προέρχονται από αφηγήσεις των Βλάχων της περιοχής, που είχαν τότε στα Παλατίτσια τα χειμαδιά τους. Επίσης από γέροντες Φυτειώτες οι οποίοι διατήρησαν μέσα από την προφορική παράδοση μνήμες του γεγονότος.
Σύμφωνα με τις παραπάνω αφηγήσεις τη χρονιά εκείνη (1878) οι βλάχοι κτηνοτρόφοι, που έφευγαν για τα λιβάδια του Ανατολικού Βερμίου κατά τα μέσα Μαΐου, μετακινήθηκαν κατ' εξαίρεση μετά τη γιορτή των Αγίων Αποστόλων γιατί έπρεπε οι γυναίκες τους να υφάνουν ξανά τα ρούχα που διάρπαξαν οι Τούρκοι και όσοι άλλοι τους ακολουθούσαν (Τσάμηδες, Κιρκέζοι κ.λπ.).
Οι Φυτειώτες από τότε, ακόμα και σήμερα, όταν αναφέρονται σε γεγονότα κάποιας σημασίας χρησιμοποιούν τη φράση "Τέρμενο γίνεται στα Παλατίτσια" που σημαίνει γι' αυτούς μεταφορικά κάποιο μεγάλο, μεγάλη συμφορά! Οι Φυτειώτες πληροφορήθηκαν τα όσα συνέβησαν μετά τις 15-3-1878 από τους διαβατάρηδες βλάχους, οι οποίοι περνούσαν με τα κοπάδια τους, μέσα από το χωριό τους προς τα λιβάδια του Βερμίου.
Όλα τα παραπάνω καταδεικνύουν ότι έγιναν μεγάλες αγριότητες από τους Τούρκους για την καταστολή του επαναστατικού κινήματος των Ελλήνων της Κεντρικής Μακεδονίας του 1878.
Επτά γυναίκες, επτά ηρωίδες πήραν την απόφασή τους για την υπέρτατη θυσία "κάλλιο νεκρή, παρά ατιμασμένη "!
«Φλεβάρης δεν κουσούριασε και Μάρτης δεν εμπήκε
κι όλη η Βλαχιά συνάχθηκε να φέρει το Ρωμαίικο.
Στον Άγιο Πάντο βγήκανε ψηλά στο καραούλι
και στο Δεσπότη λέγανε και στο Δεσπότη λένε:
Δεσπότη -μ’, δος -μας δύναμη, δος- μας την ευλογία
τους Τούρκους να βαρέσουμε τ’ άγρια θηρία».
Βιβλιογραφία
- Μιχάλης Ακριβόπουλος
- Στέφανος Παπαδόπουλος «Οι επαναστάσεις του 1854 και 1878 στην Μακεδονία» Θεσσαλονίκη 1970.
- Ευάγγελος Κωφός, Οι επαναστάσεις των υποδούλων: Η επανάσταση στη Μακεδονία, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τομ. ΙΓ΄(1977)
- Ράπτης Γ., Όλυμπος, Πιέρια, Βέρμιο και Άθως στη ζωή των Μακεδόνων, εκδ. Όλυμπος, Κατερίνη, 1996.
*Ο Δημήτρης Χλεμές είναι Εκπαιδευτικός, Διευθυντής του 2ου Δημοτικού Σχολείου Κολινδρού