Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2024

Η Κατερίνη το 1925. Του Σάββα Ι. Κανταρτζή

Του Σάββα Ι. Κανταρτζή από τα απομνημονεύματα του (ΝΙΚΗ ΧΩΡΙΣ ΡΟΜΦΑΙΑ- Η Δαμασκός του 20ου Αιώνα)

…Ο δρόμος από τον σιδηροδρομικό σταθμό συνεχιζόταν δίπλα από την πλατεία αριστερά, φαρδύς και ίσιος...

σε δυτική κατεύθυνση μέχρι που φτάνει το μάτι, κόβοντας την αγορά και την πόλη στη μέση. Σωστή λεωφόρος, η οδός Μεγάλου Αλεξάνδρου μαζί με την μεγάλη κεντρική πλατεία, άφηναν καλή εντύπωση στον επισκέπτη.

Στην δυτική πλευρά της πλατείας, διατηρούνταν ξερό και μισογκρεμισμένο με τα σιδερένια κάγκελα του, το σιντριβάνι όπου οι μουσουλμάνοι την εποχή της τουρκοκρατίας πριν την προσευχή τους έπλεναν τα πόδια, τα χέρια και το πρόσωπο τους.

Το τζαμί με τον μιναρέ βρισκόταν στο κέντρο της αγοράς, απέναντι από το 4ο Δημοτικό Σχολείο. Μετά την αποχώρηση των Τούρκων με την ανταλλαγή, οι αρχές το γκρέμισαν και στην θέση του εγκαταστάθηκε το εργοστάσιο ηλεκτρισμού με τις γεννήτριες. (Στις ίδιες ενέργειες προέβησαν και οι Τούρκοι σε αρκετές πόλεις όταν έφυγαν με την ανταλλαγή οι Έλληνες).

Στην Πλατεία Ελευθερίας γινόταν κάθε Δευτέρα η εβδομαδιαία αγορά. Αργότερα το 1933 η αγορά γινόταν κάθε Σάββατο.

Μέσα από την αγορά, στο μάκρος της οδού Μεγάλου Αλεξάνδρου και από την αριστερή, τη νότια πλευρά της, έτρεχε συνέχεια το αυλάκι με καθαρό τρεχούμενο νερό από τον μυλαύλακα. Όταν έβρεχε, το αυλάκι φούσκωνε και, με πολλές βροχές, γινόταν ποτάμι. Το αυλάκι, που έδινε στην Κατερίνη χαρακτήρα χωριού, εξαφανίστηκε όταν πέρασε, από την οδό Μ. Αλεξάνδρου, ο κεντρικός υπόνομος το 1936.

Ολόκληρος ο αστικός συνοικισμός, πίσω από τη Νομαρχία, η περιοχή πέρα από το Γυμνάσιο Αρρένων, όπως και μια περιοχή πίσω από την Δημοτική Αγορά, όπου τότε βρισκόταν η Οικονομική Εφορία ήταν ανταλλάξιμες οικοπεδικές εκτάσεις. Το 1927-28 στις εκτάσεις αυτές κτίστηκαν από το Κράτος, ομοιόμορφες μικρές μονοκατοικίες, που διανεμήθηκαν με κλήρο σε αστούς πρόσφυγες.

Αρχικά οι αστοί πρόσφυγες, είχαν διεκδικήσει για τον συνοικισμό τους το απέραντο χώρο όπου έγινε το Δημοτικό Πάρκο Κατερίνης.

Μάλιστα απόσπασαν υπουργική έγκριση, συγκέντρωσαν άμμο, ασβέστη και τσιμέντο και άρχισαν να βάλουν μπρος από την πλευρά της κεντρικής οδού (προέκταση Μ. Αλεξάνδρου). Ξεσηκώθηκαν όμως οι οργανώσεις και οι κάτοικοι με επικεφαλής το Κοινοτικό Συμβούλιο Κατερίνης για να προλάβουν την ανεπανόρθωτη καταστροφή. Πυκνές μάζες λαού με μαύρες σημαίες κατέκλυσαν την περιοχή, απειλήθηκαν επεισόδια και τα έργα σταμάτησαν. Και τότε οι αρχές άλλαξαν την θέση για τον αστικό συνοικισμό.

Έτσι σε εκείνη την περιοχή έγινε ένα από τα καλύτερα πάρκα της Ελλάδος σε ιδεώδη τοποθεσία, με φόντο απέναντι τον Όλυμπο και τα Πιέρια.

Τον χώρο αυτό, μια έκταση 60 στρέμματα, οι Τούρκοι τον είχαν για στρατώνες και για στρατιωτικές ασκήσεις.

Όταν μπήκε όμως ο ελληνικός στρατός, έφυγαν βιαστικά, εγκατέλειψαν δύο κανόνια της εποχής που στολίζουν τώρα, σαν ακριβά ιστορικά κειμήλια, την είσοδο του Πάρκου και θυμίζουν την απελευθέρωση της Κατερίνης από τον βάρβαρο τούρκικο ζυγό στις 16 Οκτωβρίου 1912.

Πέρα από την πλατεία Ελευθερίας και την οδό Μ. Αλεξάνδρου, με εξαίρεση το πελώριο μητροπολιτικό μέγαρο και μερικά ακόμα αρχοντόσπιτα, το μεγαλύτερο μέρος της παλιάς πόλης δεν παρουσίαζε παρά παμπάλαιους ακατάστατους τουρκομαχαλάδες με σπίτια μονόροφα ή διόροφα σαραβαλιασμένα, χωρίς ρυμοτομία και κάποια τάξη. Πέρα από μερικούς «αρτηριακούς» δρόμους, οι άλλοι δρόμοι ήταν μονοπάτια μπλεγμένα σε αδιέξοδο λαβύρινθο.

Μόνο οι καινούργιοι προσφυγικοί συνοικισμοί στις παρυφές της πόλης είχαν κάποια ρυμοτομία, ενώ ο συνοικισμός των Ευαγγελικών στην ΒΔ άκρη της Κατερίνης χαράχτηκε από την αρχή σε ανοιχτό χώρο με τέλεια ρυμοτομία, με πλατείς δρόμους και κανονικά οικοδομικά τετράγωνα.

Στο κέντρο του συνοικισμού διατηρήθηκαν δυο οικοδομικά τετράγωνα για εκκλησία, σχολείο και άλλα χτίρια για τις ανάγκες της θρησκευτικής κοινότητας, κι’ ανάμεσα τους ένας χώρος κάπου 6 στρέμματα είχε προοριστεί για πάρκο.

Η Κατερίνη, τα χρόνια εκείνα, μέχρι που προβιβάστηκε η Κοινότητα της σε Δήμο (1929), βρισκόταν σε πρωτόγονη κατάσταση. Δεν είχε ούτε ηλεκτρικό φως, ούτε νερό, ούτε φυσικά και δρόμους. Τη νύχτα, η πόλη ολόκληρη, βυθιζόταν στο σκοτάδι και η κυκλοφορία των πολιτών, όταν δεν είχε φεγγάρι, γινόταν με ηλεκτρικούς φακούς της τσέπης.

Τα σπίτια χρησιμοποιούσαν λάμπες με πετρέλαιο, τα καταστήματα και εργαστήρια λάμπες ή ασετιλίνη, ενώ τα καφενεία, τα εστιατόρια και τα λιγοστά κέντρα στην αγορά και στις συνοικίες λούξ.

Η ύδρευση γινόταν από τον ανοιχτό μυλαύλακα, γι’ αυτό και οι εντερικές και μολυσματικές αρρώστειες βρίσκονταν σε έξαρση. Η ελονοσία είχε την πρώτη θέση στις αρρώστειες και στην θνησιμότητα. Τον βαρύτερο φόρο στον Χάρο τον πλήρωνε η βρεφική και νηπιακή ηλικία.

Η κατάσταση βελτιώθηκε σημαντικά όταν έφεραν το νερό της Βρυάζας.

Το 1928 λειτούργησε το εργοστάσιο ηλεκτρικής ενέργειας, φωτίστηκαν τα σπίτια, τα καταστήματα και οι δρόμοι, και κινήθηκαν οι μηχανές σε βιοτεχνικά εργαστήρια.

Οι δρόμοι της Κατερίνης, οι παλιοί, όμως περισσότερο οι καινούργιοι, το καλοκαίρι ήταν σκεπασμένοι από παχύ στρώμα σκόνης, που τον χειμώνα μετατρέποταν σε λάσπη ως τα γόνατα. Έτσι το καλοκαίρι, μόλις περνούσε αυτοκίνητο ή και κάρρο, ξεσηκώνονταν σύννεφα από σκόνη που έπνιγαν τους διαβάτες και τους περίοικους και από τις λάσπεις στα ρούχα και τα μούτρα τους.

Για αυτό η Κατερίνη δίκαια είχε ονομαστεί λασπούπολις.

Οι δρόμοι διατηρήθηκαν περίπου στην ίδια κατάσταση, με πολύ ελαφρές βελτιώσεις ώς τα μέσα της δεκαετίας 1950-60. Μετά το 1960 άρχισαν να μεταμορφώνονται κάπως ραγδαία και σοβαρά και με άσφαλτο.

Παράλληλα προχώρησε η ρυμοτομία, άνοιξαν καινούργιοι δρόμοι με πεζοδρόμια και με την ανοικοδόμηση η Κατερίνη άλλαξε σταθερά όψη.



Αυτή ήταν η Κατερίνη τότε…



Ο πληθυσμός της πόλης το 1925 μόλις έφτανε τις 6-7 χιλιάδες ψυχές. Με την ανάπτυξη της καπνοκαλλιέργειας, που ήταν άγνωστη στην περιφέρεια, και την φήμη που απόκτησε η άγνωστη ως τότε Κατερίνη, με τα εκλεκτά καπνά της, το γένος «Σαμψών» με σπόρο φερμένο από τον Πόντο και τον Καύκασο, άρχισαν να συρρέουν στην πόλη, ακόμα και με ομαδικές μετακινήσεις, πρόσφυγες από τους αρχικού τόπους εγκατάστασεις τους, ιδιαίτερα Πόντιοι. Η φήμη της έφτασε ως την Ρωσία απ΄όπου τα χρόνια εκείνα κι’ αργότερα, ήλθαν κι’ εγκαταστάθηκαν πολλοί, που ίδρυσαν και σωματείο, τον Σύλλογο Ρωσοπροσφύγων.

Με τον τρόπο αυτό σχηματίστηκαν σε λίγα χρόνια γύρω από την Κατερίνη ολόκληρα χωριά, μάλιστα πλουσιοχώρια, όπως ο Αρωνάς, το Νέο Κεραμίδι, ο Σβορώνος, η Νεοκαισάρια, η Νέα Τραπεζούντα, οι Αγιάννηδες κ.α.

Εκτάσεις γόνιμες που είχαν χαρακτηριστεί ημιδασώδεις και ακατάλληλες για καλλιέργεια εξαγοράστηκαν από Πόντιους πρόσφυγες συγκροτημένους σε ομάδες, εκχερσώθηκαν και αξιοποιήθηκαν σε βαθμό που δεν μπορούσε να φανταστεί κανείς.


Πρόεδρος της Κοινότητας Κατερίνης το 1925 ήταν ο Θεόδωρος Κάλφας. Με τις γενικές εκλογές σε όλη τη χώρα το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς βγήκε νέο κοινοτικό συμβούλιο με επικεφαλής των Νικόλαο Κούλα και τον Κωνσταντίνο Κουρκουμπέτη που ισοψήφισαν και έτσι για μια περιόδο πρόεδρος ήταν ο Κουρκουμπέτης και ύστερα ως το τέλος ο Κούλας.

Η επαρχία Πιερίας είχε δυο βουλευτές, τον γιατρό Δημήτριο Δημάδη και τον δικηγόρο Στέφανο Βαρδάκα και οι δυο του κόμματος των Φιλελευθέρων.

Γιατροί (μόνο παθολόγοι) ήταν ο Φιλώτας Χατζόπουλος, ο Αντώνης Οικονόμου, ο Βασίλειος Δάμπασης και ο Ιωάννης Σακελλαρόπουλος.

Οδοντίατρος υπήρχε μόνο ένας, ονόματι Ιωαννίδης.

Δικηγόροι εκτός από τον Βαρδάκα ήταν ο Δημήτριος Τσαλόπουλος, που χρημάτισε και βουλευτής το 1920, ο Λάζαρος Λιάπης, και ο γιός του Γεώργιος, ο Γεώργιος Παπαπαράσχος που βγήκε βουλευτής το 1926 στο Κόμμα των Ελευθεροφρόνων του Μεταξά. Υπήρχαν και δυο δικολάβοι, ο Κωνσταντίνος Θεοφανόπουλος και ο Γιάννης Συλλόπουλος.

Συμβολαιογράφοι υπήρχαν μόνο δύο, ο Βασίλειος Λιάκος και ο Ξενοφών Συλλόπουλος.

Φαρμακοποιοί ήταν ο Δημήτριος Παρασκευάς, ο Ηρακλής Δημάδης και ο Αστέριος Παπατόλιος.

Προϊστάμενος Εποικισμού για την Επαρχία Πιερίας ήταν ο Αναστάσιος Τσόκαλης, αναπληρωτής του ο Αθανάσιος Δενδρινός και ο Πόντιος Γιάννης Λευϊτης και οι τρεις γεωπόνοι.

Πρόεδρος και εκ των ιδρυτών της Ενώσεως Γεωργικών Συναιτερισμών ήταν ο δάσκαλος Γεώργιος Νικοδέλης και διευθυντής ο Βασίλειος Βουβονίκος.

Ανταποκριτής στις εφημερίδες ήταν ο Ξενοφών Ζορμπάς.

Πρώτος πράκτορας των εφημερίδων ήταν ο Δημήτριος Μαυροειδής.

Υποδιοικητής Χωροφυλακής της Επαρχίας Πιερίας ήταν ο Μοίραρχος Εμμανουήλ Πετράκης, που δοξάστηκε με την εξόντωση της ληστοσυμμορίας του Γιαγκούλα (θα αναφερθούμε σε άλλη ανάρτηση στο θέμα αυτό).

Μητροπολίτης ήταν ο Παρθένιος Βαρδάκας και το 1933 τον διαδέχτηκε ο Κωνσταντίνος Κοϊδάκης.


Αυτή ήταν η Κατερίνη του 1925. Το μόνο που απέμεινε για να συμπληρωθεί κάπως η «υποανάπτυκτη» κατάσταση της ήταν η απόλυτη εγκατάλειψη και ερημιά της παραλίας της από την Νέα Αγαθούπολη ως τον Πλαταμώνα.