Του Σάββα Ι. Κανταρτζή από τα απομνημονεύματα του (ΝΙΚΗ ΧΩΡΙΣ ΡΟΜΦΑΙΑ- Η Δαμασκός του 20ου Αιώνα)
Το ιστορικό των γεγονότων, που διαδραματίστηκαν στον Όλυμπο με αποτέλεσμα ν’ εξοντωθεί η περιβόητη ληστοσυμμορία και ν’ ακακουφίζεται η ύπαιθρος,
περιγράφεται από συμπολίτη, που σαν χωροφύλακας είχε πάρει μέρος στο απόσπασμα που ανάλαβε την λεπτή και δύσκολη επιχείρηση.
Στις 19 Σεπτεμβρίου 1925 παρουσιάστηκε στην υποδιοίκηση Χωροφυλακής επαρχίας Πιερίας ο κτηνοτρόφος Γούλας Γκόρτσο, από το χωριό Βροντούς, και παρέδωσε στον μοίραρχο διοικητή Εμμανουήλ Πετράκη ένα γράμμα. Το γράμμα του το εμπιστεύτηκαν ο Γιαγκούλας και ο Μπαμπάνης, κρυμμένοι σε σπηλιά στο δάσος κοντά στην Κλεφτόβρυση, όπου εφτά μέρες έτρεφε τους ληστές με τους συντρόφους τους και δυο παιδιά από το Τύρναβο, το ένα φοιτητής της Ιατρικής 25 χρονών και το άλλο 14 χρονών, για να το πάγει στον πλούσιο κτηνοτρόφο Ράφτη – πατέρα του πρώτου και θείο του δεύτερου παιδιού. Τα είχαν αρπάξει οι λήσταρχοι στην περιφέρεια της Θεσσαλικής κωμόπολης και τώρα με το γράμμα ζητούσαν 1.000.000 δραχμές λύτρα για να τα αφήσουν ελεύθερα.
Ο Γούλας φοβήθηκε να περάσει με το γράμμα από τον δρόμο για την Ελασσόνα, όπου αποσπάσματα χωροφυλακής ανίχνευαν την περιοχή για ληστές, και αποφάσισε να καταδώσει τους ληστές στην χωροφυλακή Κατερίνης. Ο Πετράκης διάβασε το γράμμα, συνεννοήθηκε με τον Γούλα και κατάστρωσε το σχέδιο της επιχείρησης για την σύλληψη ή την εξόντωση της ληστοσυμμορίας.
Στις 4 το απόγευμα, ημέρα Σάββατο, δεύτερη ημέρα της εμποροπανήγυρης της Κατερίνης όλα και όλοι ήταν έτοιμοι για την εκστρατεία. Μια δύναμη από χωροφύλακες – ανάμεσα τους και ο συμπολίτης μας που αφηγείται το ιστορικό – με τον ανθυπομοίραρχο Παναγιώτη Αναστασόπουλο τράβηξε στην Αγία Κόρη. Ο διοικητής Πετράκης με τον καταδότη Γούλα και αρκετούς χωροφύλακες τράβηξε στα Κουτλέκια – όπως λεγόταν τότε τα Καλύβια Βροντούς, τώρα Άγιος Σπυρίδων. Εκεί έγινε τελικά η συνάντηση και με τον σταθμάρχη χωροφυλακής Λιτοχώρου με τους χωροφύλακές του και τον αποσπασματάρχη της περιφερείας με του οπλίτες του. Έτσι, σχηματίστηκε το σώμα της επιχείρησης από 27 χωροφύλακες με 5 βαθμοφόρους και 3 αγροφύλακες. Σε αυτούς προστέθηκε, ντυμένος χωροφύλακας, και ο καταδότης Γούλας χωρίς όπλο.
Ο διοικητής, προτού ξεκινήση για τον Όλυμπο στις 11 τη νύχτα, γνωστοποίησε την μεγάλη αποστολή που αναλάβαινε η χωροφυλακή και έδωσε τις διαταγές του : απόλυτη σιωπή, ούτε μιλιά, ούτε τσιγάρο, ούτε βήχας, περπάτημα ελαφρό και όταν φτάσουν κοντά στο κρυσφύγυτο των ληστών να βγάλουν όλοι τα παπούτσια. Έτσι, ανηφόρισαν στον Όλυμπο και τα ξημερώματα, μέρα Κυριακή, έφτσαν κοντά στο σημείο που είχε οριστεί για την οργάνωση της επιχείρησης. Εκεί το σώμα χωρίστηκε σε 6 τμήματα, που πήραν με απόλυτη ησυχία και τάξη τις κατάλληλες θέσεις τους. Σύμφωνα με τι πληροφορίες του καταδότη, ο Τσιαμήτρας στις 9 το πρωί έπρεπε να κατέβει στην Κλεφτόβρυση να πάρει νερό. Ο διοικητής διάταξε να πυροβολήσει μόνο το τμήμα που θα του λάχαινε να περάσει ο ληστής από κοντά του.
Πραγματικά στις 9 ακριβώς φάνηκε ο ληστής. Το τμήμα του ενωμοτάρχη Σπύρου Καλουτλή, κρυμμένο πίσω από θάμνους, όταν τον είδε πυροβόλησε και τον τραυμάτισε στο πόδι. Οι σύντροφοι του Φώτης Γιαγκούλας και Λάμπρος Μπαμπάνης, ξαφνιασμένοι από τον πυροβολισμό, βγήκαν έξω από την σπηλιά ν’ αντιδράσουν. Τότε διατάχτηκαν όλα τα τμήματα να κυκλώσουν την σπηλιά και στις 12 το μεσημέρι άναψε για καλά η φωτιά της μάχης.
Στις 12.30 σκοτώθηκε ο Τσιαμήτρας, γαμπρός των αδελφών Μπαμπάνη, στις 2 σκοτώθηκε ο Γιαγκούλας και στις 3 ο Λάμπρος Μπαμπάνης. Από την ώρα αυτή οι πυροβολισμοί αραίωσαν και άρχισε μια αψιμαχία των χωροφυλάκων με τον τελευταίο ληστή, τον Λεωνίδα Μπαμπάνη. Στις 5 το απόγευμα αυτός, φωνάζοντας, ζήτησε να σταματήσουν οι πυροβολισμοί, γιατί παραδίδεται και είναι έτοιμος να αφήσει τα δύο παιδιά που τα φύλαγαν στην σπηλιά. Ψεύστηκε όμως, γιατί πυροβόλησε στο κεφάλι το μικρό παιδί και το σκότωσε, ενώ το μεγάλο παιδί, που πρόλαβε να φύγει από την σπηλιά, το πυροβόλησε από πίσω και το τραυμάτισε στο πόδι.
Τελικά στις 6 παραδόθηκε και αυτός, γιατί δεν του είχε μείνει παρά μόνο μία σφαίρα. Οι χωροφύλακες τον έδεσαν με ζωστήρες πισθάγκωνα και τράβηξαν για την Βροντού με επικεφαλής τον Διοικητή. Μαζί πήραν και τα τρία κεφάλια των συντρόφων του. Μερικοί από τους χωροφύλακες έμειναν στην Κλεφτόβρυση να φροντίσουν για τους τραυματίες, τον φοιτητή και ένα αγροφύλακα, καθώς και για τους δύο σκοτωμένους – το μικρό παιδί και τον χωροφύλακα που σκοτώθηκε στις 2 η ώρα. Κατά την νυχτερινή πορεία ο δεμένος ληστής κατάφερε να φύγει. Τον πυροβόλησαν και τον χτύπησαν στον ώμο, αλλά δεν μπόρεσαν να τον πιάσουν. Τρία χρόνια αργότερα σκοτώθηκε κι’ αυτός στην περιφέρεια Γρεβενών (1).
--------------------------------
Την άλλη ημέρα, όλες οι εφημερίδες των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης πανηγύριζαν το γεγονός με μεγάλα πρωτοσέλιδα, περιγραφές και φωτογραφίες.
Ο Πάγκαλος που βρισκόταν στην Θεσσαλονίκη, μόλις πληροφορήθηκε το γεγονός της εξόντωσης της ληστοσυμμορίας, ενθουσιάστηκε και ζήτησε να μάθει το όνομα του διοικητή της χωροφυλακής Επαρχίας Πιερίας που οργάνωσε την επιχείρηση:
- Μοίραρχος Εμμανουήλ Πετράκης, του είπε ένας αξιωματικός.
- Τον προάγω, φώναξε ο Πάγκαλος, αυτή την στιγμήν, είς ταγματάρχην επ' ανδραγαθία.
--------------------------------
*Σημειώσεις συγγραφέα.
*Οι φωτογραφία με τους ληστές είναι από το εξαίρετο βιβλίο «Τα δημοτικά τραγούδια Λιβαδίου Ολύμπου» του φιλόλογου συμπολίτη Γιώργου Ράπτη.
(1) Το παραπάνω ιστορικό μου το αφηγήθηκε ο συμπολίτης συνταξιούχος δικαστικός επιμελητής Ξενοφών Σινωπίδης, πατέρας του ορθοπεδικού ιατρού και κλινικάρχη Θεμιστοκλή και του Παναγιώτη, δικαστικού επιμελητή. Υπηρέτησε την στρατιωτική του θητεία στην χωροφυλακή και έτσι πήρε μέρος στην «ιστορική» επιχείρηση στον Όλυμπο.
Το ιστορικό των γεγονότων, που διαδραματίστηκαν στον Όλυμπο με αποτέλεσμα ν’ εξοντωθεί η περιβόητη ληστοσυμμορία και ν’ ακακουφίζεται η ύπαιθρος,
περιγράφεται από συμπολίτη, που σαν χωροφύλακας είχε πάρει μέρος στο απόσπασμα που ανάλαβε την λεπτή και δύσκολη επιχείρηση.
Στις 19 Σεπτεμβρίου 1925 παρουσιάστηκε στην υποδιοίκηση Χωροφυλακής επαρχίας Πιερίας ο κτηνοτρόφος Γούλας Γκόρτσο, από το χωριό Βροντούς, και παρέδωσε στον μοίραρχο διοικητή Εμμανουήλ Πετράκη ένα γράμμα. Το γράμμα του το εμπιστεύτηκαν ο Γιαγκούλας και ο Μπαμπάνης, κρυμμένοι σε σπηλιά στο δάσος κοντά στην Κλεφτόβρυση, όπου εφτά μέρες έτρεφε τους ληστές με τους συντρόφους τους και δυο παιδιά από το Τύρναβο, το ένα φοιτητής της Ιατρικής 25 χρονών και το άλλο 14 χρονών, για να το πάγει στον πλούσιο κτηνοτρόφο Ράφτη – πατέρα του πρώτου και θείο του δεύτερου παιδιού. Τα είχαν αρπάξει οι λήσταρχοι στην περιφέρεια της Θεσσαλικής κωμόπολης και τώρα με το γράμμα ζητούσαν 1.000.000 δραχμές λύτρα για να τα αφήσουν ελεύθερα.
Ο Γούλας φοβήθηκε να περάσει με το γράμμα από τον δρόμο για την Ελασσόνα, όπου αποσπάσματα χωροφυλακής ανίχνευαν την περιοχή για ληστές, και αποφάσισε να καταδώσει τους ληστές στην χωροφυλακή Κατερίνης. Ο Πετράκης διάβασε το γράμμα, συνεννοήθηκε με τον Γούλα και κατάστρωσε το σχέδιο της επιχείρησης για την σύλληψη ή την εξόντωση της ληστοσυμμορίας.
Στις 4 το απόγευμα, ημέρα Σάββατο, δεύτερη ημέρα της εμποροπανήγυρης της Κατερίνης όλα και όλοι ήταν έτοιμοι για την εκστρατεία. Μια δύναμη από χωροφύλακες – ανάμεσα τους και ο συμπολίτης μας που αφηγείται το ιστορικό – με τον ανθυπομοίραρχο Παναγιώτη Αναστασόπουλο τράβηξε στην Αγία Κόρη. Ο διοικητής Πετράκης με τον καταδότη Γούλα και αρκετούς χωροφύλακες τράβηξε στα Κουτλέκια – όπως λεγόταν τότε τα Καλύβια Βροντούς, τώρα Άγιος Σπυρίδων. Εκεί έγινε τελικά η συνάντηση και με τον σταθμάρχη χωροφυλακής Λιτοχώρου με τους χωροφύλακές του και τον αποσπασματάρχη της περιφερείας με του οπλίτες του. Έτσι, σχηματίστηκε το σώμα της επιχείρησης από 27 χωροφύλακες με 5 βαθμοφόρους και 3 αγροφύλακες. Σε αυτούς προστέθηκε, ντυμένος χωροφύλακας, και ο καταδότης Γούλας χωρίς όπλο.
Ο διοικητής, προτού ξεκινήση για τον Όλυμπο στις 11 τη νύχτα, γνωστοποίησε την μεγάλη αποστολή που αναλάβαινε η χωροφυλακή και έδωσε τις διαταγές του : απόλυτη σιωπή, ούτε μιλιά, ούτε τσιγάρο, ούτε βήχας, περπάτημα ελαφρό και όταν φτάσουν κοντά στο κρυσφύγυτο των ληστών να βγάλουν όλοι τα παπούτσια. Έτσι, ανηφόρισαν στον Όλυμπο και τα ξημερώματα, μέρα Κυριακή, έφτσαν κοντά στο σημείο που είχε οριστεί για την οργάνωση της επιχείρησης. Εκεί το σώμα χωρίστηκε σε 6 τμήματα, που πήραν με απόλυτη ησυχία και τάξη τις κατάλληλες θέσεις τους. Σύμφωνα με τι πληροφορίες του καταδότη, ο Τσιαμήτρας στις 9 το πρωί έπρεπε να κατέβει στην Κλεφτόβρυση να πάρει νερό. Ο διοικητής διάταξε να πυροβολήσει μόνο το τμήμα που θα του λάχαινε να περάσει ο ληστής από κοντά του.
Πραγματικά στις 9 ακριβώς φάνηκε ο ληστής. Το τμήμα του ενωμοτάρχη Σπύρου Καλουτλή, κρυμμένο πίσω από θάμνους, όταν τον είδε πυροβόλησε και τον τραυμάτισε στο πόδι. Οι σύντροφοι του Φώτης Γιαγκούλας και Λάμπρος Μπαμπάνης, ξαφνιασμένοι από τον πυροβολισμό, βγήκαν έξω από την σπηλιά ν’ αντιδράσουν. Τότε διατάχτηκαν όλα τα τμήματα να κυκλώσουν την σπηλιά και στις 12 το μεσημέρι άναψε για καλά η φωτιά της μάχης.
Στις 12.30 σκοτώθηκε ο Τσιαμήτρας, γαμπρός των αδελφών Μπαμπάνη, στις 2 σκοτώθηκε ο Γιαγκούλας και στις 3 ο Λάμπρος Μπαμπάνης. Από την ώρα αυτή οι πυροβολισμοί αραίωσαν και άρχισε μια αψιμαχία των χωροφυλάκων με τον τελευταίο ληστή, τον Λεωνίδα Μπαμπάνη. Στις 5 το απόγευμα αυτός, φωνάζοντας, ζήτησε να σταματήσουν οι πυροβολισμοί, γιατί παραδίδεται και είναι έτοιμος να αφήσει τα δύο παιδιά που τα φύλαγαν στην σπηλιά. Ψεύστηκε όμως, γιατί πυροβόλησε στο κεφάλι το μικρό παιδί και το σκότωσε, ενώ το μεγάλο παιδί, που πρόλαβε να φύγει από την σπηλιά, το πυροβόλησε από πίσω και το τραυμάτισε στο πόδι.
Τελικά στις 6 παραδόθηκε και αυτός, γιατί δεν του είχε μείνει παρά μόνο μία σφαίρα. Οι χωροφύλακες τον έδεσαν με ζωστήρες πισθάγκωνα και τράβηξαν για την Βροντού με επικεφαλής τον Διοικητή. Μαζί πήραν και τα τρία κεφάλια των συντρόφων του. Μερικοί από τους χωροφύλακες έμειναν στην Κλεφτόβρυση να φροντίσουν για τους τραυματίες, τον φοιτητή και ένα αγροφύλακα, καθώς και για τους δύο σκοτωμένους – το μικρό παιδί και τον χωροφύλακα που σκοτώθηκε στις 2 η ώρα. Κατά την νυχτερινή πορεία ο δεμένος ληστής κατάφερε να φύγει. Τον πυροβόλησαν και τον χτύπησαν στον ώμο, αλλά δεν μπόρεσαν να τον πιάσουν. Τρία χρόνια αργότερα σκοτώθηκε κι’ αυτός στην περιφέρεια Γρεβενών (1).
--------------------------------
Την άλλη ημέρα, όλες οι εφημερίδες των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης πανηγύριζαν το γεγονός με μεγάλα πρωτοσέλιδα, περιγραφές και φωτογραφίες.
Ο Πάγκαλος που βρισκόταν στην Θεσσαλονίκη, μόλις πληροφορήθηκε το γεγονός της εξόντωσης της ληστοσυμμορίας, ενθουσιάστηκε και ζήτησε να μάθει το όνομα του διοικητή της χωροφυλακής Επαρχίας Πιερίας που οργάνωσε την επιχείρηση:
- Μοίραρχος Εμμανουήλ Πετράκης, του είπε ένας αξιωματικός.
- Τον προάγω, φώναξε ο Πάγκαλος, αυτή την στιγμήν, είς ταγματάρχην επ' ανδραγαθία.
--------------------------------
*Σημειώσεις συγγραφέα.
*Οι φωτογραφία με τους ληστές είναι από το εξαίρετο βιβλίο «Τα δημοτικά τραγούδια Λιβαδίου Ολύμπου» του φιλόλογου συμπολίτη Γιώργου Ράπτη.
(1) Το παραπάνω ιστορικό μου το αφηγήθηκε ο συμπολίτης συνταξιούχος δικαστικός επιμελητής Ξενοφών Σινωπίδης, πατέρας του ορθοπεδικού ιατρού και κλινικάρχη Θεμιστοκλή και του Παναγιώτη, δικαστικού επιμελητή. Υπηρέτησε την στρατιωτική του θητεία στην χωροφυλακή και έτσι πήρε μέρος στην «ιστορική» επιχείρηση στον Όλυμπο.