Τον φίλησα. Δε μου αποκρίθηκε.
Έβαλα το αυτί μου στην καρδιά του.
Δεν χτυπούσε πιά....
"Εσένα, καπετάνιε, η ψυχή σου σε βαστά".
Όλοι υπέφεραν. Ο αρχηγός (Παύλος Μελάς) περισσότερο από όλους, γιατί ήταν αμάθητος στα στραπάτσα και στην άγρια ζωή του αντάρτη. Μα ποτέ δεν παραπονέθηκε. Πάντα γελαστός και καρτερικός, πρώτος αυτός έδινε το παράδειγμα της αντοχής. Και αν ποτέ τον έπιανε θλίψη ή απογοήτευση ή αποθάρρυνση, απομακρύνουνταν, πήγαινε μόνος, δεν έδειχνε τη λύπη του. Ώσπου ξαναπαίρνοντας τ’ απάνω του, παραμέριζε τις δικές του σκοτούρες, για να φροντίσει τους άντρες του. Τους μιλούσε και τους εγκαρδίωνε. Και αν τους έβλεπε κουρασμένους ή στενοχωρημένους, τόριχνε στ’ αστεία και στα χωρατά, και τους έδινε πάλι θάρρος. Και ξεχνούσανε αυτοί τις ταλαιπωρίες τους, εμπρός στον ακάματο αρχηγό τους.
«Εσένα, καπετάνιε, η ψυχή σου σε βαστά, του έλεγε ένα από τα παλικάρια του, ένας Κρητικός, ο γερο-Ανδρουλής.
Και αλήθεια η ψυχή του βαστούσε. Εκεί που άλλος θα είχε τσακίσει, αυτός ήταν ο γενναιότερος, ο ανδρειότερος.
Οι τελευταίες στιγμές...
«Με χτύπησαν παιδιά !» Και τον είδαμε τον Αρχηγό, που τρικλίζοντας επέστρεφε. Μπήκε στον στάβλο, και κάθησε σε κάτι άχυρα που ήταν εκεί.
- Κατάλαβε αμέσως πως δεν γλιτώνει, και μας έδωσε τις τελευταίες του οδηγίες.
Ήταν άγρια νύχτα γεμάτη θλίψη και αγωνία…
Έπρεπε να φύγομε, γιατί αν μας βρίσκανε κεί τα χαράματα, ήμασταν όλοι χαμένοι. Είπαμε να σηκώσομε τον Αρχηγό. Μα είδαμε πως ήταν αδύνατο. Να τον αφήσομε έτσι πληγωμένο, ακόμα πιο αδύνατο. Θα τον αναγνώριζαν οι Τούρκοι, και δεν έπρεπε με κανένα τρόπο να γίνει αυτό.
Το καταλάβαινε κι εκείνος, και, μέσα στα βογγητά του του, μας έλεγε και μας παρακαλούσε : «Σκοτώστε με, βρε παιδιά ! Πώς θα μ’ αφήσετε στους Τούρκους ;»
Γονάτισε κοντά του ο Πύρζας, ένα παλικάρι του, και του αποκρίθηκε : « Δεν σ’ αφήνομε στους Τούρκους, Καπετάνιε. Μαζί σου θα μείνομε.»
Πονούσε πολύ, και όλο έλεγε : « Σκοτώστε με !» Και όλο πιο σιγά ακούονταν τα βογγητά του.
Ώσπου έσβησαν.
Έσκυψα απάνω του. Δεν κουνούσε πιά. Τον φίλησα. Δε μου αποκρίθηκε. Έβαλα το αυτί μου στην καρδιά του. Δεν χτυπούσε πιά...
Έσκυψα απάνω του. Δεν κουνούσε πιά. Τον φίλησα. Δε μου αποκρίθηκε. Έβαλα το αυτί μου στην καρδιά του. Δεν χτυπούσε πιά...
*Από το βιβλίο της Πηνελόπης Δέλτα, " Μάγκας".