Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2019

ΤΟ ΔΩΡΟ ΤΗΣ ΑΙΜΙΛΙΑΣ, χριστουγεννιάτικο παιδικό διήγημα

Χριστουγεννιάτικο διήγημα για παιδιά της Ειρήνης Παπαδοπούλου

Στην βιτρίνα του κεντρικού παιχνιδοπωλείου, στην οδό Μεγάλου Αλεξάνδρου, παραμονή Χριστουγέννων, είχε μαζευτεί πολύς κόσμος, γονείς με τα παιδιά τους...

παππούδες με τα εγγόνια τους, νονές με τα βαφτιστικά τους και γινόταν μεγάλη φασαρία. Η Αιμιλία, κρατώντας το χέρι της μαμάς της, άρχισε να την τραβάει πιεστικά προς τα εκεί:
“Πάμε να δούμε, μαμά, πάμε να δούμε τί κοιτάνε”



Η κυρία Παναγιώτα δυσανασχέτησε. Είχαν συμφωνήσει με τον σύζυγό της ότι φέτος δεν θα υπέκυπταν στις απαιτήσεις της μικρής για παιχνίδια. Όχι ότι δεν είχαν αρκετά, χρήματα, η οικογένειά τους ήταν από τις πιο ευκατάστατες της πόλης. Αλλά ήταν και οι δύο μετρημένοι και σεμνοί άνθρωποι και δεν ήθελαν η κόρη τους να γίνει κακομαθημένη, ειδικά σε μία περίοδο που η χώρα περνούσε μεγάλη οικονομική κρίση, που είχε πλήξει τις περισσότερες οικογένειες και πολλά παιδάκια ήταν πλέον αναγκασμένα να ζούνε σε δύσκολες συνθήκες.

 Ωστόσο η Αιμιλία την τραβούσε τόσο δυνατά, που τα ψηλοτάκουνα παπούτσια της κόντευαν να χάσουν την ισορροπία τους και να την ρίξουν στο υγρό πεζοδρόμιο. Έτσι υποχρεώθηκε να ακολουθήσει το κοριτσάκι, να στριμωχτεί μπροστά στην βιτρίνα του παιχνιδοπωλείου “ο μαγικός αυλός”, να σπρώξει δύο τρεις επίσης απηυδημένους γονείς και να βρεθεί τελικά μπροστά στο θέαμα της ωραιότερης κούκλας, που υπήρξε ποτέ σε αυτόν τον κόσμο.

 Ήταν μία μεγάλη κούκλα, τουλάχιστον μισό μέτρο ύψος, με πανέμορφο πρόσωπο από ακριβή πορσελάνη, μεγάλα πράσινα μάτια, στεφανωμένα από μακριές, καστανές βλεφαρίδες, μαγουλάκια χρωματισμένα κοραλί και υπέροχα σουφρωμένα επίσης κοραλί χειλάκια. Τα μαλλιά της χύνονταν σε καστανοκόκκινες μπούκλες, μακριά μέχρι την μέση της. Ήταν στολισμένα με ένα στεφανάκι από ψεύτικα, άσπρα τριανταφυλλάκια, που λαμπύριζαν παιχνιδιάρικα στο φως.  Το φόρεμά της ήταν λευκό, μακρύ σα νυφικό, στολισμένο με πανάκριβες, δαντέλες, αριστοτεχνικά πλεγμένες και μικρές, γυαλιστερές, πολύτιμες πετρούλες.  Ακόμη και τα παπούτσια της, λευκά κι αυτά και στολισμένα με πετράδια, ήταν από αυθεντικό δέρμα και κομψά σαν μιας μικρής κυρίας.

  Ο κόσμος που είχε συγκεντρωθεί, μικροί και μεγάλοι, κοίταζαν με θαυμασμό αυτήν την υπέροχη κούκλα. Τα κοριτσάκια έμεναν για ώρα με ανοιχτό το στόμα και στην συνέχεια, άλλα άρχιζαν την γκρίνια στις μαμάδες και στους μπαμπάδες, για να αποσπάσουν την υπόσχεση ότι θα τους πάρουν αυτό το υπέροχο δώρο και άλλα έσκυβαν το κεφάλι και έφευγαν πικραμένα, επειδή γνώριζαν ότι ήταν αδύνατον να αποκτήσουν κάτι τόσο ακριβό.
 “Σε παρακαλώ μαμά, δεν θα ζητήσω ποτέ κάτι άλλο σε ολόκληρη την ζωή μου!!!!”, παρακάλεσε η Αιμιλία κλαίγοντας σχεδόν. “Και θα είμαι καλό κορίτσι, θα διαβάζω, θα κάνω ό,τι θες, μόνο πάρε μου αυτήν την κούκλα, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ.....”
  Η κυρία Παναγιώτα, μην έχοντας άλλη επιλογή, απάντησε όπως κάθε μητέρα που έρχεται σε δύσκολη θέση.
 “ Εντάξει κορίτσι μου, σταμάτα τώρα, θα το συζητήσουμε στο σπίτι με τον μπαμπά και θα δούμε”.
 Η Αιμιλία υποχρεώθηκε να σταματήσει τα παρακάλια, δεν είχε πλέον σημασία. Έπρεπε να βρει τρόπο να επηρεάσει τον πατέρα της. Θα το σκεφτόταν αργότερα πώς.

  Μόλις έφτασαν στο σπίτι, παράτησε την μαμά της κι έτρεξε στης  φίλης της, της Ηλιάνας. Η Ηλιάνα ζούσε απέναντι ακριβώς, σε ένα μικρό, φτωχικό σπιτάκι, που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το πολυτελές διώροφο της γειτονοπούλας της. Ωστόσο τα δύο κορίτσια μεγάλωσαν σχεδόν μαζί και ήταν πολύ αγαπημένα. Βέβαια η Ηλιάνα δεν είχε ωραία πράγματα στο σπίτι της και δεν είχε σχεδόν καθόλου παιχνίδια. Έπαιζε με μία μικρή, πλαστική κούκλα, που δεν ήταν καν Μπάρμπι. Αλλά την έντυνε με χαριτωμένα ρουχαλάκια, που της τα έπλεκε η προγιαγιά της.

Αυτή η προγιαγιά ήταν ο κύριος λόγος που η Αιμιλία ξημεροβραδιαζόταν στο σπίτι της φίλης της. Ήταν πολύ γριά, με βαθιές ρυτίδες στο πρόσωπο, με έναν σφιχτό, άσπρο κότσο και με το γερασμένο κορμί της να γέρνει ελαφρώς μπροστά. Η κόρη της είχε πεθάνει πολύ νέα κι αυτή μεγάλωσε τον εγγονό της, τον μπαμπά της Ηλιάνας. Ήξερε πολλές ιστορίες κι έθιμα από την πατρίδα της τον Πόντο και περνούσε ώρες ατελείωτες να τις διηγείται στα δύο κορίτσια, ενώ σερβίριζε πιροσκία ή φελοτήγανα ή ωτία, χαβίτσ ή πουσίντα ή τανωμένον σορβά, φούστρον ή ακόμη φασόλια με μαυρολάχανα και άλλα πολλά παραδοσιακά φαγητά. Κάποια απογεύματα χτυπούσε για πολλή ώρα σε ένα φλυτζάνι δύο κρόκους αυγού με έξι κουταλιές ζάχαρη, (αυγό χτυπητό το έλεγε) και μετά το άλειφε πάνω σε φετάρες ψωμί. Το κολατσιό ήταν πεντανόστιμο και διασκεδαστικό, γιατί το αυγό έτρεχε μέσα από τις μεγάλες τρύπες του ψωμιού και τα δύο κορίτσια έσκυβαν από κάτω το κεφάλι τους, για να προλάβουν τις σταγόνες πριν στάξουν. Τί γέλιο έκαναν!!!! Ωστόσο στη νηστεία των Χριστουγέννων στο σπίτι εκείνο δεν έτρωγαν αυγά, ούτε και κρέας, ούτε τυριά, μόνο ψωμί, λαχανικά, όσπρια και ψάρια.  Τετάρτη και Παρασκευή δεν έτρωγαν ούτε λάδι. “Την Τετραδ αν τρως ελαδ, κοφς και τη διαβολ' τ'ουραδ'”, τους έλεγε με ύφος διδακτικό η γιαγιά, για να τονίσει τη σημασία της νηστείας. Α, η κυρά Παρέσσα ήταν πολύ αυστηρή σε αυτά!

  Αλλά εκείνην την ημέρα η Αιμιλία πήγε τρέχοντας στην Ηλιάνα, όχι για να φάει ή να μιλήσει με την γιαγιά της, αλλά για να της πει τον πόνο της για την κούκλα.
 “Ναι, την είδα” είπε η Ηλιάνα. “Είναι η ωραιότερη κούκλα του κόσμου, πραγματικά. Εύχομαι να σου την πάρουν οι δικοί σου!!!'
  “Μμμμ, και να μην μου την πάρουν, ξέρω εγώ τί θα κάνω” είπε με πονηρό ύφος η Αιμιλία. “Θα γράψω στον Άγιο Βασίλη ότι δεν επιθυμώ τελικά να μου φέρει το ποδήλατο, αλλά προτιμώ αυτήν την κούκλα. Το ποδήλατο ας το δώσει σε ένα άλλο παιδάκι. Να, αν του περισσεύει , ας το φέρει σε εσένα”.
  Η Ηλιάνα γέλασε με την καρδιά της. Η καημένη η φίλη της, πίστευε τόσο πολύ στην ύπαρξη του Άη Βασίλη, που δεν ήθελε να της το χαλάσει.

 Αλλά και η Αιμιλία, αν και ενοχλημένη λιγάκι με το γέλιο της Ηλιάνας, κατάπιε την γλώσσα της με την ανοησία που ξεστόμισε. Ήξερε καλά πως ο Άγιος Βασίλης, για έναν μυστηριώδη λόγο, δεν πατούσε ποτέ σε αυτό το σπίτι. Ούτε η φίλη της, ούτε τα αδέρφια της είχαν πάρει ποτέ δώρο από αυτόν. Είχε μάλιστα σκεφτεί πολλές φορές να γράψει στον ίδιο τον Άγιο  για την Ηλιάνα και την φοβερή αδικία σε βάρος της, αλλά φοβόταν μήπως παρεξηγηθεί και σταματήσει να της φέρνει κι αυτής δώρα.
 “Μην ανησυχείς, Αιμιλία μου” είπε, γελώντας ακόμη η Ηλιάνα ¨Εγώ το μόνο δώρο που ζήτησα από τον Άγιο, είναι να φέρει τον μπαμπά μου στο σπίτι για την Πρωτοχρονιά, γιατί τα Χριστούγεννα αποκλείεται να προλάβει”.

 Ο μπαμπάς της Ηλιάνας, ο κύριος Πέτρος, ήταν ναυτικός και έλειπε συνήθως σε ταξίδια. Ήταν πολύ καλός και γελαστός κύριος, αδύνατος και ηλιοκαμμένος, με άσπρα γυαλιστερά δόντια και μαύρα σγουρά μαλλιά, σαν πειρατής, και ήξερε κι αυτός πολλές ιστορίες για τα μέρη που ταξίδευε, που άρχιζαν πάντα κάπως έτσι: “Μία περασμένη φορά κι έναν μελλοντικό καιρό, σε μία μακρινή χώρα, κοντά στα μέρη μας, άραξε το καράβι του κυρ Πέτρου...”. Στις ιστορίες του ο κύριος Πέτρος ήταν ο γενναιότερος, ο ευγενέστερος, ο πιο ατρόμητος των ηρώων. Αλλά στην κορύφωση της αφήγησης, την στιγμή ακριβώς που ήταν περικυκλωμένους από δύο και τρεις επικίνδυνους κακοποιούς, ενώ προσπαθούσε να σώσει Αιγύπτιους εργάτες, Φινλαδούς εμπόρους ή  Μεξικανούς ανθρακωρύχους, η Ηλιάνα, που εν τω μεταξύ είχε μετακινηθεί σαν αθόρυβη γάτα από πίσω του.... “μπααααμ”, τον τρόμαξε ξαφνικά, “ααααα”, τσίριζε αιφνιδιασμένος ο κύριος Πέτρος και κοκκίνιζε καταντροπιασμένος, ενώ τα δύο κορίτσια λύνονταν στα γέλια. “Μμμμ, άρκον πα, σα σεράντα χρόνια μίαν αχπαράεται”, παρενέβαινε τότε η γιαγιά Παρέσσα, προσπαθώντας να σώσει, δήθεν, την χαμένη αξιοπρέπεια του γιου της.  

 Σε αυτό το σπίτι είχαν πάντα πολύ ενδιαφέροντα πράγματα να πουν. Στο δικό της αντίθετα, δεν μιλούσαν πολύ. Η Αιμιλία έπαιζε με τις κούκλες της ή διάβαζε για το σχολείο, η μαμά της δούλευε το πρωί σε κάποια υπηρεσία και το απόγευμα είχε συνήθως πονοκέφαλο, ενώ ο μπαμπάκας της, ο κύριος Ευστράτιος, δούλευε όλη μέρα στην βιοτεχνία του, έφευγε το πρωί και ερχόταν το βράδυ κατά τις οκτώ, οπότε έβλεπαν όλοι μαζί λίγη τηλεόραση και μετά την έστελναν για ύπνο.

  Εκείνο το βράδυ η Αιμιλία άφησε να περάσουν λίγα λεπτά αφότου ξάπλωσε και μετά σηκώθηκε από το κρεββάτι της και πατώντας στις μύτες των ποδιών της, έφτασε μπροστά από την κλειστή πόρτα του σαλονιού.
 “Δεν ξέρω βρε Παναγιώτα, είπαμε να μην της πάρουμε άλλα παιχνίδια. Έχει ένα σωρό  πια, δεν ξέρει τί να τα κάνει', έλεγε σοβαρός ο κύριος Ευστράτιος την στιγμή εκείνη.
 “Στράτο, εμένα μου λές! Ούτε και χαίρεται πια, με τόσα που έχει, ό,τι και να της πάρουμε ασχολείται για δέκα λεπτά και μετά το παρατάει. Τα βαριέται εύκολα και προτιμάει να παίζει στο σπίτι της Ηλιάνας. Ωστόσο δεν έχω δει ποτέ να της χάρισε έστω κι ένα”
 Η Αιμιλία ταράχτηκε!!! Μα τί έλεγε η μαμά της! Να χαρίσει τα παιχνίδια της! Τα δικά της παιχνίδια! Όσο και αν αγαπούσε την φίλη της, δεν ήταν δυνατόν να της χαρίσει τ α   δ ι κ ά τ η ς   π α ι χ ν ί δ ι α! Πού ακούστηκε αυτό!
  “Αυτή η μικρή, η Ηλιάνα, είναι πολύ καλό κοριτσάκι” είπε τότε ο μπαμπάς της. Αλλά στο σπίτι τους δυσκολεύονται πολύ. Και δεν ξέρω αν πρέπει να πηγαίνει εκεί να τρώει η δικιά μας, τώρα πια. Ένα στόμα παραπάνω είναι πρόβλημα για τους ανθρώπους”
  Χα,χα τί άσχετος που ήταν ο μπαμπάς της! Πόσο δεν ήξερε τους γείτονες! Λες και ήταν δυνατόν να πας στο σπίτι τους και να σε αφήσει η γιαγιά, η κυρά Παρέσσα, αφάγωτο! Το θεωρούσε προσβολή  να φύγεις από το σπίτι νηστικός και δεν την έπειθες με τίποτα ότι ήσουν χορτάτος.
 “Έχεις δίκιο, αλλά της αρέσει πολύ εκεί. Γι'αυτό μου κάνει εντύπωση ότι δεν μοιράζεται ποτέ τα πράγματά της με την Ηλιάνα. Δεν θέλω να γίνει κακομαθημένη και υλίστρια.”
 Στην διάρκεια της σιωπής, που ακολούθησε, έστεκε έξω από την πόρτα παγωμένη. Δεν υπήρχε περίπτωση να της πάρουν την κούκλα και όχι μόνο αυτό, αλλά την θεωρούσαν και κακομαθημένη, ενώ αντίθετα για την Ηλιάνα είχαν την καλύτερη γνώμη. Τι φρικτά πράγματα άκουσε εκείνο το βράδυ!
 Ξαφνικά, ένα ηχηρό γέλιο έσπασε την δραματική εκείνην σιωπή.
“ Πάντως βρε Στράτο μου, να σου πω την αλήθεια, εκείνην την κούκλα την λιμπίστηκα μέχρι κι εγώ”, είπε η μητέρα της και συνέχισε να γελάει νευρικά.

Η Αιμιλία γύρισε στο κρεββάτι της λυπημένη. Έβγαλε το τετράδιό της κι έγραψε ένα δακρύβρεχτο γράμμα στον Άη Βασίλη, όπου του ανέλυε λεπτομερώς τα γεγονότα και του ζητούσε να την λυπηθεί και να της φέρει τουλάχιστον αυτός την κούκλα. Κοιμήθηκε κουρασμένη και νιώθοντας βαθιά αδικημένη.

 Την επομένη ξημέρωσε Χριστούγεννα. Κάθε χρόνο, τέτοια μέρα, στο σπίτι της Ηλιάνας ξυπνούσαν χαράματα, ντύνονταν τα καλά τους και πήγαιναν στην εκκλησία. Εκεί κοινωνούσαν των αχράντων μυστηρίων και μετά γυρνούσαν σπίτι, έπιναν καφέ κι έτρωγαν το πρωινό τους, χωρίς πλέον τους περιορισμούς της νηστείας. Στο σπίτι της Αιμιλίας ξυπνούσαν αργά, έπιναν καφέ κι έτρωγαν αυτά που έτρωγαν πάντα. Η Αιμιλία συνήθιζε αμέσως μετά να τρέχει απέναντι, αλλά με όσα προηγήθηκαν το περασμένο βράδυ, δεν είχε καμία διάθεση. Το απόγευμα όμως συνέβησαν πράγματα τόσο αναπάντεχα, που  τελικά βρέθηκε στο σπίτι της φίλης της με δεκάδες ακόμη γείτονες.
 Τί συνέβη; Έγινε γνωστό από τις ειδήσεις ότι το καράβι όπου δούλευε ο κύριος Πέτρος έπεσε στα χέρια Σομαλών πειρατών και η τύχη του πληρώματος αγνοούταν. Η Ηλιάνα και η μητέρα της, η κυρά Σοφία, ήταν απαρηγόρητες, ενώ η  γιαγιά Παρέσσα είχε πέσει στο κρεββάτι, ανήμπορη από την μεγάλη λύπη. Πολύς κόσμος ερχόταν για να μάθει τα νέα, συγγενείς, φίλοι και γείτονες. Μέχρι και οι γονείς της Αιμιλίας, ήλθαν κι αυτοί στο σπίτι των γειτόνων τους, πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια.

 Η Ηλιάνα ήταν σε άσχημη κατάσταση. Η Αιμιλία λυπήθηκε τόσο για την φίλη της, που ξέχασε εντελώς όσα την πίκραναν το προηγούμενο βράδυ κι έμεινε κοντά της ώρες, προσπαθώντας να την παρηγορήσει. Αλλά οι ώρες περνούσαν χωρίς νέα και οι μέρες επίσης.  Η Αιμιλία, πάντα εκεί, δίπλα στην φιλενάδα της, να προσπαθεί να την κάνει να ξεχαστεί λιγάκι. Κοντά και η μαμά της, η κυρία Παναγιώτα, μαγείρευε και βοηθούσε στην φροντίδα του σπιτιού, μια που η κυρία Σοφία, έτρεχε όλη μέρα από υπηρεσία σε υπηρεσία, για να μάθει νέα.

  Η Αιμιλία, αν και λυπημένη από τα όσα περνούσε η φίλη της, δεν μπορούσε να μην σκέφτεται πόσοι άνθρωποι έδειξαν ενδιαφέρον για την οικογένειά της. Στο δικό τους σπίτι, δεν είχαν ποτέ κόσμο, ούτε στις χαρές ούτε στις λύπες. Κάποιοι φίλοι των γονιών της, βέβαια, τους επισκέπτονταν κάθε τόσο τυπικά και σπανιότερα κάνας συγγενής, αλλά ποτέ δεν είχε συναντήσει τόση ειλικρινή διάθεση για βοήθεια και συμπαράσταση, τόση αγάπη και ζεστασιά, όσο εκείνες τις ημέρες της τραγωδίας. Και όσο και αν ευχόταν να έχει η περιπέτεια της φίλης της ένα αίσιο τέλος...., να, δεν ήθελε αυτό το...τέλος.

 Έτσι ήλθε η παραμονή της πρωτοχρονιάς. Εκείνο το πρωί η Αιμιλία πρόσεξε ένα πολύ μεγάλο δέμα κάτω από το Χριστουγεννιάτικο δέντρο, αλλά δεν έδωσε σημασία. Έφαγε το πρωινό της άκεφη, εξαντλημένη από την στεναχώρια τόσων  ημερών! Βγήκε από την πόρτα κι ένιωσε απότομα το χειμωνιάτικο κρύο να της τρυπάει τα κόκκαλα. Πέρασε τον δρόμο κι ετοιμαζόταν να χτυπήσει το κουδούνι του σπιτιού της Ηλιάνας, όταν ξαφνικά η πόρτα άνοιξε και βγήκε ένας κύριος, όχι  πολύ ηλικιωμένος, λεπτός, με σκούρη γενειάδα, ευγενικά μάτια, πολύ γλυκύς και ήρεμος, ντυμένος κάπως φτωχικά και παλιομοδίτικα. Δίπλα του στέκονταν γελαστές η Ηλιάνα και η κυρά Παρέσσα.
“Εσύ θα πρέπει να είσαι η Αιμιλία, έτσι;” την ρώτησε με την πιο απαλή, αντρική φωνή που είχε ακούσει ποτέ.
“Μάλιστα κύριε...”, απάντησε έκπληκτη.
“Εμένα παιδί μου με λένε Βασίλειο και χαίρομαι πολύ που σε γνωρίζω.”
  Έπιασε το μικρό, κρύο της χεράκι και ξάφνου ένιωσε ολόκληρο το κορμί της ζεστό, ήρεμο και ξεκούραστο, σα να εξαφανίστηκε με μιας όλη η υπερένταση εκείνων των ημερών. Τι καλός που ήταν αυτός ο κυριούλης!
   “Πες μου Αιμιλία, υπάρχει κάτι που θα ήθελες πολύ για το νέο έτος; Εγώ ξέρεις, μπορώ να πραγματοποιώ τα όνειρα των παιδιών”.
     Ήταν και πολύ αστείος τελικά! Άκου να πραγματοποιεί τα παιδικά όνειρα! Ποιός ήταν, ο Άγιος Βασίλης! Μάλλον τα είχε λίγο χαμένα. Αλλά δεν ήθελε και να τον κακοκαρδίσει, τόσο γλυκύς που ήταν!”
     “ Θα ήθελα, ε, θα ήθελα την μεγάλη κούκλα με το άσπρο φόρεμα στην βιτρίνα του μεγάλου  παιχνιδοπωλείου ”.
   Πώς το είχε ξεχάσει τόσες μέρες! Η κούκλα, η κούκλα που την είχε μαγέψει, η κούκλα που θα ήθελε κάθε κορίτσι. Η καρδιά της φτερούγισε με λαχτάρα. Ήταν πολύ παράξενο που δεν την είχε σκεφτεί καθόλου την τελευταία εβδομάδα.
  Ο κυριούλης της χαμογέλασε στοργικά!
“ Την κούκλα λοιπόν... Εγώ παιδί μου σου υπόσχομαι ότι το νέο έτος θα έχεις αυτό που πραγματικά θέλεις”, της είπε και αφήνοντας, προς μεγάλη της απογοήτευση, το χέρι της, τους χαιρέτησε κι έφυγε περπατώντας αργά και απαλά, σχεδόν σα να πετούσε.
  “Ποιός ήταν αυτός”, ρώτησε την Ηλιάνα μπαίνοντας στο σπίτι.
  “Δεν τον ξέρουμε. Χτύπησε την πόρτα και ζήτησε λίγο ψωμί και η γιαγιά σηκώθηκε μετά από τόσες μέρες από το κρεββάτι και του έστρωσε ολόκληρο τραπέζι. Ωστόσο έφαγε λίγο μόνο και μετά μας ρώτησε για τον μπαμπά, θα το άκουσε φαίνεται στις ειδήσεις. Με ρώτησε τι επιθυμώ για το νέο έτος και φυσικά του είπα τον μπαμπά μου. Και υποσχέθηκε ότι ως αύριο το πρωί θα τον έχω”
  “ Και τον πίστεψες;”, 
 “ Ε, δεν ξέρω, το έλεγε πολύ πειστικά. Μπορεί και απλά να ήθελα να το πιστέψω, αλλά από εκείνην την  στιγμή είμαι πολύ ευδιάθετη. Το ίδιο και η γιαγιά μου, πώς να στο εξηγήσω, κάτι άλλαξε στην καρδιά μας, σα να μας δίνει ελπίδα”.

  Όσα ακολούθησαν ήταν συγκλονιστικά ευχάριστα. Η κυρία Σοφία γύρισε ενθουσιασμένη, γιατί στο αστυνομικό τμήμα είχαν την πληροφορία ότι ο άντρας της ελευθερώθηκε μαζί με τους υπόλοιπους αιχμαλώτους. Λίγη ώρα μετά το είπαν και στις ειδήσεις. Τους έφερναν πίσω με αεροπλάνο, θα έφταναν αργά το βράδυ.

 Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκε κανείς στην γειτονιά. Κόσμος πήγαινε κι ερχόταν, μαζί με πιατέλες με φαγητά, γλυκά και βασιλόπιτες. Ο νέος χρόνος τους βρήκε να γιορτάζουν όλοι μαζί και λίγο μετά την υποδοχή του, υποδέχτηκαν και τον μπαμπά της Ηλιάνας. Τόση ευτυχία δεν είχε ζήσει ποτέ ξανά η Αιμιλία. Ούτε καν τους γονείς της δεν είχε ξαναδεί να διασκεδάζουν έτσι. Λες και ήταν δικοί τους άνθρωποι, η οικογένεια της Ηλιάνας, και ας είχαν τόσα χρόνια τυπικές μόνο σχέσεις.

 Το επόμενο πρωί πήγαν στην λειτουργία του Αγίου Βασιλείου και για πρώτη φορά πήγε μαζί τους και η Αιμιλία. Και το μεσημέρι έφαγαν οι δύο οικογένειες στο σπίτι της, που γέμισε με γέλια, φωνές, τραγούδια και χορούς. Μέχρι και η γιαγιά Παρέσσα χόρεψε έναν ποντιακό χορό, με τα πονεμένα πόδια της.
“Να φιλώ σε πουλόπο'μ ... αδακά σο κατσί'σ”#, της είπε και αγκαλιάζοντάς την με δύναμη, της έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο.
 Και συμφώνησαν από εκείνην την ημέρα και μετά να περνούν μαζί όλες τις μεγάλες γιορτές, σαν μια οικογένεια.

  Μετά το φαγητό οι μεγάλοι ήπιαν τον καφέ τους και η μαμά της Αιμιλίας της έδωσε το δώρο της. Το δώρο ήταν εκείνο το τεράστιο πακέτο, κάτω από το δέντρο, που είχε προσέξει την προηγούμενη μέρα. Το άνοιξε κάπως αμήχανη, γιατί για την Ηλιάνα και τα αδέρφια της δεν υπήρχαν δώρα κάτω από το δέντρο. Πάλι τους ξέχασε ο Άη Βασίλης.
 “Είναι η κούκλα, η κούκλα”, τσίριξε σχεδόν η Αιμιλία.
“ Πω πω, είναι πανέμορφη”, θαύμασε με ειλικρίνεια η Ηλιάνα.
 Η Αιμιλία κοίταξε την φίλη της και μετά τους ευτυχισμένους ανθρώπους γύρω της. Τα πρόσωπα των γονιών της έλαμπαν  κι έμοιαζαν πιο νεανικά και ακόμη και το σπίτι της φαινόταν ομορφότερο και πιο φωτεινό. Θυμήθηκε τότε τα λόγια εκείνου του μυστηριώδους ανθρώπου.
“ Εγώ παιδί μου σου υπόσχομαι ότι το νέο έτος θα έχεις αυτό που πραγματικά θέλεις”.
 Λοιπόν ναι, είχε αυτό που πραγματικά ήθελε. Και δεν ήταν η κούκλα.
“Πάρτην, σου τη χαρίζω” είπε τότε, προτείνοντας την κούκλα στην Ηλιάνα.
  Το κοριτσάκι τα ΄χασε, δεν ήξερε τί να κάνει.
“ Τί λες τώρα, είναι δική σου, σου την έφερε ο Άη Βασίλης”
“ Αν ο Άη Βασίλης ξεχνάει το σπίτι σου κάθε χρόνο, αναλαμβάνω εγώ να τον πιέσω”, αστειεύτηκε η Αιμιλία. Επέμενε τόσο να δώσει την κούκλα, που ζήτησε την βοήθεια των γονιών της, οι οποίοι συγκινημένοι από την πρωτοβουλία της, κατάφεραν τελικά κι έπεισαν την Ηλιάνα  να την δεχτεί. Κι έτσι, εκείνην την ημέρα, η μικρή Ηλιάνα γύρισε σπίτι της κρατώντας στο ένα χέρι τον πατέρα της και στο άλλο την ωραιότερη κούκλα του κόσμου.

Μόλις τελείωσαν οι διακοπές των Χριστουγέννων τα δύο κορίτσια ξανάρχισαν το σχολείο. Την πρώτη κιόλας μέρα, η δασκάλα τους, τους διάβασε ένα βιβλίο με την ιστορία του Αγίου Βασιλείου από την Καισάρεια της Καππαδοκίας και τους έδειξε και μερικές εικόνες. Ήταν λίγο παράξενο το συναίσθημα που δοκίμασαν οι δύο φίλες, ότι κάπου τον είχαν δει αυτόν τον άνθρωπο.
 “Να σου πω Ηλιάνα”, ρώτησε υποψιασμένη η Αιμιλία, “εκείνος ο κυριούλης, που συνάντησα στο σπίτι σας την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, πού το ήξερε το  όνομά μου; Του το είπατε εσείς;”
 “Όχι, δεν αναφέραμε τίποτα για εσένα, μάλιστα, τώρα που το λές, και τα δικά μας ονόματα τα ήξερε, χωρίς να συστηθούμε”, θυμήθηκε αναστατωμένη η Ηλιάνα.

 Και τότε η Αιμιλία κατάλαβε  επιτέλους, ότι ο αληθινός Άη Βασίλης δεν ξέχασε ποτέ το σπίτι της φίλης της και μάλιστα πως από εδώ και πέρα θα ερχόταν συχνά και στο δικό της σπίτι.