πες μου ποιος είναι ο τόπος σου και ποια πατρίδα έχεις;
Στ’ αλώνια τραγουδιών φωνές, ξεφάντωμα στ’ αμπέλια.
Κι όταν χορεύη η λεβεντιά, της Πασχαλιάς τη μέρα,
Βροντοχτυπάει το τύμπανο και κελαηδεί η φλογέρα.
Στην μακρινή πατρίδα μου έχει ευωδιά και χάρι
το ταπεινότερο δεντρί, το πιο φτωχό χορτάρι.
Στους κλώνους της αμυγδαλιάς σμίγουν ανθοί και χιόνια
και φέρνουνε την άνοιξη γοργά τα χελιδόνια.
Στων μαγεμένων της βουνών τα μαρμαρένια πλάγια
γλυκολαλούνε πέρδικες και κλαίει η κουκοβάγια.
Η ασημένια θάλασσα μ’ αφρούς την περιζώνει
κι ο ουρανός με τ’ άστρα του την χρυσοστεφανώνει.
Τη μακρινή πατρίδα μου, πριν η σκλαβιά πλακώση,
την δόξαζ’ η παλληκαριά, την φώτιζεν η γνώση.
Και τώρ’ από τη μαύρη γή, τη γή τη ματωμένη,
πρόβαλε πάλ’ η Λευτεριά, σαν πρώτα αντρειωμένη!
╴Φτάνει!... Τη χώρα, που μου λες, τη γνώρισα, την είδα!
Τη μακρινή πατρίδα σου έχω κι εγώ πατρίδα!
Γεώργιος Δροσίνης (Πατρίδα)
Κι όταν χορεύη η λεβεντιά, της Πασχαλιάς τη μέρα,
Βροντοχτυπάει το τύμπανο και κελαηδεί η φλογέρα.
Στην μακρινή πατρίδα μου έχει ευωδιά και χάρι
το ταπεινότερο δεντρί, το πιο φτωχό χορτάρι.
Στους κλώνους της αμυγδαλιάς σμίγουν ανθοί και χιόνια
και φέρνουνε την άνοιξη γοργά τα χελιδόνια.
Στων μαγεμένων της βουνών τα μαρμαρένια πλάγια
γλυκολαλούνε πέρδικες και κλαίει η κουκοβάγια.
Η ασημένια θάλασσα μ’ αφρούς την περιζώνει
κι ο ουρανός με τ’ άστρα του την χρυσοστεφανώνει.
Τη μακρινή πατρίδα μου, πριν η σκλαβιά πλακώση,
την δόξαζ’ η παλληκαριά, την φώτιζεν η γνώση.
Και τώρ’ από τη μαύρη γή, τη γή τη ματωμένη,
πρόβαλε πάλ’ η Λευτεριά, σαν πρώτα αντρειωμένη!
╴Φτάνει!... Τη χώρα, που μου λες, τη γνώρισα, την είδα!
Τη μακρινή πατρίδα σου έχω κι εγώ πατρίδα!
Γεώργιος Δροσίνης (Πατρίδα)