Η πανδημία του κορωνοϊου που έπληξε την χώρα μας, μετά την αιματηρή δεκαετή οικονομική κρίση, κατέστησε τους φτωχούς φτωχότερους και έφερε σε δυσχερή κατάσταση επιβίωσης ένα σημαντικό αριθμό συνανθρώπων μας της πάλαι ποτέ ευημερούσης μεσαίας τάξης.
Στην ζοφερή σημερινή πραγματικότητα είναι εμφανής η απουσία των «εχόντων και κατεχόντων», οι οποίοι δεν δείχνουν κανένα ενδιαφέρον συμπαράστασης και στήριξης των πενομένων και εχόντων άμεση ανάγκη οικονομικής βοήθειας συμπολιτών μας , ακόμη και αν συγκαταλέγονται στο στενό συγγενικό τους περιβάλλον. Πρόκειται για την κατηγορία των άπληστων, πλεονεκτών και φιλάργυρων, που είναι παθολογικά προσκολλημένοι στα πλούτη τους, τα οποία λατρεύουν και αγωνιούν πως θα τα αυξήσουν. Ενώ έχουν περίσσεια αγαθών και χρημάτων δεν ανοίγουν ποτέ το χέρι τους να ελεήσουν τον υποφέροντα πλησίον τους μέχρι την τελευταία πνοή της επίγειας ζωής τους, που με την πανδημία φάνηκε πόσο εύθραυστη και ευτελής είναι. Ο θάνατος βρίσει τους άπληστους με τις παλάμες των χεριών τους σφικτά κλεισμένες. Και όλα τα αποκτήματά τους γίνονται λεία και αφορμή διαπληκτισμών μεταξύ των όποιων κληρονόμων τους.
Ο Απόστολος Παύλος χαρακτηρίζει τον πλεονέκτη και άπληστο ως ειδωλολάτρη.[Κολ.3,5], Οι δε αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι δίδασκαν ότι η πλεονεξία είναι σαν το αλατισμένο νερό. Όσο πιο πολύ πίνεις τόσο πιο πολύ διψάς. Ο ηγέτης της Ινδίας Μαχάτμα Γκάντι διακήρυξε «Η γη προσφέρει αρκετά να καλύψει τις ανάγκες του ανθρώπου, αλλά όχι και την πλεονεξία του». Και ο μεγάλος ασκητής Ισαάκ ο Σύρος θα συμβουλέψει «καλύτερα να κάνεις παρέα με γύπες, παρά με πλεονέκτη και άπληστο». Ο Χριστός, ο οποίος με την παραβολή της Μέλλουσας Κρίσης έθεσε ως κριτήριο κληρονομίας της Βασιλείας Του την αγαθοεργία[«επείνασα και εδώκατέ μοι φαγείν…»] μας δίδαξε και την παραβολή του άφρονος πλουσίου, ο οποίος βασάνιζε το μυαλό να βρει τρόπους να εξασφαλίσει το πλήθος των υπαρχόντων του, χωρίς να υπολογίσει το αιφνίδιο τέλος του. Αυτή τη νύχτα θα πεθάνεις και όσα έχεις μαζέψει με άγχος, φροντίδες και αδικίες ποιος θα τα πάρει; καταλήγει η παραβολή.[«Α δε ητοίμασας τίνι έσται;] Ένα αμείλικτο ερώτημα στους πλεονέκτες, άπληστους και φιλάργυρους της εποχής μας.