Στις πρόσφατες περιφερειακές εκλογές στη Γαλλία, δύο στους τρεις Γάλλους δεν προσήλθαν στις κάλπες, δηλ. αρνήθηκαν την ιδιότητα του πολίτη.
Πέρα από αποδοκιμασία των κομμάτων, κοινωνιολόγοι και πολιτικοί, διαβλέπουν μια δεύτερη, βαθύτερη αλλαγή, μετά τη μαζική εγκατάλειψη της χριστιανικής πίστης. Ο επιφανής μας Παναγιώτης Κονδύλης το είχε επισημάνει στην Πλανητική πολιτική: «Η Χώρα βυθίζεται στον κοινωνικό λήθαργο και στη συλλογική απραξία. Η κοινωνική πράξη έχει αντικατασταθεί από αντανακλαστικές κινήσεις. Το νευρόσπαστο κινείται κι αυτό. Όμως δεν πράττει». Και τώρα τι κάνουμε; Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ μας υποδεικνύει – σε παράφραση - τη Λύση: …ο λαός είχε χάσει την εμπιστοσύνη των κομμάτων και μόνο με διπλάσια προσπάθεια θα μπορούσε να την ανακτήσει. Δεν θα ήταν ευκολότερο, στην περίπτωση αυτή γράφει, κάνοντας πικρό χιούμορ ο μεταφραστής μας, τα κόμματα να διαλύσουν τον λαό και να εκλέξουν άλλον;
Τριάντα πέντε χρόνια τώρα* οι Γάλλοι καλούνται να εκλέξουν τους περιφερειακούς συμβούλους τους, σύμφωνα με τους νόμους του Defferre του 1982 για την αποκέντρωση. Ωστόσο, όπως δείχνει το γράφημα, η αποχή τείνει να αυξάνεται από το 1986, παρά το ότι για περισσότερες από τρεις δεκαετίες οι περιφέρειες έχουν διατυμπανίσει τα επιτεύγματά τους και τις ενέργειές τους.
Όσο σημαντικές και αν είναι αυτές οι παράμετροι, πιστεύουμε, ωστόσο, ότι η αυξητική τάση της αποχής, η οποία έχει επιταχυνθεί τα τελευταία χρόνια, οφείλει πολλά στον μετασχηματισμό του αιτήματος ή, με άλλα λόγια, στη βαθιά αλλαγή της σχέσης με την ψηφοφορία, ακόμη και στην ιθαγένεια των Γάλλων. Κατά την άποψή μας, αυτή η τάση αύξησης της αποχής είναι ένα σύμπτωμα αυτού που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε κρίση της πίστης στη Δημοκρατία. Αυτή η κρίση αφορά τόσο την πράξη ψηφοφορίας όσο και όλα όσα την διέπουν, δηλαδή την αίσθηση ότι ανήκουμε σε μια ομάδα πολιτών που σχηματίζουν το εκλογικό σώμα.
82% η αποχή των νέων!!!
Μπορούμε, λοιπόν, να παραλληλίσουμε την κατάσταση που πρέπει να αντιμετωπίσουν σήμερα οι δημοκρατικοί θεσμοί με αυτή που η Καθολική Εκκλησία γνωρίζει εδώ και αρκετές δεκαετίες. Από τη δεκαετία του 1960, και πολύ περισσότερο από τη δεκαετία του 1980, οι ναοί εγκαταλείφθηκαν από τους πιστούς και η συμμετοχή στην κυριακάτικη θεία λειτουργία έγινε μια ξεπερασμένη τελετή. Με την ανανέωση των γενεών, αυτή η πρακτική χάθηκε και έχει γίνει ακόμη ξένη για τις γενιές που έχουν μεγαλώσει σε μια Γαλλία που σύχναζε όλο και λιγότερο στους ναούς. Η ψηφοφορία έχει επίσης μια τελετουργική διάσταση που μπορεί να συγγενεύει με μια δημοκρατική κοινωνία. Όπως στη θεία λειτουργία, ψηφίζουμε επίσης την Κυριακή, συχνά με την οικογένεια, και το πέρασμα πίσω από το παραβάν όπως και μπροστά από την εφορευτική επιτροπή δίνει σε αυτήν τη συγκεκριμένη στιγμή μια επίσημη και τελετουργική πτυχή, κατ’ εικόνα της θείας κοινωνίας. Την εποχή που η προσέλευση στις κάλπες ήταν υψηλή, το πλήθος στα εκλογικά τμήματα έτρεφε στον ψηφοφόρο την αίσθηση ότι ανήκει στην εθνική κοινότητα, όπως τα λουστραρισμένα καθίσματα του ναού ενίσχυσαν στους Καθολικούς την αίσθηση ότι ανήκουν στο χριστιανικό λαό. Η εκμάθηση αυτών των χειρονομιών και η μετάδοση αυτής της δημοκρατικής και θρησκευτικής κουλτούρας πραγματοποιόταν στις οικογένειες, με τα μικρά παιδιά να συνοδεύουν τακτικά τους γονείς τους στο εκλογικό κέντρο ή στον ναό. Με την πάροδο του χρόνου, αυτοί οι μηχανισμοί μετάδοσης έχουν χάσει σε μεγάλο βαθμό την αποτελεσματικότητα και το γεγονός της μετακίνησης σε ένα εκλογικό κέντρο δεν εντυπωσιάζει τις νεότερες γενιές. Έτσι, σύμφωνα με τα στοιχεία του Ifop, τουλάχιστον το 82% των ατόμων κάτω των τριάντα πέντε δεν προσήλθαν στον πρώτο γύρο, καθώς η ψηφοφορία στις περιφερειακές εκλογές φαίνεται να είναι πραγματικά ξεπερασμένη στα μάτια των νέων. Η αποχή ήταν επίσης μαζική (σχεδόν 70%) μεταξύ των 35-64 ετών. Μόνο τα άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω, τα οποία κοινωνικοποιήθηκαν πολιτικά στη Γαλλία τη δεκαετία του 1950 και του 1960, μια περίοδο κατά την οποία η ψηφοφορία ασκήθηκε ευρέως και θεωρήθηκε ως πραγματικό καθήκον, εμφανίζει σχετικά υψηλό ποσοστό συμμετοχής ("μόνο" 53% αποχή).
Επομένως, η αυξητική τάση της αποχής που παρατηρήθηκε τις τελευταίες δεκαετίες αποκτά μια καινούρια διάσταση. Στην πραγματικότητα, μπορεί να διαβαστεί ως συνέπεια της ανανέωσης των γενεών με τη σταδιακή αντικατάσταση των γενεών που είχαν βιώσει καθ’ ολοκληρίαν σε αυτό που ο Jean-François Sirinelli αποκαλεί «δημοκρατικό πολιτισμό», από δημογραφικές ομάδες που έχουν μια πολύ πιο χαλαρή και αποϊερωμένη σχέση με την ψηφοφορία. Με άλλα λόγια, ενώ ορισμένοι σχολιαστές ανέλυσαν το αποτέλεσμα των περιφερειακών εκλογών ως εκδίκηση του «παλαιού κόσμου» στον «νέο κόσμο», η υψηλή αποχή και ο απαρχαιωμένος χαρακτήρας που τώρα φαίνεται να αποκτά η ίδια η πράξη της ψηφοφορίας και η είσοδος στο εκλογικό κέντρο τείνει μάλλον να δείχνει ότι είδαμε τον τελευταίο γύρο του «παλιού κόσμου», σαν να είδαμε έναν κόσμο «που έχουμε χάσει», για να παραθέσουμε τον τίτλο του βιβλίου του Jean-François Sirinelli. Σε ορισμένα αγροτικά τμήματα με τον ηλικιωμένο πληθυσμό της Νοτιοδυτικής Γαλλίας, αυτός ο δημοκρατικός πολιτισμός, ο οποίος είχε ριζώσει εκεί νωρίς, αντιστάθηκε λίγο καλύτερα από οπουδήποτε αλλού, όπως αποδείχτηκε. Η αποχή ήταν λίγο μικρότερη εκεί από ό, τι σε εθνικό επίπεδο: 56,2% στηLot, 58,3% στην Correze και 59,3% στην Dordogne, παράδειγμα. Αλλά ακόμη και σε αυτά τα παλιά προπύργια των Δημοκρατικών, η πολιτική κρίση είναι βαθύτερη.
Κατά την άποψή μας, η κρίση της πίστης στη δημοκρατία είναι συνέπεια μιας ανθρωπολογικής ρήξης στην κοινωνία από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και η οποία έχει ενταθεί τα τελευταία είκοσι χρόνια. Η εξατομίκευση και η άνοδος της «ατομικοποιημένης» κοινωνίας είναι φαινόμενα που είναι δύσκολο να συμβιβαστούν με την ίδια την αρχή της ψηφοφορίας, μια χειρονομία με συλλογικό σκοπό.
Ανάλυση των δημοσιολόγων Ζερόμ Φουρκέ και Ζερεμί Πελτιέ της εταιρίας δημοσκοπήσεων Ifop για λογαριασμό του Ιδρύματος Ζαν Ζωρές.
Πηγή: https://www.lesalonbeige.fr/les-francais-ont-perdu-la-foi-dans-la-religion-republicaine/ Μετάφραση Ε. Δ. Νιάνιος.
* Πρόεδρος Δημοκρατικής Αναγέννησης