Θα συνεχίσουμε το αφιέρωμά μας στη θέση που έδωσαν Έλληνες και ξένοι ποιητές στην Επανάσταση του 1821, από το οποίο σεμνό προσκύνημά μας στην αθέατη αυτή πλευρά του πνεύματος – και το επαναλαμβάνουμε, εξίσου σημαντική με τα γεγονότα – δεν θα μπορούσαν να απουσιάσουν τα ηρωικά κατορθώματα των Σουλιωτών και Σουλιωτισσών.
Πλήθος τα ποιήματα που έχουν γραφεί για το Σούλι και τους αγώνες του, δημοτικά στιχουργήματα και λόγια ποιήματα γραμμένα από επώνυμους ποιητές, γι’ αυτό και θα αφιερώσουμε περισσότερη έκταση σε αυτά.
Τα ηρωικά κατορθώματα των Σουλιωτών και των Σουλιωτισσών εξακολουθούν να εμπνέουν κάθε Ελληνίδα και Έλληνα και αποτελούν κάλεσμα προς παραδειγματισμό σε κάθε νέο και νέα μας με τον εμφατικά διδακτικό χαρακτήρα τους - «οίδε (= γνωρίζει) γαρ και πολέμιος ανδρών αρετάς θαυμάζειν».
«Θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη. Τραγωδία εις τρεις πράξεις» του Θεόδωρου Αλκαίου
Πράξις Β΄. Σκηνή Τρίτη. Μπότσαρης και Καραμεϊμέτης (απόσπασμα):
ΚΑΡΑΜΕΪΜΕΤΗΣ
…Και πλέον αποφάσισε στους λόγους μου να κλίνεις, / Ώστε μεσάζων δι’ αυτούς σωτήριος να γίνεις. / Αν επινεύσεις μάλιστα, εγώ σε τάζω τώρα. / Ως από μέρους του Πασσά, λαμπρά, μεγάλα δώρα. / Θε να σε δώσει παρευθύς το πατρικόν ψωμί σου, / Οι θησαυροί του εν ταυτώ θα είναι θησαυροί σου. / Ως καπητάνος δυνατός αφ’ όλους θα καλείσαι / Και ως σωτήρ του έθνους σου θα υπερεπαινείσαι. / Τέλος, σε λέγω αν πεισθείς, ό,τι επιθυμήσεις / Αμέσως από τον Πασσάν θε να το αποκτήσεις.
ΜΠΟΤΣΑΡΗΣ
Ε! φθάνει Καραμεϊμέτ! εις μάτην κοπιάζεις, / Εις μάτην την καρδίαν μου να φθείρεις δοκιμάζεις! / Ό,τι εγώ επιθυμώ δεν κρέματ’ απ’ εσένα, / Δεν κρέματ’ από τον Πασσάν ν’ αποδοθεί σ’ εμένα. / Κρέματ’ από την του Θεού ευκταίαν ευδοκίαν, / Να δώσει εις το έθνος μας την ανεξαρτησίαν. / Τα όσα δε με αριθμείς, δόξας, τιμάς, βραβεία. / Με φαίνονται μικρότατα, ουτιδανά, γελοία… /Τι; Την λαμπράν πατρίδα μου εγώ να την πωλήσω, / Και δούλος, ο ελεύθερος, εγώ να καταντήσω; / Ε! κάλλιον ν’ αφανισθώ και την ζωήν να χάσω, / Κάλλιον με τας σάρκας μου τους λύκους να χορτάσω! / Άθλιε δούλε! Αγνοείς προς ποίον ρητορεύεις, / Κι έτι προς ποίον λέοντα τολμάς ν’ αντιπαλεύεις; / Παλεύεις με τον Μπότσαρην, υιόν Ελευθερίας, / Κι εκ γενετής του άσπονδον εχθρόν της τυραννίας!...
Στο σημείο αυτό πρέπει να διευκρινίσουμε ότι ο Αλή πασάς των Ιωαννίνων ξόδευε πολλά χρήματα εκτός των άλλων και για δώρα/μπαξίσια σε καπετάνιους διαφόρων περιοχών. Και γι’ αυτό ο Άγγλος πρόξενος της Πρέβεζας το Μάρτιο του 1821 σημείωσε ότι ο εν λόγω πασάς είχε ξοδέψει μέχρι τότε 500.000 αιγυπτιακές λίρες και δεν πρέπει να αποτελεί αίνιγμα πώς και δεν βρέθηκαν οι θησαυροί του Αλή πασά μετά το θάνατό του. Γι’ αυτό και διβάζουμε στο 2ο με 3ο στίχο τα ταξίματα του Καραμεϊμέτη για μεγάλα δώρα από τον πασά (βλ. Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία του νέου ελληνισμού, τ. Ε΄, σ. 138).
Στη συνέχεια ας περάσουμε σε ένα λόγιο ποίημα που γράφτηκε στα νεότερα χρόνια από την ποιήτρια Μυρτιώτισσα.
«Σουλιώτισσες» της Μυρτιώτισσας
Ω! σεις που μου γεννήσατε την πρώτη ανατριχίλα / του ονείρου και του θαυμασμού στην παιδική ψυχή, / και της καρδιάς μου πρώιμα τ’ ανοίξατε τα φύλλα, / για να ’ρτ’ η θεία της ποίησης πνοή να ξεχυθεί,
ω! σεις που μου ξυπνήσατε πλατιά την περηφάνια, / τι τάχ’ αν είναι μου η ζωή σαν άναστρη νυχτιά, / τι κι αν με ζώνει ολόγυρα πικρή και μαύρη ορφάνια,/ σα μου χτυπάει του αιμάτου σας μια στάλα την καρδιά!
Όταν παιδούλα, στης γιαγιάς τα γόνατ’ ακουμπούσα, / ν’ ακούσω την Πεντάμορφη, το Ρήγα τον τρανό, / θυμάμαι πάντα πως για σας στο τέλος τη ρωτούσα: / «Πες μου το παραμύθι σου, γιαγιά, τ’ αληθινό».
Κι ως άρχιζε, σας έβλεπα μπροστά μου, να περνάτε / σάμπως πανώριες ρήγισσες, ορθόστηθες μια μια, / και τραγουδώντας στη σπηλιά του δράκου να κυλάτε, / που ήταν στη ρίζα του γκρεμού χωμένη εκεί βαθιά.
Και τρομαγμένη τα ’κλεινα τα μάτια μου, και πάντα / στ’ αυτιά μου ο βόγκος έφτανε τ’ άγριου του τραγουδιού∙ / μου στριφογύριζε στο νου μια ζωντανή γιρλάντα / και στόματα που χάσκανε αθώρητου θεριού.
Μα αν από σας τα πρώτα μου τα χρόνια είχαν γιομίσει, / το νόημά σας ξέφευγε, δε χώραε στο μυαλό, / με μια καρδούλα εφτάχρονη σας είχα εγώ αγαπήσει, / σας στοχαζόμουν μ’ έρωτα τρεμάμενο, δειλό.
Μόνο σα μέστωσ’ η καρδιά κι ωρίμασέ μου η σκέψη, / κάτ’ απ’ τον αιματόχρυσο, μια μέρα, ηλιοσωρό, / που απλώνονταν στο Ζάλογγο, προτού να βασιλέψει, / ω! θάμα! οραματίστηκα τον τραγικό χορό!
……
Κι ύστερα στήσατε μεμιάς έν’ άγριο πανηγύρι, / μ’ απ’ το χορό ξεφεύγατε, γλιστρούσατε μια μια, / και στένευε η γιρλάντα σας και μίκραιναν οι γύροι, / κι ανέμιζαν πολύχρωμα κουρέλια και μαλλιά!
…….
Έγειρ’ ο ήλιος κι έσβησε μαζί και τ’ όραμά σας, / μα εγώ, που λες και πέτρωσα μπρος στο ιερό βουνό, / τη ζέστα από το αίμα σας, τη δρόσο απ’ τα μαλλιά σας, / ώρα πολύ δεχόμουνα μ’ ένα βαθύ παλμό…
………..
Σουλιώτισσες! Ριζώσανε στα βράχια τα κορμιά σας / κι αγριοβιόλες φύτρωσαν στη ματωμένη γη, / μα το κρινάνθι της στερνής αφρός της ευωδιάς σας / κι υπέρτατο ένα σύμβολο, βλασταίνει στην κορφή!
Η Μυρτιώτισσα (Κωνσταντινούπολη 1885 – Αθήνα 1968) ήταν ποιήτρια και ηθποιος και το πραγματικό της όνομα ήταν Δρακοπούλου Θεώνη. Ήταν ερωτευμένη με τον ποιητή Λορέντζο Μαβίλη, ο θάνατος του οποίου στάθηκε αφορμή για την ποιητική της σταδιοδρομία. Η ποίησή της χαρακτηρίζεται από έντονο λυρισμό και συναισθηματική φόρτιση. Το γυναικείο ζήτημα αποτελεί σταθερό χαρακτηριστικό στα ποιήματά της και είναι το ειδοποιό στοιχείο του έργου της από ένα σημείο και μετά.
Ως συμπληρωματικό και επεξηγηματικό σχόλιο στο ποίημα «Σουλιώτισσες» παραθέτουμε το ακόλουθο απόσπασμα από το ανωτέρω μνημονευθέν σύγγραμμα του Χριστόφορου Περραιβού (Ιστορία του Σουλλίου και της Πάργας, σ. 15-16, τ. Α΄, έκδ. 1857 εν Αθήναις): «το περιεργότερον ότι και διάφοροι γυναίκες φέρουσιν όπλα, ανάγκης δ’ επειγούσης και πολεμούσι∙ όταν οι άνδρες μάχονται, αυταί φέρουσι κατόπιν αυτών επ’ ώμων τροφάς, πολεμεφόδια και παν ό,τι αναγκαιεί∙ παρατηρούσι προς τούτοις τους μαχητάς, εγκωμιάζουσι τους ανδρείους, ψέγουσι τους ανάνδρους, εσθότε και τους αφοπλίζουσι, η παρουσία των εντοσούτω εις τας μάχας ωφελεί τα μέγιστα, επειδή αναζωπυρεί την φιλοτιμίαν και άμιλλαν των ανδρών∙ δεν υπόκεινται τόσον εις τας κατηγορίας των γυναικών οι άγαμοι, όσον οι νυμφευμένοι, εάν γνωρισθώσιν άνανδροι∙
Επικρατεί και άλλο επιτόπιον έθιμον, το οποίον εξουθενεί την δειλίαν∙ όταν π.χ. γυνή τις, έχουσα γενναίον άνδρα, υπάγει εις την βρύσιν να φέρει ύδωρ, εάν εύρει άλλην εκεί, της οποίας τον άνδρα γνωρίζει δειλόν, δεν την αφήνει να πρωτογεμίσει το αγγείον της, ούτε το ζώον της να πρωτοποτίσει, αλλά την παραγκωνίζει λέγουσα ότι δεν πρέπει να υδρεύσει πρώτη ύδωρ έχουσα μικρόψυχον άνδρα και ανωφελή εις την Πατρίδα, εις τον οποίον ούτε γυνή σχεδόν ανήκει…μη υποφέρουσα λοιπόν τοιαύτην καταφρόνησιν, άμα επιστρέψει εις την οικίαν της, αμέσως εξηγεί το παράπονόν της εις τον άνδρα της λέγουσα ότι, ή να πράξει και αυτός ιδιαιτέραν τινά ανδραγαθίαν υπέρ Πατρίδος, ώστε εκ τούτου ν’ απολαύσει και αυτή παρά ταις άλλαις γυναιξί την υπόληψίν της, ή άλλως, σύζυγόν της πλέον εντρέπεται να τον ονομάζει».
(συνεχίζεται)
* Παναγιώτης Γ. Αλεκάκης,
Φιλόλογος – Ιστορικός,
Δρ Ιστορικού και Αρχαιολογικού Τμήματος Α.Π.Θ.,
Διευθυντής 2ου ΓΕΛ Κατερίνης