Νικόλαος Πλαστήρας, τέκνο φτωχής οικογενείας από το Βουνέσι (Μορφοβούνι, σημερινή ονομασία) του ν. Καρδίτσας. Διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα του τόπου. Γεννήθηκε το 1883 και πέθανε το 1953.
Ο πατέρας του ήταν ράπτης και η μάνα του υφάντρα. Φοιτά στο δημοτικό και στο ελληνικό σχολείο της Καρδίτσας. Εμπλέκεται σε καυγά με τούρκο αξιωματούχο και αναγκάζεται να καταφύγει στον Πειραιά για να σωθεί. Επιστρέφει όταν απελευθερώθηκε από τους τούρκους η Θεσσαλία και τελειώνει τις γυμνασιακές σπουδές του. Κατόπιν τον Δεκέμβριο του 1903 κατατάσσεται στο στρατό με τον βαθμό του δεκανέα. Το 1907 συγκροτεί ομάδα καρδιτσιωτών εθελοντών και λαμβάνει μέρος στον Μακεδονικό αγώνα. Συμμετέχει ενεργά στον «Σύνδεσμο Υπαξιωματικών» που ήταν παράλληλη με τον «Στρατιωτικό Σύνδεσμο» των αξιωματικών, που έκανε το Κίνημα στο Γουδί το 1909. Το 1910 εισήχθη στη Σχολή Υπαξιωματικών της Κέρκυρας από την οποία αποφοίτησε το 1912 ως Ανθυπολοχαγός.
Κατά τους βαλκανικούς πολέμους πολεμά ηρωικά και διακρίνεται στις μάχες της Ελασσόνας, των Γιαννιτσών και του Λαχανά – ιδιαίτερα στην τελευταία. Για τον λόγο αυτό ονομάζεται από τους συμπολεμιστές του ¨μαύρος καβαλάρης¨.
Όταν υπηρετούσε ως λοχαγός στη Λευκάδα μαζί με 11 άλλους αξιωματικούς της μονάδας του εγκατάλειψε τη θέση του και κινήθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου έφτασε στις 17/30 Σεπτεμβρίου 1916. Πολέμησε στο Μακεδονικό μέτωπο κατά των Γερμανοβουλγάρων, όπου τραυματίστηκε και παράλληλα προάχθηκε σε ταγματάρχη. Επίσης, ορίστηκε Στρατιωτικός Διοικητής στη Χίο. Στη μάχη του Σκρα διακρίθηκε ως διοικητής τάγματος και προήχθη «επ' ανδραγαθία» σε αντισυνταγματάρχη.
Στη Μικρά Ασία, ως επικεφαλής του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων έχει ως περιοχή ευθύνης του την περιοχή Μαγνησίας. Μεταξύ άλλων προβαίνει σε εκκαθαρίσεις από τους Τούρκους Τσέτες αντάρτες και στην προάσπιση των ελληνικών πληθυσμών και ιδρύει ένα ορφανοτροφείο με σκοπό τη φροντίδα των ορφανών Ελληνόπουλων. Στη Μικρασιατική εκστρατεία έδωσε πολλές νικηφόρες μάχες με λίγες απώλειες που τον έκαναν γνωστό εις τους Τούρκους. Οι τελευταίοι τον ονόμασαν «Καρά-Πιπέρ» (μαύρο πιπέρι), ενώ το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων έγινε γνωστό ως «Σεϊτάν Ασκέρ» (Στρατός του Διαβόλου). Επίσης, επικηρύχθηκε από τον Μουσταφά Κεμάλ. Κατά την προέλαση του Ελληνικού Στρατού το καλοκαίρι του 1921 πέρα από τον Σαγγάριο, το Σύνταγμα έφθασε μέχρι το Καλτακλί, 8 χιλιόμετρα από το Καλέ Γκρότο, ως αριστερή πτέρυγα της 13ης Μεραρχίας του Β΄ Σώματος Στρατού. Κατά την επιστροφή στρατιωτών και πολιτών προς την μητέρα Ελλάδα, μετά την στρατιωτική ήττα, βοηθάει πάρα πολλούς Έλληνες (στρατιωτικούς και πρόσφυγες πολίτες).
Μετά την μικρασιατική καταστροφή, το 1922 αναλαμβάνει την αρχηγία της «Επαναστατικής επιτροπής» και ανατρέπει τον βασιλέα Κωνσταντίνο τον Α΄ και τον διαδέχεται ο υιός του Γεώργιος ο Β΄. Ορκίζεται νέα κυβέρνηση εις την οποία δεν συμμετέχει αλλά είναι ο ισχυρός αρχηγός. Η κυβέρνηση ασχολείται με τη λύση των προβλημάτων που προκάλεσε ο πόλεμος, με την στέγαση και περίθαλψη των προσφύγων εις τους οποίους διανέμονται απαλλοτριωθείσες γεωργικές εκτάσεις. Aναδιοργανώνεται ο Στρατός και ανασυντάσσεται η Στρατιά του Έβρου, δίνοντας ένα βοήθημα στον Ελευθέριο Βενιζέλο, κατά τις διαπραγματεύσεις για τη Συνθήκη της Λωζάννης, περιορίζοντας τις απαιτήσεις του Κεμάλ.
Μετά τις εκλογές τον Δεκέμβριο του 1923 κατέθεσε την εξουσία στα χέρια της εκλεγμένης κυβέρνησης. Τον Ιανουάριο του 1924 παραιτήθηκε και αποστρατεύτηκε με τον βαθμό του Αντιστράτηγου. Το 1933 τις εκλογές κέρδιζε η αντιβενιζελική παράταξη του Παναγή Τσαλδάρη. Πριν ολοκληρωθεί η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, τη νύχτα της 5ης προς 6ης Μαρτίου, ο Πλαστήρας οργάνωσε κίνημα υπέρ του Βενιζέλου και με την έγκριση αυτού, με τη δικαιολογία ότι η άνοδος των αντιβενιζελικών στην εξουσία θα σήμαινε το τέλος της Δημοκρατίας. Το κίνημα απέτυχε και κατέφυγε στον Λίβανο και μετά στη Γαλλία. Αρχές του φθινοπώρου του 1941, έρχεται πάλι σε επαφή με τον Πυρομάγλου τον οποίο στέλνει στην Ελλάδα με σκοπό να αναστείλει κάθε ένοπλη αντίσταση, ο οποίος τελικά προσχώρησε στον ΕΔΕΣ. Ο Πλαστήρας ήταν ένας, παρά τη θέληση τη δική του, πρόεδρος του ΕΔΕΣ.
Τον Νοέμβριο του 1944 ήλθε σε επαφή με τον Γεώργιο Παπανδρέου, ο οποίος ήθελε να τον προσκαλέσει στην Ελλάδα με σκοπό να ενισχύσει την κυβέρνησή του. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα ο Πλαστήρας είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στις εξελίξεις. Κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών, σε συζήτηση που διεξήχθη μεταξύ των Σιάντου, Γεωργίου Παπανδρέου, Καφαντάρη, του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού και του ίδιου, είχε έντονη λογομαχία με τον Σιάντο. Ο Πλαστήρας αμφισβήτησε ανοικτά την προσφορά των ανταρτών του ΕΛΑΣ στην Εθνική Αντίσταση και στην απελευθέρωση κάνοντας λόγο για «ξεπάστρεμα όλων των δεξιών» και «κάψιμο χωριών». Ο Σιάντος εξανέστη φωνάζοντας «Δεν σας επιτρέπω να υβρίζετε τους ηρωικούς μας αντάρτες!», με τον Πλαστήρα να του ανταπαντάει: «Κάθισε κάτω, ζαγάρι!»
Μετά τα γεγονότα του Δεκεμβρίου 1944 καλείται να αναλάβει την διακυβέρνηση της χώρας ως προσωπικότητα ευρείας αποδοχής. Είναι 3 Ιανουαρίου 1945. Προσπαθεί να αποτρέψει τον λεγόμενο εμφύλιο ή κατά άλλους ανταρτοπόλεμο και συμμετέχει στη συμφωνία της Βάρκιζας. Τον Απρίλιο του 1945 δημοσιεύεται επιστολή του στην εφημερίδα ¨Ελληνικό Αίμα¨, με την οποία ζητούσε τη συνθηκολόγηση με τους Ιταλούς, κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ο τότε Αντιβασιλέας και Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός ζητά την παραίτηση πρωθυπουργού και κυβερνήσεως, η οποία γίνεται στις 8 Απριλίου 1945.
Με την λήξη του εμφυλίου γίνεται πρωταγωνιστής των εξελίξεων ως αρχηγός της ΕΠΕΚ (Εθνική Προοδευτική Ένωση Κέντρου) με σύνθημα τη λέξη ¨Αλλαγή¨. Σχηματίζει δυο φορές κυβερνήσεις συνασπισμού κομμάτων κεντρώων 1950-1952 (15 Απριλίου 1950 - 21 Αυγούστου 1950 και 1 Νοεμβρίου 1951 - 11 Οκτωβρίου 1952). Ασκεί μετριοπαθή πολιτική και αγωνίζεται να επουλώσει τις πληγές που άφησε εις τις καρδιές και να αποκαταστήσει την υλική καταστροφή που προκάλεσε η ένοπλη προσπάθεια ελάχιστης μειοψηφίας να κυβερνήσουν τον τόπο. Στη δεύτερη περίοδο της πρωθυπουργίας του συνεργάστηκε με το κόμμα των Φιλελευθέρων με αρχηγό τον Σοφοκλή Βενιζέλο.
Το τέλος του το πολιτικό πλησιάζει. Στις 16 Νοεμβρίου 1952 προκηρύσσονται εκλογές με το πλειοψηφικό σύστημα με το οποίο συμφώνησε και ο Πλαστήρας αποδεχθείς την πρόταση-πρόκληση του Παπάγου εις την Βουλή. Κατά τις εκλογές εκείνες ο στρατάρχης Παπάγος, ο νικητής του εμφυλίου σπαραγμού, θριαμβεύει με το κόμμα ¨Ελληνικός Συναγερμός¨ και ο Πλαστήρας δεν εκλέγεται ούτε Βουλευτής. Η πολιτική του παρουσία τελειώνει.
Πάμφτωχος και παραγνωρισμένος, διαμένει σε ένα μικρό διαμερισματάκι στο Μετς και δεν θέλει ούτε τηλέφωνο ανάγκης: «Η Ελλάδα πεινάει κι εμένα θα μου βάλετε τηλέφωνο;», έλεγε στις εκκλήσεις των δικών του. Στην ευρύτερη οικογένειά του είχε απαγορεύσει μάλιστα να χρησιμοποιούν το επίθετο Πλαστήρας για να μην τυγχάνουν ευνοϊκότερης μεταχείρισης. Όταν ο άνεργος αδερφός του βρήκε τελικά δουλειά εργάτη σε βιομηχανία παραγωγής μπύρας ως «Πλαστήρας», ο στρατηγός το έμαθε και αφού τον επέπληξε, του απαγόρευσε να αποδεχθεί τη θέση λέγοντάς του: «Αν έχεις ανάγκη, κάτσε εδώ να μοιραζόμαστε το φαγητό μου». Ο πρωθυπουργός Πλαστήρας δεν απέκτησε ποτέ δικό του σπίτι, μιας και όταν οι καλοί του φίλοι κανόνισαν κάποτε ένα στεγαστικό δάνειο, εκείνος τους απάντησε: «Με τι μούτρα ρε θα βγω στο δρόμο αν μαθευτεί πως εγώ πήρα δάνειο για σπίτι;». Κατάκοιτος πια από την κακή κατάσταση της υγείας του, δέχθηκε λίγο πριν πεθάνει στο φτωχό διαμερισματάκι του κοντά στο Παναθηναϊκό Στάδιο την επίσκεψη της βασίλισσας Φρειδερίκης, η οποία τον ρώτησε γιατί κοιμόταν σε ράντζο και όχι σε κανονικό κρεβάτι: «Συνήθισα, Μεγαλειοτάτη, το ράντζο από τον στρατό και δεν μπορώ να το αποχωριστώ», της απάντησε ο υπερήφανος Πλαστήρας.
Αφήνει την τελευταία πνοή την 27η Ιουλίου 1953. Με απόφαση της κυβέρνησης Παπάγου η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη και απεδόθησαν τιμές εν ενεργεία Πρωθυπουργού.
Συνοπτική η παρουσίαση του Πλαστήρα Νικολάου ή Μαύρου Καβαλάρη κατά τους πιστούς του φίλους και συμπολεμιστές του. Κεντρώος αξιωματικός και πολιτικός δεν απέφυγε την εμπλοκή του στρατού εις την πολιτική. Κινημάτων ηγήθηκε άλλοτε με επιτυχία και άλλοτε με ήττα. Δεν συμφωνεί κανείς με την εμπλοκή του στρατού στην πολιτική κονίστρα. Άλλος είναι ο ρόλος του στρατεύματος. Καταδικαστέος για τη συμπεριφορά αυτή ο Πλαστήρας και κάθε αξιωματικός.
Εκείνο που πρέπει να τονιστεί για να το θυμηθούμε όλοι μας και να το πληροφορηθεί πρωτίστως η νεολαία μας είναι το γεγονός ότι πέθανε στην ψάθα. Δεν υπήρχαν χρήματα για το νεκρικό κουστούμι. Μας φαίνεται παράξενο, ίσως, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα. Αυτά, θα γράφαμε, τα πρότυπα θα πρέπει να έχουν όλοι οι πολιτικοί. Όλοι και όχι μόνο η πλειοψηφία. Εμείς, ως κυρίαρχος Λαός, τέτοιους πολιτικούς να σταυροδοτούμε
Μυργιώτης Παναγιώτης
Μαθηματικός