Δεκαετία του ’60. Παρελαύνει στην Κατερίνη ο Σύλλογος Παλαιών Πολεμιστών του Αλβανικού Έπους 1940-41. Τον σημαιοφόρο έφεδρο Αρχιλοχία του Ελληνικού Στρατού, Ιωάννη Χατζηγιάννη του Περικλή, συνοδεύει τιμητικά άγημα Στρατιωτών.
Ήταν η γενιά που ανταποκρίθηκε με αυταπάρνηση στο προσκλητήριο της πατρίδας και αντιστάθηκε πολεμώντας για την ελευθερία και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, χωρίς κανένα αντάλλαγμα.
Όλοι τους, με καμάρι παρελαύνουν και τιμούν την ιστορική επέτειο του «ΟΧΙ», ενθυμούμενοι τις στιγμές του πολέμου, όπως ορθά τις αποτυπώνει στο «Άξιον Εστί» ο Οδυσσέας Ελύτης. «Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ' τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ' ένα μικρό δαδί, μία-μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα.
Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετό, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ώς το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ' την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ' αεροπλάνα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το 'χε συνήθειο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.»
Ογδόντα δύο χρόνια μετά. Το ελάχιστο, ως φόρο τιμής από μια εικόνα θύμησης, στη γενιά της δόξας.